Δεν αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο εθνική κανονιστική ρύθμιση, κατά την οποία, εάν ο υποκείμενος στον φόρο δεν έχει στην αποθήκη του εμπορεύματα που του έχουν παραδοθεί και δεν έχει καταχωρίσει τα σχετικά φορολογικά παραστατικά στα λογιστικά βιβλία του, η φορολογική αρχή δύναται να θεωρήσει, κατά τεκμήριο, ότι ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο έχει πωλήσει τα εμπορεύματα αυτά σε τρίτους και να προσδιορίσει τη βάση επιβολής φόρου για τις ως άνω πωλήσεις βάσει πραγματικών στοιχείων που
διαθέτει, κατ’ εφαρμογήν μη προβλεπόμενων από την οδηγία κανόνων. Εναπόκειται, πάντως, στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει εάν οι διατάξεις της εν λόγω εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την εξασφάλιση της εισπράξεως του φόρου προστιθέμενης αξίας και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Αυτό έκρινε το Δικαστήριο της ΕΕ στην υπ αρ. C-576/15 υπόθεση (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2016) μετά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Administrativen sad Veliko Tarnovo (πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο του Veliko Tarnovo, Βουλγαρία) σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του άρθρου 9, παράγραφος 1, του άρθρου 14, παράγραφος 1, καθώς και των άρθρων 73, 80 και 273 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας.
Εν προκειμένω, η βουλγαρική φορολογική αρχή εκτίμησε ότι η βουλγαρική εταιρία ΜΜ είχε λάβει εμπορεύματα για τα οποία είχε εκδώσει τιμολόγια και θεώρησε, δεδομένης της απουσίας τους από την αποθήκη της επιχειρήσεως και της φύσεώς τους, ότι η MM τα είχε πωλήσει σε μη δυνάμενους να ταυτοποιηθούν πελάτες λιανικής, κατά τις φορολογικές χρήσεις εντός των οποίων είχαν εκδοθεί τα επίμαχα τιμολόγια. Διαπιστώνοντας ότι η MM δεν καταχώρισε λογιστικά ούτε τις παραδόσεις εμπορευμάτων από τους προμηθευτές της ούτε τις μεταγενέστερες πωλήσεις των εμπορευμάτων αυτών, η βουλγαρική φορολογική αρχή έκρινε ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση είχε αποκρύψει τις παραδόσεις των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και τα έσοδα από τη μεταπώλησή τους.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση αποσκοπεί στον καθορισμό της βάσεως επιβολής φόρου όσο το δυνατόν εγγύτερα στην πράγματι εισπραχθείσα από τον υποκείμενο στον φόρο αντιπαροχή, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να συλλεγούν αντικειμενικά στοιχεία σχετικά με τις ημερομηνίες πραγματοποιήσεως των φορολογητέων πράξεων, τους αντισυμβαλλομένους, καθώς και τα φορολογητέα έσοδα που έχει πραγματοποιήσει ο υποκείμενος στον φόρο, εξαιτίας της δόλιας συμπεριφοράς του και, ιδίως, εξαιτίας της παραβάσεως της υποχρεώσεώς του να τηρεί επαρκή λογιστική, ούτως ώστε οι αρμόδιες εθνικές αρχές να έχουν τη δυνατότητα να επαναφέρουν τα πράγματα στην κατάσταση που θα υφίστατο εάν δεν είχε διαπραχθεί φοροδιαφυγή, βάσει των στοιχείων που έχουν στη διάθεσή τους, λαμβανομένων υπόψη όλων των οικείων περιστάσεων.