Ερευνα της ΕΚΤ δείχνει ότι όπου υπάρχει υψηλή ιδιοκατοίκηση δημιουργούνται μεγαλύτερες και πιο επικίνδυνες «φούσκες» στις τιμές
Οσοι έμειναν με τα… κλειδιά του σπιτιού τους στο χέρι κατά το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ και στη Βρετανία στα τέλη της περασμένης δεκαετίας το έχουν μάθει από πρώτο χέρι, αλλά τώρα την αντίληψή τους την επιβεβαιώνουν και τα οικονομικά στοιχεία: το να είναι κανείς ιδιοκτήτης σπιτιού κρύβει πολλούς κινδύνους. Αν κάποιος επιθυμεί τη σταθερότητα και τη γαλήνη στη ζωή του, καλύτερα θα είναι να νοικιάζει το σπίτι του.
Αυτά γράφει ο αρθρογράφος του Bloomberg Τζεφ Μπλακ, δίχως ασφαλώς να μπορεί να φανταστεί ότι σε κάποια μακρινή απ’ αυτόν γωνιά της Γης κάποιοι ιδιοκτήτες ακινήτων που έμειναν «με τα κλειδιά στο χέρι» δεν είδαν μόνο τις αξίες των ακινήτων τους να καταρρέουν επί έξι-επτά συναπτά έτη αλλά επιβαρύνονται την τελευταία τριετία και με έναν βαρύτατο ως κυνικά τιμωρητικό Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ). Και η ειρωνεία είναι ότι στη μακρινή αυτή γωνιά του πλανήτη λόγω της γενικότερης ανασφάλειας που ενδημεί επί εκατονταετίες η ιδιοκτησία ήταν στόχος ζωής – μιλάμε για την ιδιοκατοίκηση αλλά και για την επένδυση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων σε ακίνητα.
Αντιθέτως, στις χώρες στις οποίες αναφέρεται ο Τζεφ Μπλακ, στις ΗΠΑ και στη Βρετανία δηλαδή, οι τιμές των ακινήτων έχουν ανακάμψει στα προ της κρίσης του 2008-2009 επίπεδα. Παρά ταύτα, ο αρθρογράφος υπογραμμίζει εμφατικά το συμπέρασμα νέας μελέτης που δημοσίευσε ο ερευνητής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)Γκέρχαρντ Ρίνστλερ: «Αν ψάχνεις τη σταθερότητα στη ζωή σου, τότε νοίκιασε, μην αγοράζεις»!
Ιδιοκτησία και πιστωτικοί κύκλοι
«Οσο υψηλότερο είναι το ποσοστό ιδιοκτησίας σε μια χώρα τόσο μεγαλύτεροι και οξύτεροι είναι οι πιστωτικοί κύκλοι» διαπιστώνει ο οικονομολόγος της ΕΚΤ. Και αυτό κάνει τη μεγάλη διαφορά, εξηγεί, και φέρνει ως παράδειγμα τη Βρετανία, όπου οι τιμές των ακινήτων είναι το θέμα που απασχολεί κάθε Κυριακή, κυρίως τους Λονδρέζους. Με ένα ποσοστό ιδιοκτησίας υψηλότερο κατά 72% συγκριτικά με τις ΗΠΑ, τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες η βρετανική αγορά ακινήτων βίωσε τρεις μεγάλους κύκλους ανόδου και πτώσης των χορηγήσεων στεγαστικών δανείων και των τιμών των ακινήτων.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Βρετανία και στη Γερμανία, όπου παραδοσιακά η φροντίδα του κράτους προς τον πολίτη είναι σαφώς υψηλότερη και επικρατεί μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια, οι καταναλωτές ξοδεύουν τα χρήματά τους περισσότερο για να αγοράσουν ακριβά αυτοκίνητα ή για να κάνουν ταξίδια παρά για να αποκτήσουν ιδιόκτητη στέγη. Το αποτέλεσμα είναι στη χώρα αυτή οι πιστωτικοί κύκλοι στην αγορά ακινήτων να είναι πολύ ήπιοι, οι τιμές να μην έχουν μεγάλα σκαμπανεβάσματα και κυρίως να μη δημιουργούνται μεγάλες φούσκες στις τιμές που κάποια στιγμή σκάνε με αμέτρητα, ως συνήθως, θύματα.
Η αποτύπωση της διάρκειας και του μεγέθους των οικονομικών κύκλων από τους κεντρικούς τραπεζίτες και τους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους και ειδικά η μελέτη της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης οδηγεί τους ειδικούς στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Ειδικότερα οι οικονομολόγοι επινόησαν και εξέλιξαν τη λεγόμενη «μακροπρονοιακή πολιτική» με στόχο να περιορίζουν τις εκρήξεις τιμών και τη δημιουργία φούσκας στις αγορές ακινήτων. Ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να το πετύχουν αυτό είναι ο έλεγχος του κόστους δανεισμού.
Απαιτούνται, δηλαδή, παρεμβάσεις από τις κεντρικές τράπεζες, κάτι που κατά τον Ρίνστλερ απαιτεί πολλή σκέψη. Κυρίως όταν παρατηρούνται αλλαγές σε παλαιές συνήθειες των καταναλωτών – και ο οικονομολόγος της ΕΚΤ αναφέρεται στη Γερμανία, η οποία τα τελευταία χρόνια λόγω των πολύ χαμηλών τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων γνωρίζει μιαν άνευ προηγουμένου άνθηση του real estate, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και για τις τιμές των ακινήτων.
«Οι εμπειρικές διαφορές μεταξύ του οικονομικού και του πιστωτικού κύκλου, έτσι όπως ο δεύτερος αποτυπώνεται στα σκαμπανεβάσματα των τιμών των ακινήτων, δικαιολογούν την άσκηση μιας μακροπρονοιακής σταθεροποιητικής πολιτικής που θα διαφέρει από τη νομισματική και τη φορολογική πολιτική» γράφει στη μελέτη του ο Γκέρχαρντ Ρίνστλερ. Και προσθέτει ότι απαιτούνται περαιτέρω έρευνες για να γίνουν κατανοητά το γιατί οι οικονομικοί κύκλοι δεν συμπίπτουν χρονικά με τους επιχειρηματικούς κύκλους και το πώς θα πρέπει να παρεμβαίνουν διορθωτικά και επανορθωτικά οι αρμόδιες αρχές ασκώντας την προσήκουσα πολιτική.
Εν κατακλείδι, ένα είναι βέβαιον: ότι η παλαιά ρήση «να βάλω ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου να ησυχάσω» που έλεγαν όσοι ήθελαν να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή γηρατειά έχει πάψει να ισχύει τον 21ο αιώνα. Και όχι μόνο στη χώρα του ΕΝΦΙΑ…
ΒΗΜΑ