«Η επιτροπή της έκθεσης δεν εντόπισε σημαντικές ενδείξεις για διαφορές ανάμεσα σε εμπορικές γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες -σόγια, αραβόσιτος και βαμβάκι- και συμβατικές καλλιεργητικές ποικιλίες, όσον αφορά την ανθρώπινη υγεία, ούτε εντόπισε πειστικές σχέσεις αιτίου – αποτελέσματος για περιβαλλοντικά προβλήματα από γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες» αναφέρει σεανακοίνωσή του ο Λίλαντ Γκλένα του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, μέλος της επιτροπής που συνέταξε τη μελέτη.
Διαβάστε επίσης
- Μεταλλαγμένα: Τα καλά και τα κακά νέα για το περιβάλλον
- Χαστούκι στη Greenpeace από 100 νομπελίστες για τα «μεταλλαγμένα»
- Πρόστιμα μέχρι 500.000 ευρώ για όποιον καλλιεργεί «μεταλλαγμένα» στην Ελλάδα
- «Ανάμεικτα αποτελέσματα» από τις γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες
- Τα «μεταλλαγμένα» είναι ασφαλή, επαναλαμβάνουν ακαδημαϊκοί στις ΗΠΑ
- Οι αντιδράσεις στα μεταλλαγμένα «εμποδίζουν μια Πράσινη Επανάσταση»
Η επιτροπή συνέλεξε δεδομένα από 900 μελέτες που είχαν δημοσιευτεί από την εμφάνιση των πρώτων «μεταλλαγμένων» πριν από περίπου δύο δεκαετίες. Ζήτησε επίσης τη γνώμη 80 ειδικών και έλαβε υπόψη 700 σχόλια από πολίτες.
Σύμφωνα με την έκθεση, το 2015 φυτεύτηκαν σε όλο τον κόσμο 180 δισεκατομμύρια στρέμματα με «μεταλλαγμένα», περίπου 12% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων παγκοσμίως.
Προκειμένου να εξετάσει τις επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία, η επιτροπή επανεξέτασε τις διαθέσιμες μελέτες σε πειραματόζωα, χωρίς να εντοπίσει ενδείξεις ότι η κατανάλωση «μεταλλαγμένων» τροφίμων βλάπτει την υγεία.
«Πολύς κόσμος ανησυχεί ότι η κατανάλωση τροφίμων από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς μπορεί να προκαλέσει καρκίνο, παχυσαρκία και διαταραχές όπως ο αυτισμός και οι αλλεργίες» λέει ο Γκλένα.
«Παρόλα αυτά, η επιτροπή εξέτασε επιδημιολογικά δεδομένα από τις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπου αυτά τα τρόφιμα καταναλώνονται από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, καθώς και αντίστοιχα δεδομένα από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Δυτική Ευρώπη, όπου τα τρόφιμα αυτά δεν καταναλώνονται ευρέως.
»Δεν βρήκαμε διαφορές μεταξύ των χωρών αυτών όσον αφορά συγκεκριμένα προβλήματα υγείας» αναφέρει.
Μεγάλο μέρος των εκτάσεων με «μεταλλαγμένα» αντιστοιχεί στις λεγόμενες ποικιλίες Bt, στις οποίες έχει εισαχθεί ένα βακτηριακό γονίδιο για τη σύνθεση ενός εντομοκτόνου που θεωρείται απόλυτα ασφαλές για τον άνθρωπο και χρησιμοποιείται ακόμα και στις βιολογικές καλλιέργειες.
Από το 1996 έως το 2015, η χρήση ποικιλιών καλαμποκιού και βαμβακιού Bt οδήγησε σε μείωση της χρήσης συνθετικών εντομοκτόνων και σε αύξηση της βιοποικιλότητας άγριων εντόμων, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις τα έντομα άρχισαν να εμφανίζουν ανθεκτικότητα στο εντομοκτόνο Bt.
Μια δεύτερη ομάδα «μεταλλαγμένων» είναι οι ποικιλίες που έχουν τροποποιηθεί γενετικά ώστε να αντέχουν το ζιζανιοκτόνο γλυφοσάτη -οι αγρότες μπορούν έτσι να ψεκάζουν τα αγριόχορτα χωρίς να ανησυχούν για ζημιές στην ίδια την καλλιέργεια.
Η καλλιέργεια τέτοιων ποικιλιών βρέθηκε να αυξάνει τη σοδειά λόγω μείωσης των ζιζανίων. Όταν πρωτοεμφανίστηκαν αυτές οι ποικιλίες, η χρήση ζιζανιοκτόνων μειώθηκε, αργότερα όμως άρχισε να αυξάνεται και πάλι λόγω της εμφάνισης ανθεκτικών ζιζανίων.
Το πρόβλημα της ανθεκτικότητας, ωστόσο, δεν αφορά μόνο τα «μεταλλαγμένα» αλλά και τα περισσότερα συμβατικά φυτοφάρμακα.
Η έκθεση, τέλος, διαπιστώνει ότι τα «μεταλλαγμένα» προσφέρουν οικονομικά οφέλη για τους αγρότες, ειδικά για όσους υιοθέτησαν από νωρίς τη νέα τεχνολογία.
Ωστόσο το υψηλό κόστος των «μεταλλαγμένων» σπόρων περιορίζει τη χρήση τους από μικρές, φτωχότερες φάρμες.
Βαγγέλης Πρατικάκης