ΣτΕ 2462/2015: Νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου στη Διοικητική Δίκη. Δυνατότητα συμπλήρωσης των στοιχείων της νομιμοποίησης μόνο σε περίπτωση ανεπάρκειας των στοιχείων που προσκομίσθηκαν εμπρόθεσμα. Το άρθρο 28 του ΚΔΔ δεν προσκρούει στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ: «Στο άρθρο 28 του Κώδικα (Διοικ.Δικονομίας), τιτλοφορούμενο «Νομιμοποίηση δικαστικών πληρεξουσίων», ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Για τις πράξεις της
προδικασίας θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, εφόσον είτε επακολουθήσει η νομιμοποίηση δικαστικού πληρεξουσίου είτε εμφανιστεί στο ακροατήριο ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπός του και δηλώνει ότι εγκρίνει τη διενέργειά τους.
2. Αν, ως την πρώτη συζήτηση, δεν έχουν υποβληθεί τα στοιχεία της νομιμοποίησης ή αυτά που έχουν υποβληθεί δεν είναι πλήρη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου ή του εμφανιζόμενου ως δικαστικού πληρεξουσίου του, είτε αναβάλλει τη συζήτηση είτε προχωρεί σε αυτή χορηγώντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους.
3. Αν, κατά τη διάσκεψη, διαπιστωθεί ότι τα κατά νόμο στοιχεία της νομιμοποίησης έχουν μεν υποβληθεί όλα, είτε εξαρχής είτε ύστερα από τη χορήγηση της κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμίας, πλην αυτά παρουσιάζουν ελλείψεις, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος, με πράξη του, καλεί τον εμφανιζόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει, μέσα σε τασσόμενη από αυτόν ανατρεπτική προθεσμία. 4. …
5. Αν ο πληρεξούσιος του διαδίκου τελικώς δεν νομιμοποιηθεί, οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν είναι αυτοδικαίως άκυρες και το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται. 6. …». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 139Α του ιδίου κώδικα, η οποία προστέθηκε με την διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α΄ 24), ορίζεται ότι: «1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου καλεί, και μετά την συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφ’ όσον παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία…»
Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 28 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προκύπτει ότι απορρίπτεται ως απαράδεκτο ένδικο βοήθημα ή μέσο στην περίπτωση που χορηγηθεί κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση εύλογη προθεσμία στον εμφανιζόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο του διαδίκου για την υποβολή των νομιμοποιητικών στοιχείων και τα στοιχεία αυτά δεν προσκομισθούν μέσα στην ταχθείσα προθεσμία.
Περαιτέρω, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 28 περί συμπληρώσεως των κατά νόμον στοιχείων της νομιμοποιήσεως αναφέρεται στην έκταση των εξουσιών του δικαστηρίου όχι σε περίπτωση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά σε περίπτωση αμφιβολιών που ανακύπτουν ως προς τη νομιμοποίηση λόγω ανεπαρκείας των στοιχείων που προσκομίσθηκαν μέσα στην ταχθείσα προθεσμία. Οι διατάξεις αυτές του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ρυθμίζουν ειδικώς και εξαντλητικώς το ζήτημα της νομιμοποιήσεως των δικαστικών πληρεξουσίων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων καθώς και της θεραπείας τυχόν ελλείψεων των απαιτουμένων κατά νόμο στοιχείων νομιμοποιήσεως, μη καταλείποντας ως εκ τούτου έδαφος ανάλογης εφαρμογής επί του ζητήματος αυτού άλλων (γενικών) διατάξεων, όπως είναι οι διατάξεις του άρθρου 139Α του ιδίου Κώδικα.
Η έλλειψη πληρεξουσιότητας, άλλωστε, δεν εμπίπτει στις τυπικές παραλείψεις για την κάλυψη των οποίων θεσπίσθηκε η διαδικασία του άρθρου 139Α του Κ.Δ.Δ. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε ουσιαστικώς στην κατάργηση της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 28, ενώ δεν προκύπτει τοιαύτη βούληση του νομοθέτη κατά την προσθήκη του νέου αυτού άρθρου στον Κώδικα (βλ. εισηγητική έκθεση της τροπολογίας με την οποία εισήχθη η επίμαχη διάταξη προς ψήφιση).
Επειδή, εξ άλλου, οι προεκτεθείσες ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 28 του Κ.Δ.Δ., καθ’ ό μέρος αποκλείουν την εκ νέου πρόσκληση του δικηγόρου που δεν νομιμοποιήθηκε εντός της παρασχεθείσης κατόπιν αιτήσεώς του προθεσμίας, δεν προσκρούουν στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που εγγυάται το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη.
Και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (βλ. ΣτΕ 1858/2015 Ολομ., 1376/2013 Ολομ., 3351, 2814/2012, 1583/2010 Ολομ., κ.ά.).
Ειδικότερα, οι διατάξεις του άρθρου 28 του Κ.Δ.Δ. συμβάλλουν στην διασφάλιση της αληθούς προθέσεως του διαδίκου να συμμετάσχει στην δίκη μέσω της έγκυρης και έγκαιρης παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας καθώς και στην απρόσκοπτη και ταχεία προώθηση της δίκης, δεν υπερβαίνουν δε τα επιτρεπτά κατά τα ανωτέρω όρια, εφ’ όσον προβλέπουν την παροχή εύλογης προθεσμίας προς νομιμοποίηση στον παραστάντα κατά την συζήτηση δικηγόρο, παραλλήλως δε αναγνωρίζεται δικαίωμα ανακοπής στον διάδικο, ο οποίος παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο, που ζήτησε προθεσμία για να νομιμοποιηθεί, η προθεσμία όμως αυτή παρήλθε άπρακτη λόγω ανωτέρας βίας που συνέτρεξε στο πρόσωπο είτε του διαδίκου είτε του δικηγόρου του, με συνέπεια να θεωρείται ο διάδικος ότι δεν έχει παραστεί κατά την συζήτηση της υποθέσεως (ΣτΕ 724, 550/2014, 2546/2008)”. [Έτσι και η πρόσφατη ΣτΕ 1677/2016]
LegalNews24.gr