δοκιμής να χρησιμοποιούνται για να βελτιώσουν την επόμενη, η Βόρεια Κορέα έχει κατά πάσα πιθανότητα αποκτήσει δυνατότητα πυρηνικού πλήγματος κατά της Νότιας Κορέα και της Ιαπωνίας. Ειδικοί εκτιμούν ότι αν η πορεία αυτή εξακολουθήσει απρόσκοπτη για δέκα χρόνια ακόμη, η Πιονγιάνγκ θα είναι σε θέση να εξαπολύσει πυρηνικούς πυραύλους μέχρι τη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο κίνδυνος από τους φρενήρεις ρυθμούς εξοπλισμού δεν είναι μόνο το γεγονός ότι όσο αυξάνονται τα όπλα, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες κακών υπολογισμών και ατυχημάτων, ο κίνδυνος είναι το πώς θα αντιδράσουν οι άλλοι παίκτες. Το κρίσιμο σε αυτή την κούρσα δεν είναι μόνον αυτές καθαυτές οι εφιαλτικές δυνατότητες που αποκτά η απομονωμένη χώρα (αφού για λόγους αυτοσυντήρησης δεν φαίνεται πιθανό να τις χρησιμοποιήσει), αλλά και το ποια θα είναι η απάντηση των ΗΠΑ στην διατάραξη, εις βάρος τους, των περιφερειακών ισορροπιών.
Υστερα από διαδοχικές δοκιμές πυραύλων και μετά δέκα χρόνια πυρηνικών δοκιμών σε ικανά διαστήματα μεταξύ τους ώστε τα αποτελέσματα της κάθε
Αρθρογραφώντας στο περιοδικό ΤΙΜΕ, ο επικεφαλής του ινστιτούτου Eurasia Group, Ιαν Μπρέμερ, υποστήριξε ότι φθάνει «η ώρα της κρίσης με τη Βόρεια Κορέα». Ο Μπρέμερ παρατήρησε ότι οι πέντε γύροι κυρώσεων που έχει επιβάλει η διεθνής κοινότητα δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, ότι όποιος προσπαθήσει να σαμποτάρει το καθεστώς προξενώντας αναταραχή στο εσωτερικό της χώρας θα έχει μικρές πιθανότητες επιτυχίας και ότι μια αιφνιδιαστική επίθεση με συμβατικά όπλα για την ανατροπή του καθεστώτος κινδυνεύει να εξελιχθεί «σε πόλεμο με έναν από τους μεγαλύτερους τακτικούς στρατούς του κόσμου (τον βορειοκορεατικό) την ώρα που η Σεούλ, μια πόλη 10 εκατομμυρίων, βρίσκεται στη γραμμή του πυρός». Το συμπέρασμα του Μπρέμερ προξενεί ρίγη. «Αν οι εξωτερικές δυνάμεις δεν βρουν τρόπο να υπονομεύσουν από μέσα το καθεστώς του Κιμ, αυτός θα αποκτήσει μια ημέρα τη δυνατότητα να σκοτώσει εκατομμύρια ανθρώπους σε διάστημα λίγων ωρών. Ο επόμενος Αμερικανός πρόεδρος πρέπει να ετοιμαστεί για τη στιγμή κατά την οποία θα πρέπει να ληφθεί μια σκληρή απόφαση γρήγορα. Μόνο η ενότητα στις αποφάσεις μπορεί να δημιουργήσει ενότητα στη δράση».
Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου υπαινίσσονται τη μετατροπή της Βόρειας Κορέας σε ραδιενεργό γυαλί, παρά το ανυπολόγιστο κόστος που θα είχε κάτι τέτοιο σε ανθρώπινες ζωές στη χώρα, αλλά και για τους συμμάχους τους στην περιοχή. Προκειμένου να καθησυχάσει τους τελευταίους, αλλά και να σφίξει τον κλοιό γύρω από την Κίνα, μεταφέροντας πανίσχυρα ραντάρ στην πόρτα της, η Ουάσιγκτον εγκατέστησε πριν από λίγους μήνες στη Νότια Κορέα εξελιγμένο αντιπυραυλικό σύστημα τύπου THAAD. Ομως, προσφέροντας την αίσθηση της ασφάλειας, τα συστήματα αυτά ενισχύουν, αντί να απομακρύνουν, το ενδεχόμενο πολέμου.
Αναπάντεχα, μία από τις πιο ψύχραιμες φωνές στην όλη συζήτηση προέρχεται από τον Σίγκφριντ Χέκερ, έναν επιστήμονα που επί σειρά ετών διηύθυνε το εργαστήριο Λος Αλαμος, στο οποίο οι ΗΠΑ εκσυγχρονίζουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο. Μέσα από την ειδικευμένη στην κορεατική χερσόνησο ιστοσελίδα 38north.org, ο Χέκερ, που παλαιότερα μετείχε στις επιθεωρήσεις των βορειοκορεατικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, συμφωνεί σε πολλά σημεία με την προηγούμενη ανάλυση: θεωρεί ότι όντως το βορειοκορεατικό πυρηνικό και πυραυλικό πρόγραμμα καλπάζει, ότι οι διεθνείς κυρώσεις και κατακραυγή δεν έχουν αποτέλεσμα και ότι με αυτούς τους ρυθμούς οι βορειοκορεατικοί πυρηνικοί πύραυλοι «θα μπορούν να φθάσουν στις ηπειρωτικές ΗΠΑ περίπου σε μία δεκαετία». Ο Χέκερ επισημαίνει ως συμπληρωματική παράμετρο αστάθειας, το ενδεχόμενο να αποφασίσει η Βόρεια Κορέα να αποκτήσει και τακτικά πυρηνικά όπλα (μικρότερης ισχύος για χρήση στο πεδίο της μάχης).
Η συμβουλή ενός ανθρώπου που γνωρίζει όσο λίγοι τις πυρηνικές δυνατότητες των ΗΠΑ και της Βόρειας Κορέας είναι να μη διανοηθεί κανείς να τις αξιοποιήσει. «Οσο κι αν η Ουάσιγκτον θεωρεί απωθητικό το να διαπραγματευθεί με το καθεστώς του Κιμ», σημειώνει ο Χέκερ, «αυτό που λείπει από την εικόνα είναι η διπλωματία».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Προηγούμενο άρθροΤο μήνυμα των κοινών ασκήσεων Κίνας – Ρωσίας
Επόμενο άρθρο Γιατί η Βρετανία δεν είναι πια η «Γη της Επαγγελίας»