Από τα στενά όρια της πρεσβείας του Ισημερινού στο Λονδίνο, όπου του χορηγήθηκε άσυλο πριν από τέσσερα χρόνια, εν μέσω ενός νομικού αδιεξόδου,
ο
Τζούλιαν Ασάνζ παρουσιάζει την Αμερική σαν ένα κράτος που έχει επιτύχει αυτοκρατορική εξουσία με εκφοβισμό, διακηρύσσοντας με υποκρισία πίστη στις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενώ τιμωρεί ανθρώπους σαν κι αυτόν, που τολμούν να πουν την αλήθεια.
Αλλά όπως σημειώνουν οι «New York Times», αυτό που απουσιάζει από την ανάλυση του Ασάνζ είναι η κριτική της άλλης παγκόσμιας δύναμης, της Ρωσίας και του προέδρου τηςΒλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος πόρρω απέχει του ιδανικού των WikiLeaks για διαφάνεια. Ακολουθούν αποσπάσματα από το ρεπορτάζ της αμερικανικής εφημερίδας με τίτλο «Πώς ωφελείται η Ρωσία όταν ο Ασάνζ αποκαλύπτει τα μυστικά της Δύσης»:
«Η κυβέρνηση Πούτιν έχει εξαπολύσει σκληρή καταστολή στην αντιπολίτευση – κατασκοπεύοντας, φυλακίζοντας και, όπως καταγγέλλουν οι επικριτές, μερικές φορές δολοφονώντας αντιφρονούντες, ενώ ασκεί ασφυκτικό έλεγχο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στο Διαδίκτυο. Αν ο Ασάνζ αντελήφθη την ειρωνεία της στιγμής – καταγγέλλοντας τη λογοκρισία σε συνέντευξή του στο Russia Today, το αγγλόφωνο κανάλι προπαγάνδας του Κρεμλίνου – αυτό δεν ήταν άμεσα εμφανές.
Ο Ασάνζ και το WikiLeaks έχουν επιστρέψει στο προσκήνιο, ταράζοντας το γεωπολιτικό τοπίο με νέες αποκαλύψεις και μια υπόσχεση για περισσότερες διαρροές. Τον Ιούλιο, η οργάνωση κυκλοφόρησε σχεδόν 20.000 emails της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος, που δείχνουν ότι το κόμμα είχε συνωμοτήσει με την εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον για να υπονομεύσει τον εσωτερικό αντίπαλό της, τον σοσιαλιστή γερουσιαστήΜπέρνι Σάντερς. Ο Ασάνζ – ο οποίος έχει ανοιχτά επικρίνει την Κλίντον – έχει υποσχεθεί περαιτέρω αποκαλύψεις που θα μπορούσαν να κάνουν μεγάλο κακό στην εκστρατεία της κατά του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Ξεχωριστά, το WikiLeaks ανακοίνωσε ότι θα κυκλοφορήσει σύντομα μερικά από τα πετράδια του στέμματος των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών: ένα «παρθένο» σετ κωδικών κυβερνοκατασκοπίας.
Αμερικανοί αξιωματούχοι πιστεύουν ότι το υλικό από το Δημοκρατικό Κόμμα υπεκλάπη από τη ρωσική κυβέρνηση και υποψιάζομαι ότι και οι κωδικοί μπορεί να έχουν κλαπεί από τους Ρώσους. Αυτό θέτει ένα ερώτημα: Εχει γίνει το WikiLeaks μια μηχανή ξεπλύματος για υλικό που συγκεντρώθηκε από ρώσους κατασκόπους; Και ευρύτερα, ποια είναι ακριβώς η σχέση μεταξύ του Ασάνζ και του Κρεμλίνου του Πούτιν;
Αυτές οι ερωτήσεις γίνονται όλο και πιο αιχμηρές από την περίοπτη θέση της Ρωσίας στην αμερικανική προεδρική προεκλογική εκστρατεία. Ο Πούτιν, ο οποίος συγκρούστηκε επανειλημμένα με την Κλίντον όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών, έχει εξάρει δημοσίως τον Τραμπ, ο οποίος έχει ανταποδώσει τη φιλοφρόνηση, καλώντας για στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία και μιλώντας θετικά για την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν.
Από την αρχή του WikiLeaks ο Ασάνζ δηλώνει ότι έχει ως κίνητρο την επιθυμία να χρησιμοποιεί την «κρυπτογράφηση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και ότι θα επικεντρωθεί σε αυταρχικές κυβερνήσεις, όπως της Ρωσίας. Αλλά μια έρευνα των «New York Times» στις δραστηριότητες του WikiLeaks κατά τη διάρκεια των χρόνων της εξορίας του Ασάνζ βρήκε κάτι διαφορετικό: Είτε από πεποίθηση, από ευκολία ή από σύμπτωση, οι διαρροές του WikiLeaks μαζί με πολλές από τις δηλώσεις του Ασάνζ συχνά ωφελούν τη Ρωσία, σε βάρος της Δύσης.
Μεταξύ των αξιωματούχων των Ηνωμένων Πολιτειών, η αναδυόμενη συναίνεση είναι ότι ο Ασάνζ και το Wikileaks πιθανώς δεν έχουν άμεσους δεσμούς με τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες. Αλλά λένε ότι, τουλάχιστον στην περίπτωση των emails των Δημοκρατικών, η Μόσχα ήξερε ότι είχε έναν σύμμαχο στο WikiLeaks, όπου διαμεσολαβητές θα μπορούσαν να δώσουν τα υποκλαπέντα έγγραφα στο ανώνυμο ψηφιακό inbox του ομίλου.
Από την ίδρυσή του, το WikiLeaks έχει επιτύχει θεαματικά σε ορισμένα μέτωπα, αποκαλύπτοντας την υποκρισία και τη διαφθορά, και βοηθώντας να πυροδοτηθεί η Αραβική Ανοιξη. Τα πρόσφατα γεγονότα, όμως, έχουν κάνει κάποιους υποστηρικτές της διαφάνειας να αναρωτιούνται αν το WikiLeaks έχει χάσει τον δρόμο του. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ των αποκαλύψεων υλικού από τον Τσέλσι Μάνινγκ – τον αμερικανό στρατιώτη ο οποίος άφησε να διαρρεύσουν στο WikiLeaks τα απόρρητα διπλωματικά τηλεγραφήματα – και στην αποδοχή πληροφοριών, έστω και εμμέσως, από μια ξένη μυστική υπηρεσία που επιδιώκει να προωθήσει τα δικά της ισχυρά συμφέροντα».