Εχοντας διανύσει περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Βορειοατλαντική Συμμαχία συνεχίζει να υπάρχει
διαψεύδοντας όσους «δομικούς ρεαλιστές» προέβλεπαν με βεβαιότητα τη διάλυσή της. Πράγματι, ανακαλύπτοντας από το ξεκίνημα της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας και θέτοντας με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο τους λόγους που καθιστούσαν αναγκαία τη συνέχιση της ύπαρξής του, το ΝΑΤΟ κατόρθωσε μέσα από συνεχείς διαδικασίες εσωτερικών αλλαγών και εξωτερικών διευρύνσεων να προσαρμοστεί με επιτυχία σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο –κυρίως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001– περιβάλλον ασφάλειας. Σήμερα το ΝΑΤΟ επιζητεί να διαδραματίσει σταθεροποιητικό ρόλο σε έναν κόσμο ο οποίος –πολιτικοί αναλυτές και διαμορφωτές αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη συμφωνούν ότι– καθίσταται ολοένα και περισσότερο «αλληλοσυνδεόμενος», «σύνθετος», «πολυποίκιλος» και κυρίως απρόβλεπτος.
Η τελευταία Σύνοδος Κορυφής των 28 κρατών-μελών του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία τον περασμένο Ιούλιο πραγματοποιήθηκε στη σκιά της απόφασης της Βρετανίας, ίσως του σημαντικότερου από πλευράς στρατιωτικών ικανοτήτων «ευρωπαϊκού» παίκτη του ΝΑΤΟ, να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το ενδεχόμενο αποχώρησης της Βρετανίας συνιστά αναμφίβολα αρνητική εξέλιξη τόσο για το ΝΑΤΟ όσο και για την υπόθεση της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Και τούτο διότι ενδέχεται να ενισχύσει την τάση στρατιωτικής (κυρίως λόγω των περικοπών στις αμυντικές δαπάνες) και διπλωματικής εσωστρέφειας ή/και απομονωτισμού της Βρετανίας από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, επενεργεί αρνητικά στις όχι ιδιαίτερα συμπαγείς σχέσεις μεταξύ διαφόρων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και των Ηνωμένων Πολιτειών, «κουβαλάει νερό στον μύλο» της ρωσικής πολιτικής διαίρεσης τόσο της Ε.Ε. όσο και της Συμμαχίας και υπονομεύει την ανάγκη ανάληψης συνεργατικών πολιτικών μεταξύ των δύο οργανισμών σε μια περίοδο όπου η Ε.Ε. διέρχεται μια πολύπλευρη και πολυεπίπεδη κρίση και αναζητεί στο ΝΑΤΟ –όπως χαρακτηριστικά αναδεικνύει το κείμενο της νέας Παγκόσμιας Ευρωπαϊκής Στρατηγικής (European Global Strategy)– τον αναγκαίο και απαραίτητο εταίρο στην κατεύθυνση αποτελεσματικής διαχείρισης των παραδοσιακών και κυρίως των νέων απειλών, κινδύνων και προκλήσεων για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Πράγματι, στη Βαρσοβία τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ βρέθηκαν αντιμέτωπα με την ανάγκη παράλληλης διαχείρισης παραδοσιακού και νέου τύπου προκλήσεων ασφαλείας: μιας επιθετικής, απρόβλεπτης και «αναθεωρητικής» (κυρίως μετά την προσάρτηση της Κριμαίας) Ρωσίας, των νέων υβριδικών απειλών που συνδέονται κυρίως με την ισλαμιστική τρομοκρατία (τόσο στην περιφέρεια της Ευρώπης μέσω της δράσης του Ισλαμικού Κράτους όσο και στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών), καθώς και της εντεινόμενης αστάθειας που δημιουργούν η προσφυγική κρίση και οι μεταναστευτικές πιέσεις από την καταρρέουσα περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Οσον αφορά την αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας, οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ επαναβεβαίωσαν την πίστη τους στη στρατηγική της αποτροπής, κυρίως μέσω της συμβολικά ισχυρής «προωθημένης παρουσίας» του ΝΑΤΟ στα ανατολικά του σύνορα (μέσω της ανάπτυξης τεσσάρων ταγμάτων στο έδαφος της Πολωνίας, της Εσθονίας, της Λετονίας και Λιθουανίας). Για το μεγαλύτερο, όμως, μέρος των νέων προκλήσεων και «υβριδικών απειλών» το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην περιοχή της Μεσογείου, με την τελευταία να καθίσταται και πάλι –όπως ακριβώς συνέβη στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου– ο νέος «λόγος ύπαρξης» (raison d’ être) της Συμμαχίας. Για την αντιμετώπιση αυτών των απειλών και προκλήσεων ασφάλειας στη «μετά Brexit εποχή» η ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ ΝΑΤΟ και Ε.Ε. καθίσταται περισσότερο αναγκαία και σημαντική από ποτέ. Ειδικά μετά το πραξικόπημα στην Τουρκία και τις αρνητικές συνέπειες στην αξιοπιστία της χώρας και τις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει τον απαραίτητο, και κυρίως αξιόπιστο, παράγοντα ενός συνεργατικού (ΝΑΤΟ και Ε.Ε.) στρατηγικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση της αστάθειας στην περιοχή της Μεσογείου. Η Ελλάδα επιθυμεί έναν τέτοιο ρόλο;
*Ο κ. Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Σπουδών Ασφαλείας και Ανάλυσης Εξωτερικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ