Νένας Μαλλιάρα
Τις προσδοκίες τους στο QE και στη μείωση των “κόκκινων” δανείων, εναποθέτουν εφεξής οι επιχειρήσεις που έχουν αντέξει στη μακροχρόνια κρίση.
Πέραν της μεγάλης πλειοψηφίας των εταιριών που βρίσκονται υπερχρεωμένες και
Πέραν της μεγάλης πλειοψηφίας των εταιριών που βρίσκονται υπερχρεωμένες και
αντιμέτωπες με τις επιπτώσεις της κρίσης ή ενός κακού μάνατζμεντ, και οι οποίες ελπίζουν σε “πιστοποιητικό βιωσιμότητας” και ρυθμίσεις σωτηρίας από τις τράπεζες, υπάρχει και μία μερίδα επιχειρήσεων που έχουν καταφέρει να κρατηθούν όρθιες στον “τυφώνα” της ύφεσης. Ωστόσο, παλεύουν με άνισους όρους στον διεθνή ανταγωνισμό, καθώς βρίσκονται υπό την ομηρεία του “βουνού” των “κόκκινων” δανείων και του υψηλού κόστους δανεισμού.
Πρόκειται για ομηρεία που βάζει “το πιστόλι στον κρόταφο” των επιχειρήσεων αυτών, απαιτώντας “τα λεφτά ή τη ζωή” τους, αφού τους θέτει το δίλημμα ή να προβούν σε “γάμους ανάγκης” ή να αφεθούν σε έναν νομοτελειακό μαρασμό.
Την κατάσταση αυτή απεικόνισε χθες ο επικεφαλής του ομίλου Μυτιληναίος, Ευάγγελος Μυτιληναίος, κατά την παρουσίαση του ομίλου στην Ένωση Θεσμικών Επενδυτών. Φέρνοντας ως παράδειγμα την πρόσφατη εξέλιξη με την πώληση της βιομηχανίας Γιούλα, μεγαλύτερης υαλουργίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, που πέρασε στα χέρια του πορτογαλικού ομίλου BA Vidro, ο κ. Μυτιληναίος προειδοποίησε για το μέλλον των υγιών ελληνικών επιχειρήσεων, λέγοντας χαρακτηριστικά: “Αυτό που συνέβη ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Μια εταιρία που δεν είχε άλλα προβλήματα πλην του υψηλού δανεισμού, εξαγοράστηκε από μια εταιρία που δανείζεται με επιτόκιο 1%. Εάν δεν αλλάξει κάτι, αυτό που έγινε με την Γιούλα θα συμβεί με όλες τις επιχειρήσεις και δε θα μείνει καμία εταιρία. Θα τις αγοράσουν όλες και θα αποπληρώνουν την εξαγορά με δάνεια με επιτόκιο 0,25%”.
Εκφράζοντας την αγωνία όλων των επιχειρηματιών που ζητούν – επί ματαίω, όμως, υπό τις παρούσες συνθήκες – χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού από τις τράπεζες, ο κ. Μυτιληναίος αναφέρθηκε στην προσδοκία ένταξης της Ελλάδας στο QE της ΕΚΤ, καθώς οι αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ θα μειώσουν το κόστος δανεισμού για το ελληνικό Δημόσιο και συνακόλουθα για τις επιχειρήσεις. “Εάν η Ελλάδα συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τότε μια επιχείρηση όπως η Μυτιληναίος θα μπορεί να δανείζεται με επιτόκιο 2% και τότε θα λογαριαστούμε με τους ανταγωνιστές μας”, είπε χαρακτηριστικά ο κ. Μυτιληναίος.
Σημειώνεται ότι το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων είναι τουλάχιστον τριπλάσιο από αυτό των ανταγωνιστών τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και αυτό, βεβαίως, στην περίπτωση που λαμβάνουν δάνειο από την τράπεζα, αφού όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, η στρόφιγγα των χορηγήσεων γίνεται ολοένα και πιο σφιχτή.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΤτΕ (Αύγουστος 2016), τα υπόλοιπα δανείων προς επιχειρήσεις έχουν υποχωρήσει στα 93,815 δις. ευρώ, από 101,353 δις ευρώ τον Δεκέμβριο του 2014 και 132,718 δις. ευρώ στην έναρξη της κρίσης (Μάιος 2010). Σημειώνεται ότι στην τετραετία Μαίου 2007 – Μαίου 2010, οι επιχειρηματικές χορηγήσεις είχαν αυξηθεί κατά 35,044 δις. ευρώ (Μάιος 2007: 97,674 δις. ευρώ).
Η μείωση των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις είναι αποτέλεσμα τόσο της επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος και της δέσμευσης πόρων σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όσο και της μεγάλης εκροής καταθέσεων το 2015, η οποία δεν δείχνει να καλύπτεται όσο δεν αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη.
Όλα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα, από το 2015 οι προϋποθέσεις του τραπεζικού δανεισμού προς τις επιχειρήσεις να επηρεαστούν επί το δυσμενέστερο, τη στιγμή που καλυτέρευαν οι συνθήκες δανεισμού των επιχειρήσεων στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Η επιδείνωση των συνθηκών δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων αφορούσε διεύρυνση του επιτοκιακού τους περιθωρίου, αύξηση των χρεώσεων πέραν των τόκων, περιορισμό του ύψους και της διάρκειας των χορηγούμενων δανείων, επιβολή αυστηρότερων συμβατικών ρητρών και αυστηροποίηση των απαιτήσεων των τραπεζών για κάλυψη των ανοιγμάτων με εξασφαλίσεις.
capitalgr