ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2016, με την
παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσίβλητου: Ι. Μ. του Π. κατοίκου … , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Γκούβα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-3-2013 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1131/2014 του ιδίου Δικαστηρίου και 388/2015 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον, με την από 3-6-2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 29-12-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγείται την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.13 και ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔικ βάρος της αποδείξεως, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της αποδείξεως διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα, περί αποδείξεως απόφαση, θα επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διατάξεως. Εξάλλου από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από ‘Ελληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/λεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά, τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και ‘Ελληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 1354/2013). Εξ ετέρου κατά τα άρθρα 1,2 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29.11.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Οι από τις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 847/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, ως προς τους προταθέντες από το αναιρεσείον-εναγόμενο Δημόσιο ισχυρισμούς α) περί αποκτήσεως από αυτό της κυριότητας του επιδίκου με τη Συνθήκη της Κων/λεως και τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου και β) κατά τις διατάξεις του από 17/29.11.1836 ΒΔ. ‘Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο αφενός μεν έκρινε ότι οι επίμαχοι ισχυρισμοί συνιστούν ενστάσεις (φύλλο 4β) αφετέρου τους έκρινε αναπόδεικτους, για τους εκτιθέμενους στην προσβαλλομένη λόγους (βλ. παρακάτω το κείμενο της απόφασης).
‘Ετσι που έκρινε το Εφετείο, που κατά το κεφάλαιο αυτό επικύρωσε, μετά από αντικατάσταση και συμπλήρωση των οικείων αιτιολογιών (άρθρ. 534 ΚΠολΔικ), την πρωτόδικη απόφαση, δεν υπέπεσε στη νομική πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, καθόσον τις συνέπειες του μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποιθήσεως του επικαλουμένου γεγονότος ότι το επίδικο ήταν δημόσιο κτήμα, τις έφερε το ενιστάμενο-αναιρεσείον και όχι ο αναιρεσίβλητος-ενάγων. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν.9 παρ.1 πανδ. (50.14) ν.76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.2.1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”. Πλην όμως προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Εξ ετέρου κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση, η περιμάνδρωση, η περιτοίχηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του κ.α. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ. παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 20/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αποτελούσα αντικείμενο της αναιρέσεως αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του αναιρεσιβλήτου-ενάγοντος από κληρονομική διαδοχή του πατέρα του και κατά τη βάση που αυτός (πατέρας του) είχε καταστεί κύριος, με έκτακτη χρησικτησία, κατά τις διατάξεις του ΑΚ, καθόσον οι λοιπές βάσεις της αγωγής περί αποκτήσεως της κυριότητας από τον πατέρα του ενάγοντα παραγώγως και με τακτική χρησικτησία, είχαν απορριφθεί με την πρωτόδικη απόφαση ως αόριστες και δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο της εκδικασθείσας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφέσεως, που ασκήθηκε μόνο από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και κατά το μέρος που αυτό ηττήθηκε. “Τα επίδικα ακίνητα (αγροτεμάχια) βρίσκονται εκτός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως στη θέση “… ” ή “… ” στην … , στην κτηματική περιφέρειας της Δημοτικής Κοινότητας Αρτέμιδος, του Δήμου Σπάτων – Αρτέμιδος (παλαιότερα Δήμου Σπάτων). Ειδικότερα πρόκειται για: 1) ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 518,51 τ.μ., το οποίο φέρει ΚΑΕΚ … του Κτηματολογικού Γραφείου Σπάτων. Το εν λόγω αγροτεμάχιο εμφαίνεται υπό τα στοιχεία ένα Άλφα Κεφαλαίο [1Α] και ένα Βήτα Κεφαλαίο [1B] και περιμετρικά υπό τα αλφαβητικά στοιχεία α-β-ρ-ρ1-σ1-σ-α στο από 11-7-1973 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Ι. Μ. , το οποίο προσαρτάται στο … /1973 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Ευγενίου Κωστόπουλου, και συνορεύει κατά το άνω σχεδιάγραμμα βόρεια επί πλευράς μήκους 38,35 μ. με ιδιοκτησία Θ. Σ. , ανατολικά επί προσώπου μήκους 13,66 μ. με ιδιωτική οδό πλάτους 6,00 μ. (νυν οδός Μ. ), νότια επί πλευράς μήκους 38,45 μ. με ιδιοκτησία Α. Α. συζ. Ι. Β. (Β. ) και δυτικά επί πλευράς μήκους 13,30 μ. με ιδιοκτησίες Μ. Σ. και Π. Τ. (πρόκειται για το υπ’ αριθμό 2 αμέσως κατωτέρω αγροτεμάχιο). 2) ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 268,74 τ.μ. το οποίο φέρει ΚΑΕΚ … του Κτηματολογικού Γραφείου Σπάτων. Το εν λόγω αγροτεμάχιο εμφαίνεται υπό στοιχεία δύο άλφα [2α] και ένα άλφα [1α] και περιμετρικά υπό τα αλφαβητικά στοιχεία β1-β-υ-α-α1-φ-β1 στο από 6-7-1973 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Ι. Μ. , το οποίο προσαρτάται στην … /1974 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίου Κωστόπουλου και συνορεύει βόρεια επί πλευράς μήκους 21,35 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων Α. , ανατολικά επί πλευράς μήκους 13,10 μ. με το προπεριγραφόμενο υπ’ αριθμό 1) αγροτεμάχιο, νότια επί πλευράς μήκους 20,00 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων Α. και δυτικά επί πλευράς μήκους 13,00 μ. με ιδιοκτησίες Μ. Σ. και Π. Τ. . Ο πατέρας του εφεσίβλητου Π. Μ. του Ι. και της Π. αγόρασε: α) το υπ’ αριθ. 1) ακίνητο ως δύο επιμέρους αγροτεμάχια (το υπό στοιχεία 1Α εμβαδού 261,06 τ.μ. και το υπό στοιχεία 1B εμβαδού 257,45 τ.μ.) δυνάμει του … /7-8-1973 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεώργιου Ευγενίου Κωστόπουλου από τους Π. Τ. του Α. (το υπό στοιχεία 1Α] ακίνητο) και Ν. Α. του Γ. (το υπό στοιχεία 1B] ακίνητο) [το συμβόλαιο μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σπάτων στον τόμο …και αριθμό …] και b) το υπ’ αριθ. 2) ακίνητο επίσης ως δύο επιμέρους αγροτεμάχια (το υπό στοιχεία 2α εμβαδού 136,56 τ.μ. και το υπό στοιχεία 1α εμβαδού 132,18 τ.μ.) δυνάμει του … /28-3-1974 συμβολαίου του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Ευγενίου Κωστόπουλου από τους Π. Τ. του Α. (το υπό στοιχεία 2α] ακίνητο) και Μ. χήρα Β. Σ. , το γένος Α. και Α. Τ. (το υπό στοιχεία 1α] ακίνητο) [το συμβόλαιο μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σπάτων στον τόμο … και αριθμό …]. Από την αγορά εκάστου ακινήτου (1973 και 1974 αντίστοιχα) έως το θάνατό του στις 10-1-2008 ο πατέρας του εφεσίβλητου Π. Μ. ασκούσε συνεχώς στα ανωτέρω γεωτεμάχια, χωρίς να ενοχληθεί από κανένα, με διάνοια κυρίου, εμφανείς υλικές διακατοχικές πράξεις νομής, ήτοι επισκεπτόταν και επόπτευε αυτά τακτικά, αποψίλωνε τη δημιουργούμενη αυτοφυή βλάστηση, οριοθετούσε με συρματόπλεγμα, είχε κατασκευάσει και διατηρούσε πόρτα για την είσοδο στα επίδικα από την οδό Μ. , ενώ επιπροσθέτως διατηρούσε αναρτημένη πινακίδα όπου αναγραφόταν το όνομά του ως ιδιοκτήτη των επίδικων. Με τον τρόπο αυτό ο ανωτέρω πατέρας του εφεσίβλητου κατέστη κύριος των επίδικων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ήδη από τα έτη 1993 και 1994 αντίστοιχα επί ενός εκάστου των ακινήτων και συνεπώς είχε την ιδιότητα του κυρίου αυτών κατά την 27-4-2006, ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου για την περιοχή (369/2/4-4-2006 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΟΚΧΕ). Δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των συνιστώντων τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους έφεσης ενστάσεων του εκκαλούντος (εναγόμενου) ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητά του: α) ως δάσος και δεν χώρησε υποβολή στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση των σχετικών περί ιδιοκτησίας τίτλων εντός ανατρεπτικής προθεσμίας (β.δ της 17/29-11-1836 “Περί ιδιωτικών δασών”), αλλιώς β) δυνάμει της από 9-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των από 3-2- 1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, αλλιώς γ) ως βοσκότοπος ή λιβάδι δυνάμει του β.δ. 3/15-12-1833, αλλιώς δ) ως αδέσποτο (άρθρο 16 β.δ. από 10-7-1837), αλλιώς ε) με τακτική χρησικτησία, αλλιώς στ) με έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα πρωτίστως το εκκαλούν δεν προσκομίζει μετ’ επικλήσεως κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα επίδικα ανήκαν στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Τούρκους υπηκόους που εγκατέλειψαν την επικράτεια κατά την επανάσταση και δεν διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους, ούτε επανέκαμψαν στην Ελλάδα, ή δημεύτηκαν, ούτε ότι ήταν βοσκότοπος ή λιβάδια ή αδέσποτα, ούτε ότι τα νεμήθηκε με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ο βασικός ισχυρισμός του εκκαλούντος (εναγόμενου) Ελληνικού Δημοσίου ότι τα επίδικα ήταν δάσος και κατ’ ακολουθίαν τεκμαίρεται ότι το ίδιο είναι κύριος αυτών. Αντίθετα από την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο από Ιουλίου 2008 τεχνική έκθεση του δασολόγου Α. Π. , ο οποίος προέβη σε φωτοερμηνεία βάσει αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960 και 1988, προκύπτει ότι δεν υφίσταται δασική βλάστηση επί των επιδίκων που να τους προσδίδει δασικό χαρακτήρα. Η ανάπτυξη αραιής βλάστησης με τη μορφή πουρναριών στο ακίνητο εμβαδού 268,74 τ.μ. που φέρει ΚΑΕΚ … του Κτηματολογικού Γραφείου Σπάτων, η οποία φαίνεται να έλαβε χώρα μετά το έτος 1960, δεδομένου ότι δεν απεικονίζεται στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1960, δεν ασκεί έννομη επιρροή και δεν δημιουργεί τεκμήριο κυριότητας υπέρ του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη (ανωτέρω υπό στοιχείο IV), προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ της 17/29-11-1836 “Περί ιδιωτικών δασών”, ιδιότητα όμως που δεν απέδειξε το ενιστάμενο εκκαλούν εναγόμενο. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το από 13-12-2011 με αριθ. πρωτ. 3990 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Ανατολικής Αττικής σύμφωνα με το οποίο τα επίδικα ακίνητα: a) εμπίπτουν σε ευρύτερες δασικές εκτάσεις εμβαδών 591.122,20 τ.μ. και 4.562,30 τ.μ. βάσει των αεροφωτογραφιών 1945 και 1998 (στην πρώτη περίπτωση των 591.122,20 τ.μ.) και 1945 (στη δεύτερη περίπτωση των 4.562,30 τ.μ.) και δηλώθηκαν ως δασική έκταση στο Γραφείο Κτηματολογίου Ο.Τ.Α. Αρτέμιδος, b) περιλαμβάνονται στον προσωρινό κτηματικό χάρτη και τον προσωρινό κτηματολογικό πίνακα που συντάχθηκαν σύμφωνα με το ν. 248/1976 και αναρτήθηκαν στις 9-9-1985, εμπίπτουν δε σε έκταση που αναφέρεται ως δημόσια δασική έκταση. Το εκκαλούν δεν προσκομίζει αεροφωτογραφίες προγενέστερες του έτους 1998 συνοδευόμενες από σχετική έκθεση διαχρονικής φωτοερμηνείας, ενώ από τον προσωρινό κτηματικό χάρτη και τον προσωρινό κτηματολογικό πίνακα του ν. 248/1976 δεν προκύπτει δέσμευση ως προς τα εμπράγματα δικαιώματα επί των εκτάσεων. Επιπροσθέτως πρέπει να επισημανθεί ότι σε δίκη επί διεκδικητικής αγωγής μεταξύ της τρίτης Α. – Κ. συζ. Ι. Β. (Β. ) ως ενάγουσας [πρόκειται για την ιδιοκτήτρια όμορου ακινήτου προς νότο με το επίδικο υπ’ αριθ. 1 ακίνητο] και του νυν εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου ως εναγόμενου κρίθηκε με την 16223/1988 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που έκανε δεκτή την αγωγή (αναίρεση του εκκαλούντος κατά της εφετειακής απόφασης απορρίφθηκε με την 2005/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου) ότι δεν συνορεύει με δασική έκταση η ευρύτερη έκταση 29.250 τ.μ., τμήμα της οποίας αποτελούν οι νυν επίδικες εκτάσεις και η τότε επίδικη έκταση (δεδομένου ότι απώτερος κοινός δικαιοπάροχος της τότε ενάγουσας και του νυν εφεσίβλητου είναι ο παππούς αυτής Π. Α. που κατέστη κύριος των 29.250 τ.μ. από πλειστηριασμό σε βάρος του Μ. Μ. δυνάμει της … /1894 κατακυρωτικής έκθεσης και της … /1894 περίληψης αυτής του συμβολαιογράφου Αθηνών Παναγιώτη Παπαδιαμαντόπουλου, η οποία μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κορωπίου στον τόμο …και αριθμό …). Με την ίδια εφετειακή απόφαση απορρίφθηκαν ως αναπόδεικτοι οι ισχυρισμοί του νυν εκκαλούντος ότι η επίδικη τότε έκταση ήταν δασική ή λιβάδι ή βοσκότοπος ή αδέσποτο ή ότι ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Τούρκους υπηκόους που εγκατέλειψαν την επικράτεια και δεν επανήλθαν αλλά διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους, ή ότι καταλήφθηκε απ’ αυτό με δικαίωμα πολέμου ή ότι χρησιδέσποσε αυτό. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, μετά από συμπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών (άρθρ. 534 ΚΠολΔικ.), επικύρωσε κατά το εκκληθέν μέρος της την πρωτόδικη απόφαση και δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αποτελούσα αντικείμενο της αναίρεσης αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του αναιρεσιβλήτου και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής, στα κτηματολογικά βιβλία ως εκ διαθήκης κληρονόμων του πατέρα του, που είχε καταστεί κύριος των επιδίκων ακινήτων με έκτακτη κατά τις διατάξεις του ΑΚ χρησικτησία, καθόσον αυτός από τα έτη 1973 και 1974 αντίστοιχα, που απέκτησε λόγω αγοράς τη νομή του καθενός από τα δύο ένδικα ακίνητα, τα νεμήθηκε επί εικοσαετία, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση τους πράξεις νομής και έτσι κατέστη κύριος αυτών από τα έτη 1993 και 1994, αντίστοιχα, με έκτακτη χρησικτησία. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεις του Αστικού Κώδικα (1045 και 974 ΑΚ), αφού υπό τα ως άνω, ανελέγκτως, γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Οι επικαλούμενες παραβιάσεις των αναφερομένων στην αρχή της παρούσας αποφάσεως πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της Συνθήκης της Κων/λεως, καθώς και των περί εκτάκτου χρησικτησίας διατάξεων του προϊσχύσαντος, του Αστικού Κώδικα, ΒΡΔ, για το μέχρι τις 11.9.1915 διάστημα, στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι έγινε δεκτό ότι τα ένδικα ακίνητα περιήλθαν στην κυριότητα του αναιρεσιβλήτου με τις προϋποθέσεις των εν λόγω πρωτοκόλλων και Συνθήκης, καθώς και ότι τα επίδικα ήταν δημόσια κτήματα και δεκτικά έκτακτης χρησικτησίας μέχρι τις 11.9.1915 ενώ τούτο όπως έχει ήδη αναφερθεί δεν συμβαίνει, καθόσον αντικείμενο της ένδικης διαφοράς αποτελούσε η απόκτηση της κυριότητας των ενδίκων ακινήτων από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντα πατέρα του με έκτακτη χρησικτησία, κατά τις διατάξεις του ΑΚ και μόνο, καθόσον οι λοιπές βάσεις της αγωγής περί αποκτήσεως από τον εν λόγω δικαιοπάροχο της κυριότητας του ακινήτου παραγώγως και πρωτοτύπως με αναδρομή στις διατάξεις του ΒΡΔ και πρωτοτύπως με τακτική χρησικτησία, κατά τις διατάξεις του ΑΚ, απορρίφθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση, ως αόριστες και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της εφέσεως, που ασκήθηκε από το Δημόσιο και κατά το προαναφερθέν μέρος που αυτό ηττήθηκε. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρο 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν.3693/1997, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ. Ν ΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’ αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3 Ιουνίου 2015 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του Ι. Μ. του Π. , για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 388/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Φεβρουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Φεβρουαρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ