Νένας Μαλλιάρα
Από πηγή που στερεύει διαρκώς, επιχειρούν να αντλήσουν καταθέσεις οι τράπεζες, καθώς η υπερφορολόγηση “τρώει” τα χρήματα που κρύβονται στο
“στρώμα” και η ανησυχία που προκαλούν οι εξελίξεις στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σκηνικό αποτρέπει την επιστροφή τους στις τράπεζες.
Παρά τις προσδοκίες που δημιούργησε η χαλάρωση των capital controls τονπερασμένο Ιούλιο, αίροντας κάθε περιορισμό για το “νέο χρήμα” που θα έμπαινε στις τράπεζες και επιτρέποντας την ελεύθερη διακίνησή του, μέχρι στιγμής, τα αποτελέσματα στο “ταμείο” είναι πενιχρά.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, έκτοτε, οι πραγματικές εισροές στιςτράπεζες, δηλαδή οι νέες καταθέσεις που έχουν παραμείνει στις τράπεζες και που δεν έχουν να κάνουν με το τι δείχνουν τα νούμερα για την αύξηση των καταθέσεων ανά μήνα στο τραπεζικό σύστημα, ανέρχονται σε μόλις 100 εκατ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, η υπερφορολόγηση έχει μειώσει και το χρήμα που παραμένει κάτω από το “στρώμα”, το οποίο υπολογίζεται τώρα στα 16 δισ. ευρώ.
Έτσι, τη στιγμή που οι συνθήκες χρηματοδότησης για τις τράπεζες έχουν βελτιωθεί τα τελευταία τρίμηνα, με μια μείωση της εξάρτησής τους από τον ELA και με τον περιορισμό της χρήσης ομολόγων από τον πυλώνα 2, η ζωτική ανάσα ρευστότητας που είναι η καταθετική βάση, παραμένει ισχνή και δύσκολα ανακτήσιμη. Και σύμφωνα με τους τραπεζίτες, είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα το να μπορέσουν να επιστρέψουν οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και οι τράπεζες, να ανακτήσουν την πρόσβασή τους στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Όπως επισήμανε, πρόσφατα, με άρθρο του, ο πρόεδρος της Eurobank Ν. Καραμούζης, οι δύο παραπάνω στόχοι εξαρτώνται κυρίως από την ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να πείσει τις διεθνείς αγορές και τους επενδυτές/αποταμιευτές, ότι σκοπεύει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, και να υλοποιήσει τις αναγκαίες οικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που θα αποκαθιστούν τη δημοσιονομική σταθερότητα, θα δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για επενδύσεις και ανάπτυξη και θα διαμορφώνουν ομαλές συνθήκες στο χρηματοπιστωτικό τομέα και τις αγορές.
Εάν επιτευχθεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική Οικονομία και τις προοπτικές της, και διαμορφωθεί φιλικό επιχειρηματικό κλίμα – συνθήκες απαραίτητες για την οικονομική ανάκαμψη -, θα διευκολυνθεί η μείωση των επιτοκίων και των υψηλών prim κινδύνου που πληρώνει σήμερα η χώρα για άντληση κεφαλαίων – με και χωρίς εξασφαλίσεις – από τις διεθνείς αγορές. Παράλληλα, θα ενθαρρυνθεί η επιστροφή στις ελληνικές τράπεζες μεγάλου ύψους αποταμιεύσεων, αποθησαυρισμένων σήμερα σε τραπεζογραμμάτια και σε άλλες μορφές καταθέσεων και επενδύσεων που διέρρευσαν στο εξωτερικό (συνολικά από την αρχή της κρίσης, η χώρα έχει απωλέσει 124 δισ. ευρώ καταθέσεις, το 45% του συνόλου από το ψηλότερο σημείο).
Σύμφωνα με την εκτίμηση του κ. Καραμούζη, με την πλήρη αποκατάσταση ομαλών συνθηκών και αναπτυξιακών προοπτικών στην Οικονομία και τις αγορές και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής Οικονομίας, 25 δισ. ευρώ καταθέσεις θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα, σε περίοδο 18-24 μηνών.
Το ποσό των 25 δισ. ευρώ, το οποίο αναφέρει ο πρόεδρος της Eurobank, είναι το ποσό που, όπως έχει γράψει το Capital.gr, θεωρείται κρίσιμο για την επαναλειτουργία των τραπεζών. Το χρονικό διάστημα της προσδοκώμενης ανάκτησής του, ωστόσο, μετατίθεται συνεχώς για αργότερα και μάλιστα υπό συνθήκες, εσωτερικές και εξωτερικές, που δεν “συμμαχούν” με την επίτευξη του στόχου.
Τόσο η εξωτερική ανασφάλεια από τις εξελίξεις στις τράπεζες της Ευρώπης, όσο και η εσωτερική ένδεια (αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι το προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπει επιπλέον φόρους 1,835 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1,464 δισ. ευρώ από έμμεση φορολογία, τη στιγμή που στα τέλη Αυγούστου οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιωτών στο Δημόσιο έφταναν ήδη τα 91,6 δισ. ευρώ), μοιάζει να μεταθέτουν τον στόχο επιστροφής των καταθέσεων μάλλον στη… Δευτέρα Παρουσία.
capitalgr