Δημοσιεύθηκε στις : [ 08-09-2016 ]
Περίληψη
Περίληψη
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. και 6 του Αναγκαστικού Νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα
(άρθρο 38 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ.) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξαρτήτως από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές, για τον εργαζόμενο, εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ανωτέρω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά όρια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το εάν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο, σ’ αυτήν, εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη εργασία. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή συμβάσεως έργου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται σε αυτήν από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται. Επίσης, από τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο παραγωγός (πλασιέ) μπορεί να συνδέεται με αυτόν που τον προσλαμβάνει (εργοδότη) με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, η οποία υπάρχει όταν ο παρέχων την εργασία του με μισθό αδιαφόρως του τρόπου κατά τον οποίον αυτός καθορίζεται και καταβάλλεται, υποβάλλεται έναντι του εργοδότη σε νομική εξάρτηση που εκδηλώνεται με το δικαίωμα αυτού, δηλαδή του εργοδότη, να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και της εν γένει επιμελούς εκτελέσεως αυτής, δίδοντας τις αναγκαίες εντολές και οδηγίες προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος, να συμμορφώνεται αυτός “εργαζόμενος – πλασιέ” ΑΠ 171/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B2’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ν. Α. Μ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Παπαϊωάννου, που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Θ. Δ. Τ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φυλακτό Παλάβρα, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/9/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Φιλιππιάδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 29/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 135/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο ήδη αναιρεσείων με την από 19/5/2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Παπαηλιάδης ανέγνωσε την από 13/10/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. και 6 του Αναγκαστικού Νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ.) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξαρτήτως από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές, για τον εργαζόμενο, εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ανωτέρω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά όρια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το εάν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο, σ’ αυτήν, εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη εργασία. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή συμβάσεως έργου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται σε αυτήν από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται (Ολ. ΑΠ 28/2005, ΑΠ 940/2011, ΑΠ 666/2009). Επίσης, από τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο παραγωγός (πλασιέ) μπορεί να συνδέεται με αυτόν που τον προσλαμβάνει (εργοδότη) με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, η οποία υπάρχει όταν ο παρέχων την εργασία του με μισθό αδιαφόρως του τρόπου κατά τον οποίον αυτός καθορίζεται και καταβάλλεται, υποβάλλεται έναντι του εργοδότη σε νομική εξάρτηση που εκδηλώνεται με το δικαίωμα αυτού, δηλαδή του εργοδότη, να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και της εν γένει επιμελούς εκτελέσεως αυτής, δίδοντας τις αναγκαίες εντολές και οδηγίες προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος, να συμμορφώνεται αυτός “εργαζόμενος – πλασιέ” ( ΑΠ 940/2011 ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ., κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνον αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας που δίκασε την έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ν. Μ. του Α. κατά της υπ’ αριθμ. 29/2012 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Φιλιππιάδος, ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, όπως τούτο προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι : Ο ενάγων – εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσίβλητος Θ. Τ. του Δ. προσελήφθη από τον εναγόμενο – εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα Ν. Μ. του Α., την 1 Οκτωβρίου 2004, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός σε αυτοκίνητο της επιχειρήσεως του τελευταίου, που εδρεύει στην … και που έχει ως αντικείμενο την εμπορία χημικών και λιπαντικών προϊόντων και την τροφοδοσία ξενοδοχείων με τα εν λόγω προϊόντα, στην οποίαν – επιχείρηση – απασχολούνταν επί έξη ( 6 ) ημέρες την εβδομάδα και για δέκα ( 10 ) ώρες την καθεμία ημέρα περίπου, αντί του εκάστοτε νομίμου μηνιαίου μισθού, ο οποίος ανέρχονταν κατά τα έτη 2004 και 2005 στο χρηματικό ποσό των 650 ΕΥΡΩ, κατά τα έτη 2006 και 2007 στο χρηματικό ποσό των 750 ΕΥΡΩ και κατά τα έτη 2008, 2009, 2010 και 2011 σ’ αυτό των 950 ΕΥΡΩ. Παρείχε δε την εργασία του προς τον εναγόμενο μέχρι και την 5 Απριλίου 2011, οπότε ο τελευταίος τον απέλυσε, καταγγέλλοντας προφορικά την ανωτέρω σύμβαση εργασίας. Σημειωτέον, ότι οι υπηρεσίες του ενάγοντος δεν περιορίζονταν μόνον στην οδήγηση του αυτοκινήτου της επιχειρήσεως του εναγομένου, καθόσον αυτός, δηλαδή ο ενάγων, απασχολούνταν παράλληλα και ως παραγγελιοδόχος και ως πωλητής των προϊόντων που μετέφερε, για λογαριασμό του εναγομένου – εργοδότη του, όμως τούτο και μόνον, δεν υποδηλώνει, χωρίς άλλο, ότι ο ενάγων δεν τελούσε υπό την εξάρτηση και τις οδηγίες του εναγομένου – εργοδότη του με την έννοια της συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Ενόψει δε και του ότι ο εναγόμενος είχε επιφυλάξει ως εργοδότης και ασκούσε, στην πράξη, το δικαίωμα ελέγχου και εποπτείας της εν γένει δραστηριότητας του ενάγοντος ως εργαζομένου και ιδίως ως προς τον τόπο, τον τρόπο και τον χρόνο της παροχής των υπηρεσιών του, καθώς και ως προς τον έλεγχο των οικονομικών υποχρεώσεων του ενάγοντος έναντι του εναγομένου, που προέκυπταν από την εργασιακή τους σχέση και από αυτήν της εξαρτήσεως, υφίσταται εν προκειμένω, το ποιοτικό εκείνο κριτήριο που χαρακτηρίζει την σχέση των διαδίκων ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους του εναγομένου. Όλα τα παραπάνω, όπως δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προκύπτουν σαφώς και ανενδοιάστως από το υφιστάμενο στη διάθεση του Δικαστηρίου – δεόντως εκτιμώμενο και σταθμιζόμενο – αποδεικτικό υλικό. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται και από : α ) το γεγονός ότι ο ενάγων από το μήνα Οκτώβριο του 2004 έως και τις αρχές του μηνός Απριλίου του 2011, δηλαδή για 6,5 περίπου έτη, απασχολείτο αποκλειστικά και μόνον στην επιχείρηση του εναγομένου, β ) οδηγούσε το αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας του εναγομένου, καθώς και γ ) από το ότι ο τελευταίος, δηλαδή ο εναγόμενος δεν προέβη σε αναγγελία – κατά το άρθρο 1 παρ. 1 εδάφιο α του Νόμου 2639/1998 ( όπως ίσχυε μέχρι την αντικατάστασή του από την παρ. 1 του άρθρου 1 του Νόμου 3846/2010 ) – στην αρμόδια αρχή ( οικεία επιθεώρηση εργασίας ) της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας περί παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Παρόλο που ο ενάγων προσέφερε τις συμφωνημένες υπηρεσίες του, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, δεν περιορίζονταν μόνον στην οδήγηση του αυτοκινήτου της επιχειρήσεως του εναγομένου, αλλά και σε παραγγελίες και πωλήσεις των προϊόντων της επιχειρήσεώς του, για λογαριασμό του, αυτός δεν του κατέβαλε τις δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από τις 1 Ιανουαρίου 2011 μέχρι και τις 5 Απριλίου 2011, δηλαδή μέχρι την ημερομηνία της απολύσεώς του, που ανέρχονται στο συνολικό χρηματικό ποσό των 3.008,30 ( 940 ΕΥΡΩ + 950 ΕΥΡΩ + 950 ΕΥΡΩ + 158,30 ΕΥΡΩ ) ΕΥΡΩ. Επίσης, δεν του κατέβαλε : α ) το δώρο του Πάσχα, β ) την αποζημίωση αδείας και γ ) το επίδομα αδείας του έτους 2011, που ανέρχονται στα ποσά των 475 ΕΥΡΩ, 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.900 ΕΥΡΩ, καθώς και δεν του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση της απολύσεώς του, που ανέρχεται στο ποσό των 4.433,33 { 4 μήνες Χ 950 ΕΥΡΩ το μήνα = 3.800 ΕΥΡΩ + ( 1/6 προσαύξηση επί του ποσού αυτού = ) 633,33 ΕΥΡΩ = ) 4.433,33 ΕΥΡΩ. Περαιτέρω, δέχθηκε το ως άνω Δικαστήριο ότι ο εναγόμενος δεν κατέβαλε στον ενάγοντα : α ) το δώρο Χριστουγέννων, β ) την αποζημίωση αδείας και γ ) το επίδομα αδείας του έτους 2005, που ανέρχονται στα ποσά των, 650 ΕΥΡΩ, 650 ΕΥΡΩ και 325 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.625 ΕΥΡΩ. Ακόμη, δεν κατέβαλε στον ίδιο και τα κατωτέρω αναφερόμενα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν σε δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αποζημιώσεις αδείας και επιδόματα αδείας των ετών 2006 – 2007 – 2008 – 2009 και 2010 και συγκεκριμένα δεν του κατέβαλε για το έτος 2006 : α ) το δώρο Χριστουγέννων, β ) το δώρο Πάσχα, γ ) την αποζημίωση αδείας και δ ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 750 ΕΥΡΩ, 375 ΕΥΡΩ, 750 ΕΥΡΩ και 375 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 2.250 ΕΥΡΩ, για το έτος 2007 δεν του κατέβαλε : α ) το δώρο Χριστουγέννων, β ) το δώρο Πάσχα, γ ) την αποζημίωση αδείας και δ ) το επίδομα αδείας που ανέρχονται στα ποσά των 750 ΕΥΡΩ, 375 ΕΥΡΩ, 750 ΕΥΡΩ και 375 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 2.250 ΕΥΡΩ, για το έτος 2008 δεν του κατέβαλε : α ) την αποζημίωση αδείας και β ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.425 ΕΥΡΩ, για το έτος 2009 δεν του κατέβαλε : α ) την αποζημίωση αδείας και β ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.425 ΕΥΡΩ, καθώς και για το έτος 2010 δεν του κατέβαλε : α ) την αποζημίωση αδείας και β ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.425 ΕΥΡΩ. Συνεπώς, οι συνολικές αξιώσεις του ενάγοντος, για τις προαναφερόμενες αιτίες, ανέρχονται στο συνολικό χρηματικό ποσό των 19.741,63 ( 3.008,30 ΕΥΡΩ + 1.900 ΕΥΡΩ + 4.433,33 ΕΥΡΩ + 1.625 ΕΥΡΩ + 2.250 ΕΥΡΩ + 2.250 ΕΥΡΩ + 1.425 ΕΥΡΩ + 1.425 ΕΥΡΩ + 1.425 ΕΥΡΩ ) ΕΥΡΩ. Συνεπώς, το Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας, που δίκασε ως Εφετείο, και δέχθηκε τα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648 και επόμ. του Α.Κ. και 6 του Α. Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. ( άρθρο 38 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ. ). Επομένως, αβάσιμα υποστηρίζει το αντίθετο ο αναιρεσείων Ν. Μ. του Α.. Τούτο δε διότι με την κρίση του αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις προαναφερθείσες διατάξεις και ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως αυτού, με τον οποίον υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της διατάξεως του άρθρου 560 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του ( άρθρα 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ. ) στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19-5-2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 135/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των χιλίων εκατό ( 1.100 ) ΕΥΡΩ. ΚΡΙΘΗΚΕ και ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Φεβρουαρίου 2016. H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
.taxheaven.
(άρθρο 38 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ.) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξαρτήτως από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές, για τον εργαζόμενο, εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ανωτέρω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά όρια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το εάν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο, σ’ αυτήν, εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη εργασία. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή συμβάσεως έργου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται σε αυτήν από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται. Επίσης, από τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο παραγωγός (πλασιέ) μπορεί να συνδέεται με αυτόν που τον προσλαμβάνει (εργοδότη) με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, η οποία υπάρχει όταν ο παρέχων την εργασία του με μισθό αδιαφόρως του τρόπου κατά τον οποίον αυτός καθορίζεται και καταβάλλεται, υποβάλλεται έναντι του εργοδότη σε νομική εξάρτηση που εκδηλώνεται με το δικαίωμα αυτού, δηλαδή του εργοδότη, να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και της εν γένει επιμελούς εκτελέσεως αυτής, δίδοντας τις αναγκαίες εντολές και οδηγίες προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος, να συμμορφώνεται αυτός “εργαζόμενος – πλασιέ” ΑΠ 171/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B2’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ν. Α. Μ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Παπαϊωάννου, που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Θ. Δ. Τ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φυλακτό Παλάβρα, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/9/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Φιλιππιάδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 29/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 135/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο ήδη αναιρεσείων με την από 19/5/2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Παπαηλιάδης ανέγνωσε την από 13/10/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. και 6 του Αναγκαστικού Νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ.) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξαρτήτως από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές, για τον εργαζόμενο, εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ανωτέρω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά όρια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το εάν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο, σ’ αυτήν, εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη εργασία. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή συμβάσεως έργου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται σε αυτήν από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται (Ολ. ΑΠ 28/2005, ΑΠ 940/2011, ΑΠ 666/2009). Επίσης, από τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο παραγωγός (πλασιέ) μπορεί να συνδέεται με αυτόν που τον προσλαμβάνει (εργοδότη) με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, η οποία υπάρχει όταν ο παρέχων την εργασία του με μισθό αδιαφόρως του τρόπου κατά τον οποίον αυτός καθορίζεται και καταβάλλεται, υποβάλλεται έναντι του εργοδότη σε νομική εξάρτηση που εκδηλώνεται με το δικαίωμα αυτού, δηλαδή του εργοδότη, να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και της εν γένει επιμελούς εκτελέσεως αυτής, δίδοντας τις αναγκαίες εντολές και οδηγίες προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος, να συμμορφώνεται αυτός “εργαζόμενος – πλασιέ” ( ΑΠ 940/2011 ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ., κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνον αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας που δίκασε την έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ν. Μ. του Α. κατά της υπ’ αριθμ. 29/2012 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Φιλιππιάδος, ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, όπως τούτο προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι : Ο ενάγων – εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσίβλητος Θ. Τ. του Δ. προσελήφθη από τον εναγόμενο – εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα Ν. Μ. του Α., την 1 Οκτωβρίου 2004, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός σε αυτοκίνητο της επιχειρήσεως του τελευταίου, που εδρεύει στην … και που έχει ως αντικείμενο την εμπορία χημικών και λιπαντικών προϊόντων και την τροφοδοσία ξενοδοχείων με τα εν λόγω προϊόντα, στην οποίαν – επιχείρηση – απασχολούνταν επί έξη ( 6 ) ημέρες την εβδομάδα και για δέκα ( 10 ) ώρες την καθεμία ημέρα περίπου, αντί του εκάστοτε νομίμου μηνιαίου μισθού, ο οποίος ανέρχονταν κατά τα έτη 2004 και 2005 στο χρηματικό ποσό των 650 ΕΥΡΩ, κατά τα έτη 2006 και 2007 στο χρηματικό ποσό των 750 ΕΥΡΩ και κατά τα έτη 2008, 2009, 2010 και 2011 σ’ αυτό των 950 ΕΥΡΩ. Παρείχε δε την εργασία του προς τον εναγόμενο μέχρι και την 5 Απριλίου 2011, οπότε ο τελευταίος τον απέλυσε, καταγγέλλοντας προφορικά την ανωτέρω σύμβαση εργασίας. Σημειωτέον, ότι οι υπηρεσίες του ενάγοντος δεν περιορίζονταν μόνον στην οδήγηση του αυτοκινήτου της επιχειρήσεως του εναγομένου, καθόσον αυτός, δηλαδή ο ενάγων, απασχολούνταν παράλληλα και ως παραγγελιοδόχος και ως πωλητής των προϊόντων που μετέφερε, για λογαριασμό του εναγομένου – εργοδότη του, όμως τούτο και μόνον, δεν υποδηλώνει, χωρίς άλλο, ότι ο ενάγων δεν τελούσε υπό την εξάρτηση και τις οδηγίες του εναγομένου – εργοδότη του με την έννοια της συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Ενόψει δε και του ότι ο εναγόμενος είχε επιφυλάξει ως εργοδότης και ασκούσε, στην πράξη, το δικαίωμα ελέγχου και εποπτείας της εν γένει δραστηριότητας του ενάγοντος ως εργαζομένου και ιδίως ως προς τον τόπο, τον τρόπο και τον χρόνο της παροχής των υπηρεσιών του, καθώς και ως προς τον έλεγχο των οικονομικών υποχρεώσεων του ενάγοντος έναντι του εναγομένου, που προέκυπταν από την εργασιακή τους σχέση και από αυτήν της εξαρτήσεως, υφίσταται εν προκειμένω, το ποιοτικό εκείνο κριτήριο που χαρακτηρίζει την σχέση των διαδίκων ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους του εναγομένου. Όλα τα παραπάνω, όπως δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προκύπτουν σαφώς και ανενδοιάστως από το υφιστάμενο στη διάθεση του Δικαστηρίου – δεόντως εκτιμώμενο και σταθμιζόμενο – αποδεικτικό υλικό. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται και από : α ) το γεγονός ότι ο ενάγων από το μήνα Οκτώβριο του 2004 έως και τις αρχές του μηνός Απριλίου του 2011, δηλαδή για 6,5 περίπου έτη, απασχολείτο αποκλειστικά και μόνον στην επιχείρηση του εναγομένου, β ) οδηγούσε το αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας του εναγομένου, καθώς και γ ) από το ότι ο τελευταίος, δηλαδή ο εναγόμενος δεν προέβη σε αναγγελία – κατά το άρθρο 1 παρ. 1 εδάφιο α του Νόμου 2639/1998 ( όπως ίσχυε μέχρι την αντικατάστασή του από την παρ. 1 του άρθρου 1 του Νόμου 3846/2010 ) – στην αρμόδια αρχή ( οικεία επιθεώρηση εργασίας ) της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας περί παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Παρόλο που ο ενάγων προσέφερε τις συμφωνημένες υπηρεσίες του, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, δεν περιορίζονταν μόνον στην οδήγηση του αυτοκινήτου της επιχειρήσεως του εναγομένου, αλλά και σε παραγγελίες και πωλήσεις των προϊόντων της επιχειρήσεώς του, για λογαριασμό του, αυτός δεν του κατέβαλε τις δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από τις 1 Ιανουαρίου 2011 μέχρι και τις 5 Απριλίου 2011, δηλαδή μέχρι την ημερομηνία της απολύσεώς του, που ανέρχονται στο συνολικό χρηματικό ποσό των 3.008,30 ( 940 ΕΥΡΩ + 950 ΕΥΡΩ + 950 ΕΥΡΩ + 158,30 ΕΥΡΩ ) ΕΥΡΩ. Επίσης, δεν του κατέβαλε : α ) το δώρο του Πάσχα, β ) την αποζημίωση αδείας και γ ) το επίδομα αδείας του έτους 2011, που ανέρχονται στα ποσά των 475 ΕΥΡΩ, 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.900 ΕΥΡΩ, καθώς και δεν του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση της απολύσεώς του, που ανέρχεται στο ποσό των 4.433,33 { 4 μήνες Χ 950 ΕΥΡΩ το μήνα = 3.800 ΕΥΡΩ + ( 1/6 προσαύξηση επί του ποσού αυτού = ) 633,33 ΕΥΡΩ = ) 4.433,33 ΕΥΡΩ. Περαιτέρω, δέχθηκε το ως άνω Δικαστήριο ότι ο εναγόμενος δεν κατέβαλε στον ενάγοντα : α ) το δώρο Χριστουγέννων, β ) την αποζημίωση αδείας και γ ) το επίδομα αδείας του έτους 2005, που ανέρχονται στα ποσά των, 650 ΕΥΡΩ, 650 ΕΥΡΩ και 325 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.625 ΕΥΡΩ. Ακόμη, δεν κατέβαλε στον ίδιο και τα κατωτέρω αναφερόμενα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν σε δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αποζημιώσεις αδείας και επιδόματα αδείας των ετών 2006 – 2007 – 2008 – 2009 και 2010 και συγκεκριμένα δεν του κατέβαλε για το έτος 2006 : α ) το δώρο Χριστουγέννων, β ) το δώρο Πάσχα, γ ) την αποζημίωση αδείας και δ ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 750 ΕΥΡΩ, 375 ΕΥΡΩ, 750 ΕΥΡΩ και 375 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 2.250 ΕΥΡΩ, για το έτος 2007 δεν του κατέβαλε : α ) το δώρο Χριστουγέννων, β ) το δώρο Πάσχα, γ ) την αποζημίωση αδείας και δ ) το επίδομα αδείας που ανέρχονται στα ποσά των 750 ΕΥΡΩ, 375 ΕΥΡΩ, 750 ΕΥΡΩ και 375 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 2.250 ΕΥΡΩ, για το έτος 2008 δεν του κατέβαλε : α ) την αποζημίωση αδείας και β ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.425 ΕΥΡΩ, για το έτος 2009 δεν του κατέβαλε : α ) την αποζημίωση αδείας και β ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.425 ΕΥΡΩ, καθώς και για το έτος 2010 δεν του κατέβαλε : α ) την αποζημίωση αδείας και β ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.425 ΕΥΡΩ. Συνεπώς, οι συνολικές αξιώσεις του ενάγοντος, για τις προαναφερόμενες αιτίες, ανέρχονται στο συνολικό χρηματικό ποσό των 19.741,63 ( 3.008,30 ΕΥΡΩ + 1.900 ΕΥΡΩ + 4.433,33 ΕΥΡΩ + 1.625 ΕΥΡΩ + 2.250 ΕΥΡΩ + 2.250 ΕΥΡΩ + 1.425 ΕΥΡΩ + 1.425 ΕΥΡΩ + 1.425 ΕΥΡΩ ) ΕΥΡΩ. Συνεπώς, το Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας, που δίκασε ως Εφετείο, και δέχθηκε τα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648 και επόμ. του Α.Κ. και 6 του Α. Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. ( άρθρο 38 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ. ). Επομένως, αβάσιμα υποστηρίζει το αντίθετο ο αναιρεσείων Ν. Μ. του Α.. Τούτο δε διότι με την κρίση του αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις προαναφερθείσες διατάξεις και ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως αυτού, με τον οποίον υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της διατάξεως του άρθρου 560 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του ( άρθρα 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ. ) στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19-5-2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 135/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των χιλίων εκατό ( 1.100 ) ΕΥΡΩ. ΚΡΙΘΗΚΕ και ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Φεβρουαρίου 2016. H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
.taxheaven.