Αναμένεται να παρατείνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης παρά τις ενστάσεις, κυρίως από την πλευρά της Γερμανίας
Με την Ευρωζώνη να βρίσκεται αντιμέτωπη με «αναιμική» ανάπτυξη, χαμηλό πληθωρισμό και πολιτική αβεβαιότητα, οι περισσότεροι οικονομολόγοι έχουν
εναποθέσει τις ελπίδες τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στην ετοιμότητά της για την άσκηση ακόμη πιο χαλαρής νομισματικής πολιτικής, με επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Η προοπτική όμως ανάληψης πρόσθετης δράσης εγκυμονεί τον κίνδυνο νέων αντιπαραθέσεων στους κόλπους της ΕΚΤ, κυρίως μεταξύ του προέδρου της Bundesbank, Γιενς Βάιντμαν, και του προέδρου της κεντρικής τράπεζας, Μάριο Ντράγκι. Η ΕΚΤ συνεδριάζει σήμερα και αναμένεται να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, πιθανότατα όμως θα υποκύψει στις πιέσεις για τη λήψη πρόσθετων μέτρων χαλάρωσης ανακοινώνοντας παράταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) πέραν της καταληκτικής ημερομηνίας του Μαρτίου 2017.
Παρότι ο κ. Ντράγκι έχει επανειλημμένως τονίσει ότι παραμένει σε ετοιμότητα για τη λήψη πρόσθετων μέτρων νομισματικής χαλάρωσης, ώστε να αποκαταστήσει τον πληθωρισμό κοντά στον στόχο 2% και να συμβάλει στην επανεκκίνηση της οικονομίας, οι προθέσεις του σκοντάφτουν στις ενστάσεις των αξιωματούχων της συντηρητικής πτέρυγας στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ και κυρίως του επικεφαλής της Bundesbank, Γιενς Βάιντμαν, που έχει προειδοποιήσει για τους κινδύνους από την υπερ-χαλαρή νομισματική πολιτική.
Εάν η ΕΚΤ παρατείνει το πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού πέραν της καταληκτικής ημερομηνίας του Μαρτίου 2017 θα πρέπει να καταργήσει ή να αναθεωρήσει τους περιορισμούς στα ομόλογα που μπορεί να επιλέξει. Ειδάλλως, θα αντιμετωπίσει δυσκολίες στη διαθεσιμότητα των επιλέξιμων τίτλων. Η τροποποίηση όμως των κανονισμών ενδεχομένως να σταθεί αφορμή για νέα αντιπαράθεση μεταξύ του κ. Βάιντμαν και του κ. Ντράγκι.
Για σεβαστή μερίδα οικονομολόγων στη Γερμανία και άλλες χώρες, το QE θεωρείται ως έμμεση οικονομική στήριξη για τις αδύναμες χώρες της Ευρωζώνης, με αρκετούς να αμφισβητούν εάν η ανορθόδοξη πολιτική αποτελεί τη σωστή «συνταγή» για την ανάκαμψη της Ευρωζώνης που παραμένει «αναιμική». Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που θεωρούν ότι η δέσμευση της ΕΚΤ πως θα συνεχίσει τις αγορές ομολόγων -ύψους 80 δισ. ευρώ τον μήνα- σχεδόν στο σύνολο της επόμενης χρονιάς θα αποκλιμακώσει τους φόβους για τον επίμονα χαμηλό πληθωρισμό και τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας. Έως τώρα η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι θα διατηρήσει τις αγορές ενεργητικού τουλάχιστον έως τον Μάρτιο.
Η περιορισμένη διαθεσιμότητα τίτλων που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος λειτουργεί ως κίνητρο για ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ για την έκδοση χρέους μεγάλης διάρκειας, ώστε να επωφεληθούν των πολύ χαμηλών επιτοκίων. Γαλλία, Βέλγιο και Ισπανία έχουν εκδώσει φέτος 50ετή ομόλογα, ενώ και η Ιταλία σχεδιάζει να ακολουθήσει το παράδειγμά τους. Ιρλανδία και Βέλγιο έχουν εκδώσει ακόμη και 100ετή ομόλογα. Βασική επιδίωξή τους με την έκδοση ομολόγων μεγάλης διάρκειας είναι να αποφύγουν τις συνθήκες «ασφυξίας» που είχαν αντιμετωπίσει στη διάρκεια της κρίσης χρέους, γι’ αυτό και είναι διατεθειμένες να καταβάλουν το υψηλότερο επιτόκιο που συνεπάγονται οι μακροπρόθεσμοι τίτλοι εν συγκρίσει με το επιτόκιο των ομολόγων μικρότερης διάρκειας.
Ναυτεμπορική