Τις πωλήσεις δανείων σε ξένα funds εγκαινιάζει πρώτη η Eurobank, η οποία βρίσκεται σε συζητήσεις για την πώληση χαρτοφυλακίου δανείων 1,5 δισ. ευρώ,
με στόχο η συμφωνία να ολοκληρωθεί έως τα τέλη του 2016 ή στις αρχές του 2017.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, πρόκειται για δάνεια «βαθιά κόκκινα», που έχουν μπει σε οριστική καθυστέρηση για τουλάχιστον δύο χρόνια και για τα οποία η τράπεζα έχει κάνει ισόποσες προβλέψεις ή τα έχει διαγράψει από τον ισολογισμό της.
Συνολικά έως τα τέλη του 2019, οι τράπεζες θα πρέπει να πουλήσουν δάνεια ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ, όρος που έχει τεθεί από τον SSM, προκειμένου στο τέλος της τριετίας τα «κόκκινα» δάνεια, που σήμερα φθάνουν τα 110 δισ. ευρώ, να έχουν μειωθεί κατά 40%, δηλαδή κατά 45 δισ. ευρώ, περίπου. Από αυτά, άλλα 15 δισ. ευρώ θα πρέπει να εισπραχθούν μέσω ρυθμίσεων, περίπου 15 δισ. ευρώ θα πρέπει να διαγραφούν από τις ίδιες τις τράπεζες, ενώ στα περίπου 5 δισ. ευρώ υπολογίζονται οι εισπράξεις από τις ρευστοποιήσεις ακινήτων, μέσω πλειστηριασμών. Οι αποτιμήσεις «κόκκινων» δανείων με παρόμοια χαρακτηριστικά, δηλαδή «βαθιά κόκκινα», από τα ξένα funds είναι σε εξευτελιστικές τιμές, καθώς πληροφορίες κάνουν λόγο για αποτιμήσεις στα 1-2 ευρώ ανά 100 ευρώ δανείου. Σε κάθε περίπτωση η λογιστικοποίηση της ζημίας από το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο από την πλευρά της Eurobank της δίνει τη δυνατότητα να πουλήσει τα συγκεκριμένα δάνεια χωρίς ουσιαστική ζημία.
Στελέχη της αγοράς προσδιορίζουν τις προσφορές που προσφέρουν τα επενδυτικά κεφάλαια για παρόμοια χαρτοφυλάκια –με μικρότερες προβλέψεις– στα 5 ευρώ περίπου. Οι χαμηλές τιμές είναι συνάρτηση του χρόνου καθυστέρησης που φέρει κάποιο δάνειο, των εξασφαλίσεων που έχει και, φυσικά, των προοπτικών της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι την προηγούμενη εβδομάδα η Εθνική Τράπεζα προχώρησε στην πώληση καταναλωτικών δανείων της βουλγαρικής UBB στο 14%, παρότι επρόκειτο για δάνεια που δεν παρουσίαζαν μεγάλη καθυστέρηση, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης στη Βουλγαρία είναι φέτος 2,5%.
Το ύψος των προβλέψεων είναι καθοριστικό μέγεθος που κρίνει και τη ζημία που θα υποστεί μια τράπεζα σε περίπτωση πώλησης δανείων, στον βαθμό που ένα δάνειο με πρόβλεψη π.χ. 50% εάν πωληθεί σε τιμή κάτω του 50%, σημαίνει ότι η τράπεζα θα πρέπει να γράψει ισόποση ζημία τη διαφορά από την τιμή πώλησης και την πρόβλεψη. Ετσι εάν ένα δάνειο 100 ευρώ έχει πρόβλεψη 50 ευρώ και πωληθεί στα 5, σημαίνει ότι η τράπεζα θα πρέπει να γράψει ζημία άλλα 45. Οι προβλέψεις που έχουν κάνει οι ελληνικές τράπεζες ανέρχονται σε 55 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν περίπου το μισό χαρτοφυλάκιο των «κόκκινων» δανείων.
Με δεδομένο το ύψος των προβλέψεων, οι πωλήσεις αναμένεται να γίνουν με φειδώ σε μια προσπάθεια να περιοριστούν οι ζημίες και όπως υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά τραπεζικά στελέχη θα αποτελέσουν το τελευταίο καταφύγιο, αφού εξαντληθούν όλα τα προηγούμενα εργαλεία.
Αντιμέτωπες με το δίλημμα να εγγράψουν πρόσθετες ζημίες, οι τράπεζες βλέπουν ευνοϊκά το ενδεχόμενο «κουρέματος» για μεγάλες κατηγορίες πελατών με συγκεκριμένα κριτήρια και διαφάνεια, προκειμένου να αποτραπεί ο «ηθικός κίνδυνος», θέτοντας σε δυσμενή θέση όσους είναι συνεπείς στην αποπληρωμή των οφειλών τους.
Αναγκαία προϋπόθεση είναι να υπάρξει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο που θα προστατεύει τα στελέχη των τραπεζών που θα βάζουν την υπογραφή τους σε παρόμοιες ρυθμίσεις. Η σχετική πρόβλεψη έχει την πλήρη συγκατάθεση των πιστωτών, που πιέζουν μάλιστα προς αυτή την κατεύθυνση προκειμένου να αντιμετωπιστεί το διογκούμενο κύμα των καθυστερήσεων, και θα συνδυαστεί με τις αναγκαίες αλλαγές στα διοικητικά συμβούλια και στις επιτροπές ελέγχου των τραπεζών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ