Με παραπομπή στο Ευρωδικαστήριο, αν σε δύο μήνες δεν έχει λάβει μέτρα για να περιορίσει τα δηλητηριασμένα δολώματα, απειλεί την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόκειται για ένα ελάχιστα γνωστό αλλά σοβαρό θέμα, καθώς τα δηλητηριασμένα δολώματα –που συνήθως χρησιμοποιούν κτηνοτρόφοι και κυνηγοί– αποτελούν απειλή για την άγρια πανίδα, ειδικά για τα υπό εξαφάνιση στη χώρα μας όρνια. Τη διαδικασία παραπομπής προκάλεσε η εξόντωση από δηλητηριασμένα δολώματα το 2012, στον Νέστο, της μεγαλύτερης αποικίας όρνεων στη χώρα μας.
Σύμφωνα με την αιτιολογημένη γνώμη, που εστάλη τον Σεπτέμβριο, οι ελληνικές αρχές καλούνται να θεσπίσουν ένα σύστημα προστασίας για τα άγρια πουλιά εμποδίζοντας τη θανάτωσή τους μέσω δηλητηριασμένων δολωμάτων. Η διαδικασία ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2013 με αφορμή το περιστατικό του Νέστου, αλλά, όπως επισημαίνει η Κομισιόν, «οι ελληνικές αρχές έχουν μέχρι στιγμής κάνει ελάχιστα για να αποτρέψουν ανάλογα περιστατικά στο μέλλον».
Το θέμα είναι ελάχιστα γνωστό στην κοινή γνώμη, αλλά ιδιαίτερα σύνθετο καθώς βασίζεται σε μια πρακτική δεκαετιών. «Σπάνια κάποιος στοχεύει στα πτωματοφάγα ζώα και πουλιά. Συνήθως, αφορμή για τα δηλητηριασμένα δολώματα είναι κάποια τοπικού χαρακτήρα αντιδικία», εξηγεί η Κωνσταντίνα Ντεμίρη, υπεύθυνη θεμάτων περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία. «Οι κτηνοτρόφοι τα ρίχνουν για να σκοτώσουν λύκους και αρκούδες που προκαλούν απώλειες στο ζωικό κεφάλαιο, ή για τα κυνηγετικά σκυλιά, που παρενοχλούν τα κοπάδια. Συχνές όμως είναι και οι προσωπικές βεντέτες, λ.χ. πληροφορηθήκαμε την περίπτωση ενός κτηνοτρόφου στην Καλαμπάκα που έχει “χάσει” από δηλητηριασμένα δολώματα περί τους 100 σκύλους από το 2008 (τα μεγάλα κοπάδια χρειάζονται 10 – 15 τσοπανόσκυλα). Ορισμένες φορές όμως τα δολώματα τα ρίχνουν και οι κυνηγοί, με στόχο είτε τις αλεπούδες (που αποτελούν “ανταγωνιστή” τους στο κυνήγι του λαγού) ή τα τσοπανόσκυλα».
Η αιτιολογημένη γνώμη έρχεται ως απόδειξη ότι ελάχιστα έχουν γίνει για τον τερματισμό αυτής της παράνομης και καταστροφικής πρακτικής. Οι λιγοστές δράσεις που έχουν γίνει προέρχονταν από δύο προγράμματα που έγιναν με χρηματοδότηση από το LIFE («Καινοτόμες δράσεις ενάντια στα δηλητήρια» και «Η επιστροφή του Ασπροπάρη»). Η πολιτεία αντέδρασε με αρκετή καθυστέρηση, συγκροτώντας ομάδα εργασίας με τη συμμετοχή περιβαλλοντικών οργανώσεων και επιστημονικών φορέων. «Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτείται ο σχεδιασμός μιας εθνικής στρατηγικής, με στοχευμένα μέτρα για την πρόληψη του φαινομένου, την εξάλειψη των κινήτρων (π.χ. τη βελτίωση του συστήματος αποζημίωσης των κτηνοτρόφων από επιθέσεις λύκων -αρκούδων), την αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων και του ρόλου των αρμόδιων υπηρεσιών και φορέων, ενώ παράλληλα θα στοχεύει στη συνεχή ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού για τις επιπτώσεις των δηλητηρίων στη βιοποικιλότητα, τη δημόσια υγεία αλλά και στις οικονομικές δραστηριότητες της υπαίθρου», καταλήγει η κ. Ντεμίρη.
Σύμφωνα με την αιτιολογημένη γνώμη, που εστάλη τον Σεπτέμβριο, οι ελληνικές αρχές καλούνται να θεσπίσουν ένα σύστημα προστασίας για τα άγρια πουλιά εμποδίζοντας τη θανάτωσή τους μέσω δηλητηριασμένων δολωμάτων. Η διαδικασία ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2013 με αφορμή το περιστατικό του Νέστου, αλλά, όπως επισημαίνει η Κομισιόν, «οι ελληνικές αρχές έχουν μέχρι στιγμής κάνει ελάχιστα για να αποτρέψουν ανάλογα περιστατικά στο μέλλον».
Το θέμα είναι ελάχιστα γνωστό στην κοινή γνώμη, αλλά ιδιαίτερα σύνθετο καθώς βασίζεται σε μια πρακτική δεκαετιών. «Σπάνια κάποιος στοχεύει στα πτωματοφάγα ζώα και πουλιά. Συνήθως, αφορμή για τα δηλητηριασμένα δολώματα είναι κάποια τοπικού χαρακτήρα αντιδικία», εξηγεί η Κωνσταντίνα Ντεμίρη, υπεύθυνη θεμάτων περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία. «Οι κτηνοτρόφοι τα ρίχνουν για να σκοτώσουν λύκους και αρκούδες που προκαλούν απώλειες στο ζωικό κεφάλαιο, ή για τα κυνηγετικά σκυλιά, που παρενοχλούν τα κοπάδια. Συχνές όμως είναι και οι προσωπικές βεντέτες, λ.χ. πληροφορηθήκαμε την περίπτωση ενός κτηνοτρόφου στην Καλαμπάκα που έχει “χάσει” από δηλητηριασμένα δολώματα περί τους 100 σκύλους από το 2008 (τα μεγάλα κοπάδια χρειάζονται 10 – 15 τσοπανόσκυλα). Ορισμένες φορές όμως τα δολώματα τα ρίχνουν και οι κυνηγοί, με στόχο είτε τις αλεπούδες (που αποτελούν “ανταγωνιστή” τους στο κυνήγι του λαγού) ή τα τσοπανόσκυλα».
Η αιτιολογημένη γνώμη έρχεται ως απόδειξη ότι ελάχιστα έχουν γίνει για τον τερματισμό αυτής της παράνομης και καταστροφικής πρακτικής. Οι λιγοστές δράσεις που έχουν γίνει προέρχονταν από δύο προγράμματα που έγιναν με χρηματοδότηση από το LIFE («Καινοτόμες δράσεις ενάντια στα δηλητήρια» και «Η επιστροφή του Ασπροπάρη»). Η πολιτεία αντέδρασε με αρκετή καθυστέρηση, συγκροτώντας ομάδα εργασίας με τη συμμετοχή περιβαλλοντικών οργανώσεων και επιστημονικών φορέων. «Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτείται ο σχεδιασμός μιας εθνικής στρατηγικής, με στοχευμένα μέτρα για την πρόληψη του φαινομένου, την εξάλειψη των κινήτρων (π.χ. τη βελτίωση του συστήματος αποζημίωσης των κτηνοτρόφων από επιθέσεις λύκων -αρκούδων), την αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων και του ρόλου των αρμόδιων υπηρεσιών και φορέων, ενώ παράλληλα θα στοχεύει στη συνεχή ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού για τις επιπτώσεις των δηλητηρίων στη βιοποικιλότητα, τη δημόσια υγεία αλλά και στις οικονομικές δραστηριότητες της υπαίθρου», καταλήγει η κ. Ντεμίρη.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ