ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 2011/2016
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Τοκιάν, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και
τον γραμματέα Γρηγόριο Κονιαβίτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 23-11-2015, για να δικάσει κατά την τακτική διαδικασία την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ:…………….., κατοίκου Αναβύσσου Αττικής επί της οδού…………., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΠΦ.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «……………..», όπως μετονομάστηκε η ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……. Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (………….), όπως νομίμως εκπροσωπείται, 2)…………….., ασφαλιστή, κατοίκου Αργυρουπόλεως Αττικής, επί της οδού ………….και 3)…………….., ασφαλίστριας, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής, επί της……………….., εκ των οποίων η πρώτη παραστάθηκε δια και οι υπόλοιποι μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους EΚ.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από ……….. αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό………., γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη παραπάνω δικάσιμο.
Ακολούθησε συζήτηση όπως σημειώνεται στα πρακτικό.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του όρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, «γενικοί όροι των συναλλαγών», που έχουν αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της και των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών (ΑΠ 904/2011, ΑΠ 1430/2005 δημ Νόμος). Μετά δε την αντικατάσταση της παρ. 6 του όρθρου 2 του παραπάνω νόμου, με το άρθρο 10 παρ, 24 εδ. β του Ν. 2741/1999, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (ΑΠ 1219/2001 Ε.Δ. 2001.1603, ΕΦΑΘ 3956/2008 ΔΕΕ 2009.873, ΕΦΑΘ 2386/2006 Ε.Δ.2006.1467, ΕΦΑΘ 730/2005 ΕΕμπΔ 2005.741). Περαιτέρω, στην παρ, 7 του ίδιου άρθρου 2 του Ν 2251/1994, ορίζονται ενδεικτικά Γενικοί Όροι των Συναλλαγών που είναι καταχρηστικοί. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί, επίσης, εξειδίκευση του βασικού κανόνα του άρθρου 281 Α.Κ, που απαγορεύει την κατάχρηση του θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ προσανατολίζεται βασικά προς τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε ρύθμιση ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της συμβάσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του ίδιου Ν 2251/1994: «όροι που συμφωνήθηκαν ύστερα από διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων (ειδικοί όροι) είναι επικρατέστεροι από τους αντίστοιχους γενικούς όρους». Όμως η αποδοχή ΓΟΣ εκ μέρους του καταναλωτή, με την ένταξη τούτων στη συναφθείσα σύμβαση, δεν τους καθιστά έγκυρους, αν βέβαια ήταν άκυροι, διότι οι κανόνες για τον έλεγχο της καταχρηστικότητάς τους, με βάση τα κριτήρια των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου, από την εφαρμογή των οποίων δεν είναι δυνατή η συμβατική παραίτηση (άρθρο 3 Α.Κ), που απαγορεύει την κατάχρηση ενός θεσμού (ΕΦΑΘ 2057/2010 δημ Νόμος). Περαιτέρω, μεταξύ των ΓΟΣ, που απαριθμούνται στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και θεωρούνται άνευ ετέρου (per se), καταχρηστικοί περιλαμβάνεται και η υπό στοιχείο ια’ περίπτωση, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικό καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του αρθ. 2 του ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου “της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”, είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της, στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «Σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές», της οποίας ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο αποτελεί ο νόμος 2251/1994, οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει, εκ των προτέρων, κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση, παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ΄ αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη, για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθ. 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007.975, ΑΠ 904/2011 δημ Νόμος, ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001.1128, ΕΦΑΘ 5101/2011 ΝοΒ 2011.2139). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα, από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTPJelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 – 75).
Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, ήτοι τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή.
Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Για το λόγο αυτό και οι ΓΟΣ, υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010.943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.802 ΠΠρΘεσσαλ 135/2016 δημ Νόμος).
Με τη κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 6-5-1991 υπέβαλε προς τον δεύτερο των εναγομένων, με την ιδιότητα του ως ασφαλιστικού συμβούλου-πράκτορα της πρώτης των εναγομένων, αίτηση σύμβασης ασφάλισης ζωής και συμπληρωματικών κινδύνων και έτσι υπογράφτηκε μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης το αναφερόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που της παρείχε πλήρη ασφαλιστική κάλυψη. Ότι δύο έτη αργότερα, στις 30-7-1993, εμφανίστηκε στην οικία της ο δεύτερος των εναγομένων, ο οποίος την ενημέρωσε ότι με βάση το περιεχόμενο της πρόσθετης πράξης και του ασφαλιστηρίου συμβολαίου της επρόκειτο να εκδοθεί ταυτάριθμο κατά την τακτική της εταιρείας, όπως της είπε, συμβόλαιο, υπογραμμίζοντας πόσο ευνοϊκοί ήταν οι όροι του. Ότι κατά την αποχώρηση του από την οικία της, ο δεύτερος των εναγομένων, χωρίς να κάνει λόγο για έκδοση νέου συμβολαίου ή για αντικατάσταση του ανωτέρω ασφαλιστηρίου της, άφησε στην οικία της ένα αντίγραφο του συμβολαίου της, όπως της είπε. Ότι εκείνη στη συνέχεια αντιλήφθηκε, ότι δεν πρόκειται για αντίγραφο του αρχικού της συμβολαίου, αλλά για άλλο με διαφορετικό αριθμό, το οποίο ήταν ήδη υπογεγραμμένο, υποτίθεται από αυτήν, χωρίς όμως η ίδια να το γνωρίζει, ούτε είχε υπογράψει, ούτε είχε συγκατατεθεί ή δώσει την εξουσιοδότηση της για να υπογραφεί από άλλον και για λογαριασμό της. Ότι σε επικοινωνία της με τον δεύτερο των εναγομένων, αυτός τη διαβεβαίωσε ότι το συμβόλαιο που της είχε αφήσει αποτελούσε επιβεβαίωση-βελτίωση του αρχικού της, τονίζοντας της ότι είχε τον ίδιο αριθμό με αυτό που υπέγραψε το 1991, Ότι της το παρουσίασε ως πολύ βελτιωμένο και ότι η διαφορά του με το προηγούμενο ήταν ότι οι όροι του ήταν πολύ ευνοϊκότεροι, μεταξύ των οποίων ήταν και ο όρος για απεριόριστη νοσοκομειακή κάλυψη. Ότι πειθόμενη και θεωρώντας ότι επρόκειτο για επιβεβαίωση-βελτίωση του αρχικού της συμβολαίου, εξακολούθησε να καταβάλει κανονικά τα ασφάλιστρα της. Ότι από το 1993 δεν χρειάστηκε να κάνει χρήση των όρων της ασφαλιστικής της κάλυψης, μέχρι και τις 25-2-1997, ότε και εισήχθη στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, λόγω κοιλιακού άλγους, και αφού κρίθηκε ιατρικά επιβεβλημένο, νοσηλεύτηκε για μία μόνο ημέρα μέχρι δηλ. και την 26-2-1997, οπότε και εξήλθε, Ότι η πρώτη των εναγομένων με την τότε επωνυμία της «…………………», ανέλαβε το κόστος της νοσηλείας της, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 128,197 €.
Έκτοτε, κατέστη αναγκαία η νοσηλεία της στις 642-2011, οπότε και εισήχθη στη πνευμονολογική κλινική του ιδιωτικού θεραπευτηρίου Metropolitan, όπου και διαπιστώθηκε μόρφωμα άνω λοβού και για το λόγο αυτό κρίθηκε απαραίτητη η νοσηλεία της στο ως άνω θεραπευτήριο από τις 6-12-2011 μέχρι και τις 8-12-2011, καθώς και από τις 20-12-2011 μέχρι τις 26-12-2011, οπότε και υποβλήθηκε σε θωρακοτομή. Ότι το κόστος των ανωτέρω νοσηλειών ανήλθε στο συνολικό ποσό των 16,117,79 €, χωρίς την αμοιβή του θωρακοχειρουργού, η οποία ανήλθε στο ποσό των 3.650 €. Ότι στις 23-1-2012 υποχρεώθηκε να εισαχθεί εκ νέου στο ως άνω θεραπευτήριο, κατόπιν μετεγχειρητικών ανωμαλιών, από όπου εξήλθε στις 25-1-2012, το δε κόστος της νοσηλείας της αυτής, ανήλθε στο ποσό των 1.808,79 €. Ότι κατά την επείγουσα εισαγωγή της στο νοσοκομείο στις 6-12-2011, ζήτησε από τον δεύτερο εναγόμενο να ενημερωθεί σχετικά με τις καλύψεις του συμβολαίου της, ύστερα δε επικοινωνία της με τη τρίτη των εναγομένων, κόρη του δεύτερου εξ αυτών, την οποία της σύστησε ο τελευταίος ως διάδοχο του στο χαρτοφυλάκειο του, της γνωστοποιήθηκε ότι εγκρίθηκε η εισαγωγή της στο ανωτέρω νοσοκομείο. Ότι η τρίτη των εναγομένων, τη διαβεβαίωσε ότι θα καλυφθούν όλα τα έξοδα νοσηλείας και ιατρικών αμοιβών από την πρώτη ασφαλιστική εταιρεία, βάσει της ασφαλιστικής της σύμβασης και γι αυτό το λόγο αποφάσισε να παραμείνει για την αναγκαία επέμβαση και νοσηλεία της στο ως άνω ιδιωτικό θεραπευτήριο. Ότι κατά την έξοδο της από το νοσοκομείο Metropolitan, το λογιστήριο αυτού την ενημέρωσε ότι η πρώτη εναγομένη θα κάλυπτε τη δαπάνη νοσηλείας της απολογιστικά, καθώς και την αμοιβή θωρακοχειρουργού και έτσι κλήθηκε να καταβάλει η ίδια το συνολικό ποσό των 7.681,61 €, όπως αναλυτικά παραθέτει, παρά τις διαβεβαιώσεις της τρίτης των εναγομένων ότι επρόκειτο να έχει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη από την πρώτη των εναγομένων. Ότι ο λόγος που επικαλέστηκε η πρώτη των εναγομένων για τη μη καταβολή των εξόδων της νοσηλείας της στο νοσοκομείο, βρίσκει έρεισμα στον με αριθμ. 7 όρο του από 30-7-2003 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με το οποίο αντικαταστάθηκε το αρχικό της συμβόλαιο, σύμφωνα με τον οποίο όρο, τα έξοδα νοσηλείας και οι εξωνοσοκομειακές χειρουργικές επεμβάσεις, αυξάνονται απεριόριστα σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν νοσηλευτεί κατά τη πρώτη τετραετία από την ημερομηνία έναρξης της κάλυψης αυτής ή την επαναφορά της σε ισχύ. Ότι η πρώτη των εναγομένων αρνείται να καλύψει το σύνολο των ιατρικών της εξόδων στο ως άνω νοσοκομείο, με την αιτιολογία ότι είχε νοσηλευθεί για μία ημέρα στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών κατά το έτος 1997, ήτοι από 25-2-1997 μέχρι και 26-2-2007, το δε κόστος νοσηλείας που κάλυψε η εναγομένη ήταν 128,197 €. Ότι εφαρμόζοντας τον 7° όρο του συμβολαίου, που δεν είχε υπογραφεί από την ίδια και δεν θα δεχόταν εάν γνώριζε τους όρους του, η πρώτη των αντιδίκων της αρνήθηκε να της καταβάλει το σύνολο των ιατρικών της εξόδων. Ότι εάν γνώριζε ότι δεν ίσχυε η απεριόριστη αύξηση των παροχών του 7ου όρου της ασφαλιστικής της σύμβασης, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις της τρίτης των εναγομένων, θα είχε επισκεφτεί δημόσιο νοσοκομείο και όχι ιδιωτικό. Ότι οι όροι του από 30-7-1993 ασφαλιστηρίου συμβολαίου της, μεταξύ των οποίων και ο επίμαχος 7°ς όρος αυτού, αποτελούν Γενικούς Όρους των Συναλλαγών. Ότι από την εφαρμογή της εξαίρεσης του όρου 7 του ασφαλιστηρίου της, το οποίο θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση της απεριόριστης κάλυψης, γενικώς και αορίστως, το να μην νοσηλευτεί ο ασφαλισμένος κατά τη πρώτη τετραετία από την ημερομηνία έναρξης της κάλυψης, χωρίς να γίνεται σαφής και ρητή αναφορά σε αριθμό ημερών νοσηλείας, ούτε και στο κόστος της νοσηλείας, ανατρέπεται το δικαίωμα της απεριόριστης κάλυψης της, στο οποίο και στήριξε τη σύναψη της ασφαλιστικής της σύμβασης. Ότι πρόκειται για όρο εντελώς αόριστο, ασαφή και καταχρηστικό από την εφαρμογή του οποίου, εξισώνεται παρανόμως και καταχρηστικώς η δική της περίπτωση που συνίσταται σε νοσηλεία μίας και μόνο ημέρας με κόστος περίπου 130 €, με άλλες περιπτώσεις, που ο ασφαλισμένος μπορεί να έχει νοσηλευθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα με υψηλό κόστος. Ότι η πρώτη των εναγομένων αρνείται να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις απέναντι της, διαταράσσοντας έτσι και μάλιστα υπέρμετρα τη συμβατική ισορροπία και, ανατρέποντας τις δικαιολογημένες προσδοκίες της με βάση τη φύση των παρεχομένων υπηρεσιών, το ύψος των ασφαλίστρων, καθώς και τις” διαβεβαιώσεις του δευτέρου των εναγομένων για το περιεχόμενο της ασφαλιστικής κάλυψης, που της παρείχε κατά τα λεγόμενα του, πλήρη και απεριόριστη κάλυψη με τους ευνοϊκότερους όρους της αγοράς. Ότι λόγω της καταχρηστικότητάς του είναι άκυρος ο συγκεκριμένος όρος ΓΟΣ. Ότι ακόμη, η πρώτη των εναγομένων κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, αρνείται να της καταβάλει τον ΦΠΑ που επιβλήθηκε στα έξοδα νοσηλείας της, παρόλο που αυτός συμπεριλαμβάνεται αναπόσπαστα στα έξοδα που καταβάλει ο ασφαλισμένος για τη νοσηλεία του και δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη στη σύμβαση που να τον εξαιρεί. Ότι ο δεύτερος των εναγομένων-ασφαλιστής ενήργησε κατά παράβαση του Κώδικα Δεοντολογίας, εφόσον την έπεισε να δεχτεί τη νέα υπογεγραμμένη αντ’ αυτής και για λογαριασμό της, χωρίς σχετική εξουσιοδότηση της ασφαλιστική σύμβαση, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για ταυτάριθμο ασφαλιστικό συμβόλαιο με το προηγούμενο και ότι θα της παρείχε πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, χωρίς ωστόσο, να της υποδείξει ρητά και να της εξηγήσει τους όρους υπό τους οποίους συναπτόταν η σύμβαση. Ότι κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, που ήταν η εισαγωγή της στο ιδιωτικό θεραπευτήριο και υποβολή της στην αναγκαία επέμβαση, η τρίτη των εναγομένων, που είναι ο μόνος συνδετικός της κρίκος με την ασφαλιστική εταιρεία, δεν της παρείχε κάθε αναγκαία συνδρομή, αλλά κατά παραβίαση των χρηστών συναλλακτικών ηθών, τη διαβεβαίωνε περί μη ύπαρξης οποιουδήποτε προβλήματος, χωρίς να ασχοληθεί με τη περίπτωση της και να έλθει σε επικοινωνία με την ασφαλιστική για να πληροφορηθεί τι συνέβαινε, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε όλες τις παραπάνω δαπάνες. Ότι οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων, διέπραξαν σε βάρος της αδικοπραξία, εξαιτίας της οποίας αυτή ζημιώθηκε τα ανωτέρω ποσά. Ότι ακόμη από την αδικοπρακτική τους συμπεριφορά υπέστη και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας θεωρεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 10.100 €, μείον το ποσό των 100 €, που επιφυλάσσεται να διεκδικήσει από τα ποινικά δικαστήρια. Ζητεί λοιπόν, να υποχρεωθεί η πρώτη των εναγομένων, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, αφού αναγνωριστεί η ακυρότητα του όρου με αριθμ. 7 των ΓΟΣ της σύμβασης ασφάλισης της, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 7.681,61 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επικουρικώς ζητεί, να υποχρεωθούν όλοι οι εναγόμενοι, με απόφαση που επίσης θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, λόγω αδικοπραξίας, η δε πρώτη, ως προστήσασα τους άλλους δύο, το ποσό των 7.681,61 €, ως αποζημίωση για τις δαπάνες νοσηλείας της και το ποσό των 10.000 €, λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, και συνολικά το ποσό των 17.681,61 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστούν στη πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Η αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθρ. 14 παρ. 1, 25 ΚΠολΔ) κατά τη προκειμένη τακτική διαδικασία. Η δε ένσταση των εναγομένων περί έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, διότι υπάρχει έγκυρη διαιτητική ρήτρα στο με αριθμ. 93Ζ24007/1993 ασφαλιστήριο συμβόλαιο (άρθρο 10 των Γενικών Όρων αυτού), με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας του παρόντος πολιτικού Δικαστηρίου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ως άνω ασφαλιστηρίου με τίτλο -αρμοδιότητα δικαστηρίων-, ορίζεται ότι κάθε διαφορά που μπορεί να προκύψει από την ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ εταιρείας και συμβαλλομένου, ασφαλισμένου ή άλλου ενδιαφερόμενου, υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Δικαστηρίων του Ελληνικού Κράτους. Ενώ στο άρθρο 10 του ιδίου ασφαλιστηρίου με τίτλο διαιτησία, αναφέρεται ότι σε περίπτωση οποιασδήποτε διαφωνίας μεταξύ συμβαλλόμενου ή ασφαλισμένου ή δικαιούχου και της εταιρείας, θα υποδεικνύεται και από τα δύο μέρη και ύστερα από κοινή συμφωνία τρίτο πρόσωπο, ειδικευμένο πάνω στο αντικείμενο της διαφοράς, σαν επιδιαιτητής. Αν δεν υπάρχει συμφωνία για το διορισμό του επιδιαιτητή, αυτός ορίζεται από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου Αθηνών, ύστερα από γραπτή αίτηση του ενός από τους ενδιαφερόμενους… Από το περιεχόμενο του του ανωτέρω άρθρου, προκύπτει σαφώς ότι δεν αποκλείεται η αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά ακόμη και εάν ίσχυε τούτο, θα οδηγούσε σε καταχρηστικοτητα και άρα ακυρότητα του αντιστοίχου Γ.Ο.Σ, εφόσον θα μπορούσε να υπαχθεί στις περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται καταχρηστικοί οι όροι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 2251/1994 παραγρ. 7, περ. λα, που αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με τη πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας (εγχώριας, όπως εν προκειμένω). Επίσης και η ένσταση καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου, που προβάλουν οι εναγόμενοι, ισχυριζόμενοι ότι το αίτημα περί ακυρότητας του με αριθμ. 7 όρου της ασφαλιστικής σύμβασης, είναι μη αποτιμητό σε χρήμα και για το λόγο αυτό η διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Καθόσον, το κύριο αίτημα της αγωγής είναι καταψηφιστικό και υπάγεται λόγω ποσού στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, αφού με τη κύρια βάση της αγωγής που στηρίζεται στη συμβατική ευθύνη, η ενάγουσα ζητεί να της καταβάλει η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, τα ποσά που δαπάνησε η ενάγουσα για την νοσοκομειακή της περίθαλψη, σύμφωνα με το ασφαλιστήριο, ενόψει της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, στηριζόμενη στη καταχρηστικοτητα και συνακόλουθα ακυρότητα όρου της ασφαλιστικής σύμβασης, που η εξέταση του όμως αποτελεί παρεμπίπτον ζήτημα, έστω και αναγκαίο για την επίλυση της κύριας διαφοράς. Ακόμη, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω της ακυρότητας που δημιουργείται από την επικουρική εναγωγή του δευτέρου και τρίτης εξ αυτών, λόγω άσκησης της αγωγής (κατά την επικουρική της βάση που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών), υπό την αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής. Σχετικά με τον ισχυρισμό αυτό, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 § 1, 218 και 219 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή, γιατί το πρόσωπο του δικαιούχου ενάγοντος και του υπόχρεου εναγομένου πρέπει να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγομένου. Διαζευκτική εναγωγή υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό, η ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου και δικαιούχου ή υπόχρεου αντίστοιχα, από την έννομη σχέση της δίκης. Επικουρική εναγωγή υπάρχει, όταν ο δεύτερος και οι επόμενοι ενάγουν ή ενάγονται για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής κατά του αμέσως προηγούμενου αυτών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για ενεργητική ή παθητική ομοδικία, αντίστοιχα, των άρθρων 74 επ. ΚΠολΔ, καθόσον οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας απαίτησης ή υποχρέωσης, αντίστοιχα, έναντι του εναγομένου ή ενάγοντος, αντίστοιχα, αφού ένας μόνο είναι ο δικαιούχος ή ευθύνεται, αλλά υπάρχει αμφιβολία προς αυτούς. Επομένως, επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής, περισσοτέρων προσώπων η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δημιουργείται, επί μεν διαζευκτικής εναγωγής από την πλήρη αοριστία της αγωγής, ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, επί δε της επικουρικής εναγωγής, λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής, ως προς τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, η οποία δεν επιτρέπεται και συνεπώς απορρίπτεται και με αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο (ΑΠ 1134/2014 δημ Νόμος, ΑΠ 605/2013, 670/2011, 1543/2009, 1821/2007). Σύμφωνα δε, με το άρθρο 219 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, αγωγή υπό αίρεση δεν επιτρέπεται, μπορεί όμως ο ενάγων για την περίπτωση που απορριφθεί η πρώτη βάση ή αίτηση της αγωγής να τη στηρίξει σε άλλη βάση ή να υποβάλει αίτηση που στηρίζεται στην ίδια ή σε άλλη βάση. Η επιβοηθητική άσκηση της αγωγής μπορεί να γίνει με το ίδιο ή άλλο δικόγραφο. Η επιγενόμενη επικουρική σώρευση επιτρέπεται ως την πρώτη συζήτηση της κύριας αγωγής (ΑΠ 488/2014 δημ Νόμος). Στην υπό κρίση περίπτωση, υπάρχει επικουρική σώρευση αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις των αδικοπραξιών (άρθρ, 914 επ. ΑΚ), και η οποία ασκείται κατά ρητή δήλωση της ενάγουσας, επικουρικά και μόνο, για τη περίπτωση απόρριψης της αγωγής που στηρίζεται κατά τη κύρια βάση της στην ενδοσυμβατική ευθύνη. Επικουρικώς δε, και μόνο για την αδικοπραξία, εναγάγει και τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, ως συνυπεύθυνους και ευθυνόμενους εις ολόκληρον μετά της πρώτης των εναγομένων προς αποζημίωση, χωρίς την αίρεση της απόρριψης της αγωγής κατά του αμέσως προηγούμενου αυτών εναγομένου, που είναι η ασφαλιστική εταιρεία. Συνεπώς, δεν υπάρχει επικουρική εναγωγή, αφού η επικουρικώς σωρευόμενη αγωγή δεν ασκείται υπό την αίρεση της απόρριψης της κύριας, ως προς την πρώτη των εναγομένων ασφαλιστική εταιρεία, η οποία και δεν θα επιτρεπόταν, αλλά αντιθέτως λόγω της ύπαρξης παθητικής ομοδικίας, κατ’ άρθρο 74 επ. ΚΠολΔ, η πρώτη των εναγομένων, παραμένει διάδικος-εναγομένη και κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών, οι δε υπόλοιποι δύο εναγόμενοι ασφαλιστές, είναι (φέρονται ως) κοινωνοί της ίδιας υποχρέωσης, αντιστοίχως, έναντι της ενάγουσας, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μετά της ασφαλιστικής, έναντι της ιδίας ενάγουσας, χωρίς να υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς αυτούς. Μετά από αυτά, ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω επικουρικής εναγωγής των δευτέρου και τρίτης εξ αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 6, 7, 27, 31, 32 του Ν. 2496/1997, 2, 8 του Ν. 2251/1994, 288, 361, 346, 914, 932 ΑΚ και 219, 74, 907, 908, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενο της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα με αριθμ. ………… Σειράς Α αγωγόσημα με τα επικολληθέντα επ’ αυτών κινητά ένσημα υπέρ των ΕΤΑΑ ΤΑ.Ν και Τ.Π.Δ.Α.).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα : Η ενάγουσα ήταν ασφαλισμένη από το έτος 1991 (9-5-1991) στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………», η οποία κατόπιν μετονομάστηκε σε …………..Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία, με τη με αριθμ. ……. σύμβαση ασφάλισης ζωής και συμπληρωματικών κινδύνων. Το νοσοκομειακό πρόγραμμα της ως άνω σύμβασης ήταν το «Νοσοκομειακή Υπερκάλυψη ……………με ανώτατο όριο ασφαλισμένου κεφαλαίου 4.402,05 € (1.500.000 δρχ.). Σ’ αυτό το συμβόλαιο δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για το ενδεχόμενο απεριόριστης κάλυψης των εξόδων νοσηλείας της ενάγουσας. Στη συνέχεια, η ενάγουσα κατήρτισε τη με αριθμ. 93224007 σύμβαση με την………., η οποία έχει έναρξη 30-7-1993 με διαφορετικό νοσοκομειακό πρόγραμμα, με ετήσια αναπροσαρμογή ασφαλίστρου 6% και με ανώτατο όριο τότε, ασφαλισμένου κεφαλαίου 5.896,40 € (2.000.000 δρχ), όπως προκύπτει και από τον προσκομιζόμενο αντίστοιχο Πίνακα Παροχών και Ασφαλίστρων και έτσι η ασφαλιστική εταιρεία ανέλαβε να ασφαλίσει την ενάγουσα σε περίπτωση νοσηλείας της, ως προς τα έξοδα που θα κατέβαλε μέχρι του ποσού που αναφέρεται στον Πίνακα Παροχών της Σύμβασης. Το πρόγραμμα αυτό, σύμφωνα με τον όρο 7 της σύμβασης, θα μπορούσε να μετατραπεί σε απεριόριστης κάλυψης, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, που όριζε και αναγράφονται σ’ αυτόν και κυρίως, εάν δεν νοσηλευτεί ο ασφαλισμένος, κατά την πρώτη τετραετία από την ημερομηνία έναρξης της κάλυψης. Κατόπιν, το 1999, την εταιρεία «………………», την απορρόφησε η πρώτη των εναγομένων…………….., αναδεχόμενη και όλες τις σχετικές υποχρεώσεις της. Οι ισχυρισμοί της ενάγουσας ότι νόμιζε ότι το δεύτερο ασφαλιστήριο θα ήταν συμπληρωματικό του πρώτου ή ότι θα ήταν ταυτάριθμο αυτού, δεν αποδείχτηκαν από κανένα στοιχείο, δεδομένου ότι το δεύτερο ασφαλιστήριο είχε διαφορετικό αριθμό, αλλά και κυρίως εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, ως προς τη κάλυψη των νοσοκομειακών εξόδων, Ο δε δεύτερος των εναγομένων και τότε ασφαλιστής της, ενόψει των καινούργιων προγραμμάτων της εταιρείας και αφού της εξέθεσε τις διαφορές και τα πλεονεκτήματα του καινούργιου δευτέρου, ως προς τη νοσοκομειακή κάλυψη, προχώρησε, μετά την ακύρωση του πρώτου, στην έκδοση του νέου με αριθμ. 93Ζ24007 ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Εξάλλου, η πρόθεση της ενάγουσας να καταρτίσει το νέο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, προκύπτει και από τη προσκόμιση εκ μέρους του συζύγου της ενάγουσας, στον δεύτερο των εναγομένων-ασφαλιστή, του νέου ιατρικού ιστορικού της, πράγμα που γίνεται μόνο στη κατάρτιση νέου ασφαλιστηρίου. Αλλά και ο έτερος ισχυρισμός της ότι το δεύτερο συμβόλαιο, δεν φέρει την υπογραφή της, ούτε είχε εξουσιοδότηση κάποιος άλλος να υπογράψει αντ’ αυτής ή ότι δεν υπήρξε μεταγενέστερη έγκριση εκ μέρους της δεν μπορεί να ευσταθήσει και ανατρέπεται από τα ίδια τα γεγονότα, αφού όπως η ίδια συνομολογεί, πλήρωνε κανονικά τις δόσεις του συμβολαίου, πράγμα που δείχνει ότι το είχε αποδεχτεί, εγκρίνει και αναγνωρίσει, ήταν πάντα συνεπής και ακόμη, όταν νοσηλεύτηκε για πρώτη φορά στις 25-2-2007 μέχρι και την 26-2-2007 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, δηλ. μετά από 14 χρόνια από τη κατάρτιση του ασφαλιστηρίου, έκανε χρήση της ασφάλισης της, και η εναγομένη κάλυψε τα έξοδα νοσηλείας της, ποσού 128,197 €. Στη συνέχεια, και δη, στις 6-12-2011 κατέστη αναγκαία η νοσηλεία της ενάγουσας, οπότε και εισήχθη στη πνευμονολογική κλινική του ιδιωτικού θεραπευτηρίου Metropolitan, όπου και διαπιστώθηκε μόρφωμα άνω λοβού και για το λόγο αυτό κρίθηκε απαραίτητη η νοσηλεία της στο ανωτέρω θεραπευτήριο από τις 6-12-2011 μέχρι και τις 8-12-2011, καθώς και από τις 20-12-2011 μέχρι και τις 26-12-2011, οπότε και υποβλήθηκε σε θωρακοτομή. Το κόστος των ανωτέρω νοσηλειών ανήλθε στο ποσό των 16.117,79 €, εκτός από την αμοιβή του θωρακοχειρουργού, η οποία ανήλθε στο ποσό των 3.650 €. Συγκεκριμένα, για τη νοσηλεία της στο ανωτέρω ιδιωτικό θεραπευτήριο από τις 6-12-2011 μέχρι και τις 8-12-2011 απαιτήθηκε το ποσό των 3.173,53 € και για τη νοσηλεία της για τη περίοδο από 20-12-2011 μέχρι και 26-12-2011, το ποσό των 12.944,26 €. Κατόπιν, στις 23-1-2012 υποχρεώθηκε να εισαχθεί εκ νέου στο ίδιο ως άνω θεραπευτήριο, κατόπιν μετεγχειρητικών ανωμαλιών, εξήλθε δε στις 25-1-2012, το δε κόστος της νοσηλείας της αυτής, ανήλθε στο ποσό των 1.808,79 €. Στις 28-12-2011 υπήρξε επιστολή της πρώτης των εναγομένων προς την αρμόδια υπηρεσία του νοσοκομείου ΠΕΡΣΕΥΣ ΥΓΕΙΟΝ. ΜΕΡΙΜΝΑ Α.Ε., με την οποία ενημέρωνε ότι σχετικά με τις νοσηλείες της ασφαλισμένης της ενάγουσας, από τις 6-12-2011 και 20-12-2011, αναλαμβάνει τα έξοδα νοσηλείας της με 100% με ανώτατο όριο το ποσό των 16.753,26 € συνολικά και για τις δύο νοσηλείες. Συμπληρωματικά ενημέρωνε, ότι η ασφαλιστική δεν πρόκειται να αναλάβει σε καμία περίπτωση να καλύψει δαπάνες εξετάσεων οι οποίες δεν σχετίζονται άμεσα με την ένδειξη εισαγωγής, εκτός εάν έχει δοθεί γραπτή προέγκριση. Στο τέλος δε, επεσήμανε ότι ο ΦΠΑ, πρέπει να εξοφληθεί από την ασφαλισμένη.
Όπως αποδεικνύεται δε, από την 14-3-2012 εξοφλητική απόδειξη του λογιστηρίου του νοσοκομείου, η πρώτη των εναγομένων κατέβαλε στο νοσοκομείο, το ποσό των 16.225,97 €, με την ισόποση από ……… επιταγή της Τράπεζας E.FG EYROBANK ERGASIAS SA, Αντιθέτως, η πρώτη των εναγομένων ασφαλιστική, δεν κατέβαλλε τα παρακάτω ποσά, των οποίων το ύψος δεν αμφισβητείται : α) το ποσό των 365,10 €, το οποίο αντιστοιχούσε στον ΦΠΑ, για το κόστος νοσηλείας της ενάγουσας στο θεραπευτήριο Metropolitan, κατά τη περίοδο από 6-12-2011 μέχρι και 8-12-2011, με βάση την με αριθμ. 0128605/13-12-2011 απόδειξη είσπραξης του νοσοκομείου Metropolitan, β) το ποσό των 1.489,22 €, που αντιστοιχούσε στον Φ.Π.Α. για το κόστος νοσηλείας της στο ως άνω θεραπευτήριο, κατά τη περίοδο από 20-12-2011 μέχρι και 26-12-2011, με βάση την με αριθμ. 019443/10-1-2012 απόδειξη είσπραξης του ανωτέρω νοσοκομείου, γ) το ποσό των 74,25 € για τη με κωδικό 7002 εξέταση θώρακος F-P F2, με βάση την με αριθμ. Δ 0402967 απόδειξη παροχής του νοσοκομείου, δ) το ποσό των 74,25 €, για την με κωδικό 7002 εξέταση θώρακος F-P F2, με βάση την με αριθμ. Δ 0401342 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του νοσοκομείου, ε) το ποσό των 1.808,79 € για το κόστος της νοσηλείας της στο παραπάνω νοσοκομείο από 23-1-2012 μέχρι 25-1-2012 με βάση το με αριθμ…………. τιμολόγιο του νοσοκομείου στ) το ποσό των 220 € για την αμοιβή του πνευμονολόγου του νοσοκομείου και ζ) το ποσό των 3.650 € για την αμοιβή του θωρακοχειρουργού του νοσοκομείου. Και συνολικά το ποσό των 7.681,61 €. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η πρώτη των εναγομένων ήταν υποχρεωμένη, βάσει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου της, να της καλύψει απεριορίστως όλα τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί και ότι η άρνηση της προς τούτο, βασιζόμενη στη μίας και μόνο, ημέρας νοσηλεία της το 1997, δηλ. πριν την εκπνοή της τετραετίας από την έναρξη ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου της, με κάλυψη ποσού 128,97 €, και όπως καθορίζεται στο άρθρο 7 αυτού, είναι εντελώς καταχρηστική, όπως επίσης και ο συγκεκριμένος όρος. Συγκεκριμένα, το άρθρο 7 του με αριθμ. ……….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου της ενάγουσας, με τίτλο απεριόριστη αύξηση των παροχών, ορίζει ότι : «Τα έξοδα νοσηλείας και οι εξωνοσοκομειακές χειρουργικές επεμβάσεις όπως αναγράφονται στα άρθρα ί & 5 αντίστοιχα, αυξάνονται απεριόριστα σε περίπτωση που ο Ασφαλισμένος (ο κυρίως Ασφαλισμένος ή κάποιο εξαρτημένο μέλος του που καλύπτεται με το παρόν προσάρτημα) δεν νοσηλευτεί κατά την πρώτη τετραετία από την ημερομηνία έναρξης της κάλυψης αυτής ή την επαναφορά της σε ισχύ. Απαραίτητη προϋπόθεση για την απεριόριστη αύξηση είναι, το προσάρτημα αυτό να είναι αναπροσαρμοζόμενο τουλάχιστον 6 % ετησίως επί των εκάστοτε διαμορφωμένων κεφαλαίων και ασφαλίστρων και μέχρι τη λήξη του συμβολαίου. Σε περίπτωση νοσηλείας λόγω τοκετού (φυσιολογικού ή με καισαρική τομή) η ασφαλισμένη μητέρα δεν χάνει το δικαίωμα του απεριόριστου». Σύμφωνα δε, με το άρθρο 13 των γενικών όρων ατομικών ασφαλίσεων του ιδίου ως άνω ασφαλιστηρίου, που τιτλοφορείται συμπληρωματικοί ορισμοί, ως νοσηλεία νοείται μία τουλάχιστον διανυκτέρευση σε νοσοκομείο ή κλινική. Για να αποδειχτεί η νοσηλεία πρέπει απαραίτητα ο Ασφαλισμένος να προσκομίσει στην Εταιρεία τα σχετικά έγγραφα του Νοσοκομείου… Δύο ή περισσότερες νοσηλείες που οφείλονται στην ίδια αιτία, ή σε επιπλοκές από την ίδια αιτία, θεωρούνται σαν μία, εκτός εάν απέχουν μεταξύ τους περισσότερο από 90 ημέρες. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι διατυπώνεται με σαφήνεια ο όρος αυτός, καθόσον από τη διατύπωση και σύνταξη του, δεν προκύπτει αοριστία ή αδιαφάνεια, που να δημιουργεί στον ασφαλισμένο διαφορετικές προσδοκίες πέραν των ρητών αναγραφομένων. Η φράση «εάν δεν νοσηλευτεί κατά τη πρώτη τετραετία», σε συνδυασμό με τον ορισμό της «νοσηλείας»/ σύμφωνα με το ίδιο συμβόλαιο και όπως ήδη προεκτέθηκε, δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ή παρερμηνείας του όρου, εφόσον πουθενά δεν αναγράφεται ότι η σύντομη ή βραχεία νοσηλεία μίας ημέρας δεν υπάγεται στη περίπτωση αυτή και συνεπώς ο ασφαλισμένος δικαιούται την απεριόριστη αύξηση των παροχών εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας. Ούτε είναι αόριστος ο όρος αυτός, με την έλλειψη των φράσεων «ουδόλως» ή «ούτε για μία ημέρα» ή άλλων παρεμφερών, που μόνο εμφατικά και όχι επεξηγηματικά θα μπορούσε να συμπληρωθεί, ούτε επίσης θα μπορούσε η ίδια ασφαλιστική να ορίσει, εντελώς αυθαιρέτως κατώτερο πλαφόν εξόδων, που πέραν τούτων θα εδικαιούτο ο ασφαλισμένος απεριόριστη αύξηση των παροχών εκ μέρους της. Παρόλο δε, που στην εξέταση των ΓΟΣ, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, στη προκειμένη περίπτωση, συνεκτιμώντας ιδίως τη φύση των αγαθών και υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση ασφάλισης, με την απεριόριστη κάλυψη των εξόδων νοσηλείας και των εξωνοσοκομειακών χειρουργικών επεμβάσεων αντιστοίχως του εκάστοτε ασφαλισμένου, καθώς και του σκοπού της και των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, δεν διαταράσσεται η σχετική ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Καθόσον η μη νοσηλεία του ασφαλισμένου, έστω και για μία ημέρα (αφού άλλωστε αυτή είναι η έννοια της νοσηλείας κατά τα ως άνω), για τη πρώτη τετραετία της ασφαλιστικής του κάλυψης, παρέχει στον ασφαλισμένο ένα τρόπο να μεταβεί σε απεριόριστο πρόγραμμα, χωρίς να χρειαστεί επαναξιολόγηση της κατάστασης υγείας του από την ασφαλιστική και αποτελεί για τη τελευταία εγγύηση για τη συνολικά καλή κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου, αλλά και προϋπόθεση και βάση, ώστε να του παρέχει την απεριόριστη αύξηση των συγκεκριμένων παροχών της. Από αυτά συνάγεται ότι εκτός από τη σαφήνεια και το ορισμένο του ανωτέρω όρου, δεν υπάρχει ούτε αναντιστοιχία της παροχής με την αντιπαροχή. Επίσης, δεν χρειάζονται ιδιαίτερες νομικές, λογιστικές ή γραμματικές γνώσεις για να κατανοηθεί το περιεχόμενο του όρου αυτού, που αυτός διαφοροποιεί το συγκεκριμένο ασφαλιστήριο έναντι των άλλων, και λόγω της ιδιαίτερης και πλεονεκτικής σημασίας του είναι προτιμητέο ως προς την αγορά του, και γι αυτό άλλωστε το επέλεξε η ενάγουσα, αντικαθιστώντας το παλαιότερο που είχε. Η ίδια η ενάγουσα δε, συνομολογεί στο δικόγραφο της αγωγής της, ότι στήριξε τη σύναψη της (νέας) ασφαλιστικής της σύμβασης στη περίπτωση της εξαίρεσης του άρθρου 7 (σελ. 10 της αγωγής), και παραπέρα (σελ. 1ί), ότι η δυνατότητα για απεριόριστη νοσοκομειακή κάλυψη την οδήγησε στη σύναψη της ασφαλιστικής της σύμβασης. Κατ’ ακολουθιαν των ανωτέρω, ο όρος 7 δεν κρίνεται καταχρηστικός και συνεπώς δεν είναι ακυρωτέος. Συνεπώς, η κύρια βάση της αγωγής, που στηρίζεται στην συμβατική υποχρέωση της πρώτης των εναγομένων για απεριόριστη κάλυψη των εξόδων νοσηλείας της ενάγουσας, λόγω της καταχρηστικότητας και την εξ αυτής ακυρότητα του επίμαχου όρου 7 του ασφαλιστηρίου, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσιαν. Περαιτέρω, θα πρέπει να εξεταστεί η επικουρική βάση της αγωγής, που στηρίζεται στις διατάξεις των αδικοπραξιών. Ως προς τον δεύτερο των εναγομένων-ασφαλιστικό πράκτορα, δεν αποδείχτηκε ότι τον βαρύνει κάποιο πταίσμα απέναντι στην ενάγουσα που απ’ αυτό της προκλήθηκε ζημία. Καθόσον από όλα τα παραπάνω, δεν προέκυψε καμία αμέλεια ή παραβίαση των υποχρεώσεων του δεύτερου των εναγομένων, ως ασφαλιστικού πράκτορα έναντι της ενάγουσας, ούτε ως προς την υπογραφή και χορήγηση του νέου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, όπως ήδη προεκτέθηκε, αλλά ούτε ως προς την επεξήγηση των όρων αυτού και κυρίως του όρου 7. Ο ισχυρισμός δε της ενάγουσας ότι όταν χρειάστηκε να νοσηλευθεί για μία ημέρα στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, και η πρώτη των εναγομένων της κάλυψε τα έξοδα που δαπάνησε ποσού 128,97 €, δεν την ενημέρωσε ο δεύτερος των εναγομένων, ότι εάν θα νοσηλευόταν, θα έχανε το προνόμιο της μετάβασης της στο πρόγραμμα της απεριόριστης νοσοκομειακής κάλυψης, δεν αποδείχτηκε. Και τούτο διότι, στο δικόγραφο της αγωγής της αναφέρει ότι εισήχθη στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών λόγω κοιλιακού άλγους, όπου και θεωρήθηκε επιβεβλημένη η νοσηλεία της, η οποία είχε διάρκεια μίας ημέρας. Πλην όμως, ουδόλως αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα επικοινώνησε τότε με τον δεύτερο των εναγομένων και εκείνος παρέλειψε να την ενημερώσει, πολλώ δε μάλλον να της αποκρύψει ή να την παραπλανήσει ότι, μετά την έστω και βραχύβια νοσηλεία της που συνέβη εντός της πρώτης τετραετίας, από την έναρξη ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου της, δεν δικαιούται πλέον την μετάβαση στην απεριόριστη νοσοκομειακή κάλυψη σύμφωνα με τον όρο 7 του ασφαλιστηρίου. Ωστόσο, και από τη περιγραφή της αναγκαιότητας της αιφνίδιας εισαγωγής και νοσηλείας της, λόγω κοιλιακού άλγους στο παραπάνω Ιατρικό Κέντρο, δεν προκύπτει αβιάστως, ότι θα μπορούσε να αποφύγει αυτή τη νοσηλεία, για να μην απωλέσει την προϋπόθεση του συμβολαίου της. Παραπέρα, κατά την εισαγωγή της στις 6-12-2011 στη πνευμονολογική κλινική του ιδιωτικού θεραπευτηρίουMetropolitan, οπότε και διαγνώστηκε το πρόβλημα υγείας της, η ενάγουσα επικοινώνησε με τον δεύτερο των εναγομένων, ασφαλιστικό πράκτορα, ζητώντας να ενημερωθεί για τις καλύψεις του συμβολαίου της. Αυτός τη παρέπεμψε στη τρίτη των εναγομένων, θυγατέρα του, ασφαλιστική πράκτορα και διάδοχο στο χαρτοφυλάκιο του, η οποία στη συνέχεια, της γνωστοποίησε ότι εγκρίθηκε η εισαγωγή της στο νοσοκομείο. Επομένως, από εκείνο το σημείο και εντεύθεν, έπαψε οποιαδήποτε σχέση του δευτέρου των εναγομένων με την ασφαλιστική εταιρία και συνακόλουθα και με την ενάγουσα. Σύμφωνα λοιπόν, με όλα όσα παραπάνω αποδείχτηκαν, η αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ως προς τον δεύτερο των εναγομένων. Ενώ δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα σ ‘ αυτόν, εφόσον η ίδια πληρεξούσια δικηγόρος της ασφαλιστικής εταιρείας τον εκπροσωπεί, η οποία και κατέθεσε κοινές προτάσεις και για τους τρεις εναγόμενους. Περαιτέρω, σε επόμενες τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε ο σύζυγος της ενάγουσας με τη τρίτη των εναγομένων-ασφαλιστική πράκτορα, η τελευταία τους διαβεβαίωνε ότι θα καλυφθούν όλα τα έξοδα νοσηλείας της ενάγουσας και ιατρικών αμοιβών, προτρέποντας, μάλιστα να κάνει χρήση η ενάγουσα, υπερπολυτελούς δωματίου, αφού όπως τους διαβεβαίωνε είχε τη δυνατότητα αυτή. Εάν δεν υπήρχαν οι διαβεβαιώσεις εκ μέρους της τρίτης των εναγομένων, για πλήρη κάλυψη των εξόδων της, η ενάγουσα δεν θα υποβαλόταν σε επέμβαση της θωρακοτομής στο συγκεκριμένο ιδιωτικό θεραπευτήριο, αλλά θα μπορούσε να πάει σε δημόσιο ή άλλο λιγότερο δαπανηρό, εφόσον εξήλθε στις 8-12-2011 και κατόπιν εισήχθη στις 20-12-2011 μέχρι 26-12-2011 που υποβλήθηκε στην ανωτέρω επέμβαση. Κατόπιν δε μετεγχειρητικών ανωμαλιών, αναγκάστηκε να εισαχθεί εκ νέου και για τρίτη φορά στο ίδιο βεβαίως θεραπευτήριο, από το οποίο εξήλθε στις 25-1-2012. Η τρίτη των εναγομένων ασφαλιστική πράκτορας δεν παρείχε στην ασφαλισμένη ενάγουσα κάθε αναγκαία συνδρομή, παρόλο που είχε επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και παραβιάζοντας τον Κώδικα Δεοντολογίας δεν παρείχε κάθε δυνατή βοήθεια στην ασφαλισμένη, αφού δεν συνεργάστηκε με την υπόχρεη ασφαλιστική εταιρεία για να διευκολύνει την ενάγουσα, αλλά όλως ανεύθυνα και επιπόλαια την καθησύχαζε ότι θα τα καλύψει όλα η ασφαλιστική και προτρέποντας την και σε άλλα έξοδα (επιλογή πολυτελούς δωματίου). Η συμπεριφορά της αυτή είναι αντίθετη στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών αρχών, και παραβιάζει τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας, αλλά και των επιταγών του σχετικού νόμου περί ασφαλιστικών πρακτόρων (αρθρ. 2 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με τη παρ. 2 του αρθρ. 11 του Ν. 2170/1993, αρθρ. 11 παρ. 1 περ. β”, δ’, θ’ του ΠΔ 298/1986). Βάσει των ανωτέρω, η τρίτη των εναγομένων επέδειξε αμέλεια, ενεργώντας μέσα στο πλαίσιο των καθηκόντων της ως ασφαλιστική πράκτορας της πρώτης των εναγομένων.
Ειδικότερα, δεν κατέβαλλε την επιμέλεια που απαιτείται σε τέτοιου είδους συναλλαγές παραλείποντας να επικοινωνήσει με την κεντρική υπηρεσία της πρώτης των εναγομένων ασφαλιστικής εταιρείας, -που ήταν υποχρεωμένη αυτή να το κάνει και όχι ο σύζυγος της ενάγουσας, όπως διατείνεται-, ώστε να μπορέσει να εξακριβώσει τις καλύψεις που παρείχε το ασφαλιστήριο στην ενάγουσα, με συνέπεια να μην τη συνδράμει με τη σωστή ενημέρωση και πληροφόρηση όπως είχε υποχρέωση από τις σχετικές επιταγές του νόμου, αλλά και τις αρχές της καλής πίστης, τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και από το γενικότερο πνεύμα δικαίου (βλ. ΑΠ 484/2006 ΝοΒ 54. 1256, ΑΠ 381/2005 ΧρΙΔ 5. 710, ΑΠ 75/2005, ΑΠ 1167/2004, ΑΠ 996/2004, ΑΠ 708/2004 ΕλλΔνη 47.997, ΑΠ 750/2003 ΕλλΔνη 45. 1599, ΑΠ 821/2004 ΕλλΔνη 45.1601). Η συμπεριφορά της αυτή είχε σαν αποτέλεσμα, να δημιουργηθεί στην ενάγουσα η πεποίθηση ότι όλα τα έξοδα της θα καλυφθούν από την πρώτη εναγομένη γι αυτό και υπεβλήθη, μετά τη πρώτη εισαγωγή της στο ως άνω ιδιωτικό θεραπευτήριο, σε επέμβαση σ’ αυτό, ενώ μετά αναγκάστηκε να πάει πάλι στο ίδιο, λόγω μετεγχειρητικών ανωμαλιών. Συνεπώς, η ενάγουσα ζημιώθηκε κατά τα παραπάνω ποσά που δεν της κατέβαλε η πρώτη των εναγομένων, η δε ζημία της αυτή προκλήθηκε από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της τρίτης των εναγομένων. Η δε τρίτη των εναγομένων είναι προστηθείσα, για την αδικοπραξία της οποίας ευθύνεται, η ασφαλιστική εταιρεία που δέχεται τις υπηρεσίες της ως προστήσασα αυτήν, εφόσον η τρίτη των εναγομένων απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ασφαλιστικής εταιρείας κάτω από τις οδηγίες και τις εντολές τούτης (έστω και χαλαρές) ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων της, η δε ζημιογόνος ενέργεια της, που είχε ως αποτέλεσμα τη ζημία που υπέστη η ενάγουσα, τελέστηκε εντός των ορίων των καθηκόντων της. Συνεπώς, ιδρύεται ευθύνη του προστήσαντος αυτήν, πρώτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας (αρθρ. 922 ΑΚ, βλ. ΑΠ 1730/2008, ΑΠ 316/2009, ΑΠ 39/2009, ΑΠ 1578/2007 όλες δημ Νόμος, ΕφΑΘ 2876/2012 ΔΕΕ 2012.797), η οποία ευθύνεται εις ολόκληρον με τη τρίτη εξ αυτών, για το ποσό των 5.827,29 €. Αντιθέτως, ως προς το ποσό των 1.854,32 € που αντιστοιχεί στον ΦΠΑ των δύο παραστατικών, ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο η πρώτη των εναγομένων, σύμφωνα και με το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, που ορίζει ότι ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του, κατά τη παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες, νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 των Ειδικών Όρων Συμπληρωματικών Καλύψεων, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του με αριθμ. ………..1993 ασφαλιστηρίου συμβολαίου της ενάγουσας, η πρώτη των εναγομένων, ανέλαβε τη ρητή υποχρέωση απέναντι της ασφαλισμένης της, να την αποζημιώνει για κάθε ποσό που θα καλείται αυτή να καταβάλει για τις υπηρεσίες που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 6 της Ασφάλισης Υπερκάλυψης. Ειδικότερα, σε περίπτωση νοσηλείας από ατύχημα, ασθένεια ή λόγω τοκετού του (της) κυρίως ασφαλισμένου (ης) ή κάποιου εξαρτημένου προσώπου που αναφέρεται στον Πίνακα Παροχών, η εταιρεία εγγυάται τη πληρωμή του 100 % των αναγνωριζομένων εξόδων που δαπάνησε ο ασφαλισμένος της με βάση το τιμολόγιο νοσοκομείου ή κλινικής και μέχρι του ορίου που προβλέπεται στον πίνακα παροχών. Σαν αναγνωριζόμενα έξοδα θεωρούνται τα χρεούμενα από το νοσοκομείο έξοδα για δωμάτιο και τροφή, οι δαπάνες για αμοιβή χειρουργού, βοηθών χειρουργού και αναισθησιολόγου, ιατρική και νοσηλευτική περίθαλψη, χρήση χειρουργείου…, κλπ. Στο άρθρο 9 των ειδικών όρων του ανωτέρω συμβολαίου αναφέρονται οι εξαιρέσεις από την ασφαλιστική κάλυψη, δηλ. περιπτώσεις ασθενειών ή ατυχημάτων που δεν καλύπτονται από την ασφάλιση. Ουδεμία αναφορά γίνεται σε Φ.Π.Α που τυχόν συμπεριλαμβάνεται στα έξοδα ή άλλα έξοδα στα οποία υποβάλλεται ο ασφαλισμένος για τη νοσηλεία του. Όπως επίσης, σε κανένα άλλο σημείο του εντύπου των γενικών όρων της πρόσθετης ασφάλισης εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης και εν γένει της ασφάλισης που έχει συνάψει η ενάγουσα, δεν περιλαμβάνεται όρος, σύμφωνα με τον οποίο ο Φ.Π.Α. επί των διαφόρων εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης, επιβαρύνει τον αντισυμβαλλόμενο καταναλωτή. Η πρώτη των εναγομένων ασφαλιστική εταιρεία για να υποστηρίξει την άρνηση εκ μέρους της κάλυψης του ΦΠΑ, επικαλείται τον με αριθμ. 8 όρο των γενικών όρων ασφαλίσεων, σύμφωνα με τον οποίο, όλες οι φορολογικές επιβαρύνσεις, ή άλλες κρατήσεις που βαρύνουν το ασφαλιστήριο, οι αποδείξεις καταβολής του ασφαλίσματος, οι αποδείξεις εξόφλησης των ασφαλίστρων κλπ, βαρύνουν τον συμβαλλόμενο, τον ασφαλισμένο … Ωστόσο και από τη διατύπωση του ανωτέρω όρου, καθίσταται σαφές ότι αυτός αναφέρεται σε φορολογικές επιβαρύνσεις που συνδέονται με τη σύναψη της ασφάλισης, και όχι σε φόρους που υφίστανται ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή της σύναψης της ασφάλισης, όπως συμβαίνει με το φόρο προστιθέμενης αξίας επί νοσηλίων, φαρμάκων κλπ. Αναφέρεται ειδικότερα σε φορολογικές επιβαρύνσεις επί του ασφαλιστηρίου οποιασδήποτε φύσης, των πράξεων είσπραξης ασφαλίστρων, των προκαταβολών, των πρόσθετων πράξεων και κάθε σχετικής με τη σύμβαση ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά τη διάρκεια ισχύος του. Δεν αφορούν καταδήλως φόρους που εμπεριέχονται στις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται ο ασφαλισμένος και οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο και το περιεχόμενο των ασφαλιστικών καλύψεων (εν προκειμένω, έξοδα νοσηλείας, φάρμακα, υλικά κλπ). Και εν πάσει περιπτώσει, η κατά τα ως άνω, έννοια και αναφορά του παραπάνω όρου, ενισχύεται και με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με το οποίο, ο όρος πρέπει να ερμηνευτεί υπέρ του καταναλωτή. Ο δε Φ.Π.Α. που επιβλήθηκε στα νοσηλεία από την 1η Ιουλίου 2010 με το νόμο 3842/2010 («αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης, αντιμετώπιση φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις»), συμπεριλαμβάνεται αναπόσπαστα στα έξοδα που καταβάλει ο ασφαλισμένος για τη νοσηλεία του και μάλιστα, σύμφωνα με τον ανωτέρω με αριθμ 1 του ασφαλιστηρίου, στο 100% των αναγνωριζομένων εξόδων που δαπάνησε ο ασφαλισμένος με βάση το τιμολόγιο νοσοκομείου ή κλινικής και ως τέτοιος είναι ανεξάρτητος από τη σύμβαση ασφάλισης. Η πρώτη των εναγομένων ασφαλιστική εταιρεία δεν έχει συμπεριλάβει στη πολύχρονης διαρκείας ασφαλιστική σύμβαση όρο που να εξαιρεί το μέρος του τιμήματος που αντιστοιχεί σε Φ.Π.Α ή φόρο, παρόλο που ο εν λόγω φόρος είχε καθιερωθεί για άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και των φαρμάκων, οι δαπάνες των οποίων ανήκουν, σύμφωνα με τους όρους της ασφάλισης στις καλυπτόμενες δαπάνες. Ενώ θα μπορούσε να περιλάβει στη σχετική ασφαλιστική σύμβαση όρο για την (δικαιολογημένη) αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου βάσει του ΦΠΑ, όπως άλλωστε προβλέπει στο όρο 7 του ασφαλιστηρίου, άνευ ετέρου μία ελάχιστη ετήσια αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου ύψους 6%.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, η καταβολή του ΦΠΑ επί των εξόδων νοσηλείας της ενάγουσας βαρύνει αποκλειστικά την πρώτη των εναγομένων. Με την άρνηση καταβολής του ΦΠΑ, η πρώτη των εναγομένων, παρέβη τις αρχές της καλής πίστης, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, υπό την έννοια της ευθύτητας και της εντιμότητας και ιδίως παρέβη την αρχή προστασίας και ασφάλειας των συναλλασσομένων με αυτή, διαψεύδοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της ενάγουσας, ότι με τη τήρηση των όρων του ασφαλιστηρίου και την εμπρόθεσμη καταβολή εκ μέρους της των ασφαλίστρων, θα έχει πλήρη κάλυψη για τις περιπτώσεις που προβλέπονται σ’ αυτό. Με τη παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά της η πρώτη των εναγομένων, προκάλεσε περιουσιακή ζημία στην ενάγουσα, ίση με το συνολικό ποσό των 1.854,32 €, που αντιστοιχεί στον ΦΠΑ των δύο παραστατικών, που εκδόθηκαν από το ιδιωτικό θεραπευτήριο. Πρέπει επομένως η πρώτη των εναγομένων, ευθυνόμενη αποκλειστικά και μόνο αυτή ως προς το κονδύλιο που αφορά τον ΦΠΑ, να αποζημιώσει την ενάγουσα με το ποσό των 1.854,32 €, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 5.827,29 €, πρέπει να της το καταβάλουν η πρώτη των εναγομένων, ευθυνόμενη εις ολόκληρον μετά της τρίτης των εναγομένων, λόγω της σχέσης πρόστησης κατά τα άνω, που τις συνδέει. Περαιτέρω, εκτός από την υλική ζημία που υπέστη η ενάγουσα, από τη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης και της τρίτης των εναγομένων, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου υπέστη και ηθική βλάβη, λόγω της στενοχώριας και της ταλαιπωρίας στην οποία υπεβλήθη, και μάλιστα με τέτοια επιβάρυνση της υγείας της αλλά και τα έξοδα που αναγκάστηκε να δαπανήσει για το νοσοκομείο, για προσφυγές στην Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή, στη δικαστική οδό, αμοιβές δικηγόρου κλπ. Το Δικαστήριο δε, εκτιμώντας το είδος της προσβολής την έκταση της βλάβης της ενάγουσας, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος της υπόχρεης ασφαλιστικής εταιρείας και τη κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών και όλα αυτά βάσει της αρχής της αναλογικότητας ενώ δεν αποδείχτηκε συντρέχον πταίσμα της ενάγουσας κρίνει ότι είναι εύλογο και δίκαιο να επιδικαστεί στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, ως αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης που υπέστη. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, μόνο ως προς τη πρώτη και τρίτη των εναγομένων, οι οποίες πρέπει να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 9.827,29 € (5.827,29+4.000), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Η δε πρώτη των εναγομένων πρέπει να καταβάλει στην ενάγουσα, ατομικά και εξ ολοκλήρου, το ποσό των χιλίων οκτακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (1.854,32 €), επίσης με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Όσον αφορά’ το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, πρέπει να γίνει δεκτό, διότι, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης και τρίτης των εναγομένων (αρθρ. 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή, ως προς τον δεύτερο των εναγομένων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή, ως προς τη πρώτη και τρίτη των εναγομένων.
Υποχρεώνει τη πρώτη και τρίτη των εναγομένων να καταβάλουν, εκάστη εις ολόκληρον, στην ενάγουσα, το ποσό των εννέα χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι επτά ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (9.827,29 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Υποχρεώνει τη πρώτη των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων οκτακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (1.854,32 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της πρώτης και τρίτης των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 26 Μαΐου 2016.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
NEXTDEAL