Της Νένας Μαλλιάρα
Σε επικίνδυνη και παρατεταμένη “καταστολή” κρατά το τραπεζικό σύστημα και μέσω αυτού όλη την οικονομία ο “πόλεμος” θεσμών και προσώπων για την
επιλογή των νέων διοικήσεων στις τράπεζες.
Στην πλέον κρίσιμη περίοδο για την οικονομία, όπου επείγουν οι λύσεις για χιλιάδες υπερχρεωμένες επιχειρήσεις που απειλούν με ντόμινο χρεοκοπιώνκαι αναζητείται διέξοδος για την ανάκαμψη, ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε παράλυση. Για την παράλυση αυτή ευθύνονται οι καθυστερήσεις από πλευράς κυβέρνησης και “θεσμών” και οι παρασκηνιακές ζυμώσεις, μέχρι εσχάτης ώρας, για τη στελέχωση των πλέον κρίσιμων τομέων των τραπεζών. Πρόκειται για ένα “παιχνίδι εξουσίας” για τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, των επιχειρήσεων και της οικονομίας που φαίνεται να εξελίσσεται με αγορά χρόνου έως το τελευταίο λεπτό της παράτασης, καθιστώντας εμφανή την απουσία κοινής γραμμής των “μέσα” και των “έξω” και το οποίο είναι “πρόθυμο” να θυσιάσει την επιτάχυνση της εξόδου από την ύφεση.
“Παρτίδα θανάτου”
Η δύσκολη “παρτίδα” που παίζεται κρατά σε αγωνία την αγορά και την κοινωνία και σε αδράνεια επενδυτές και ξένα funds.
Στην αγορά, την ώρα που καταβάλλονται εναγώνιες προσπάθειες για τη διάσωση του ομίλου Μαρινόπουλου, ακούγεται ήδη ο “επιθανάτιος ρόγχος” πολλών επιχειρήσεων που νομοτελειακά θα έρθουν να προστεθούν στα χιλιάδες λουκέτα επιχειρήσεων της κρίσης.
Η κοινωνία έχει παραλύσει από τη συνεχή αβεβαιότητα για τις οικονομικές εξελίξεις και την ανησυχία για τους πλειστηριασμούς και τα “κόκκινα” δάνεια,υπό το βάρος, μάλιστα, επαχθών φορολογικών υποχρεώσεων που από Σεπτέμβριο μέχρι τα τέλη της χρονιάς ξεπερνούν για τους πολίτες τα 20 δισ. ευρώ.
Ξένοι επενδυτές και funds παρατηρούν κουρασμένοι την κατάσταση καιαναβάλλουν (μέχρι να το στρέψουν αλλού) το ενδιαφέρον τους για την Ελλάδα.
Και οι τράπεζες, οι οποίες πέρσι τέτοια εποχή διασώθηκαν ημιθανείς από την κρίση ρευστότητας στην οποία τις οδήγησε το άλλο “μπρα-ντε-φερ” κυβέρνησης – δανειστών μέχρι την υπογραφή του Μνημονίου, βρίσκονται καθηλωμένες, με το κεφάλι λίγο έξω από τον βάλτο… Όταν την ίδια στιγμή καλούνται να αναλάβουν δράση στο μέτωπο των “κόκκινων” δανείων, στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και στην επαναφορά των καταθέσεων, και το επείγον της δράσης διατυμπανίζεται μεν από το εξωτερικό, στην πράξη δε μετατίθεται σε νέες προθεσμίες. Όπως οδεύει το πράγμα, τελικώς, το 2016 θα καταγραφεί ως μία ακόμα χαμένη χρονιά για τις τράπεζες.
Τραπεζίτες “ζόμπι”
Χωρίς λεφτά και με διοικήσεις που θεωρούν ότι πατούν καθημερινά σε κινούμενη άμμο, ειδικά μάλιστα μετά το αιφνίδιο και άκομψο “ξήλωμα” της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΤΧΣ, οι τράπεζες αυτή τη στιγμή δεν είναι παρά συλλέκτες στοιχείων για τις φορολογικές και δικαστικές Αρχές. Καμία ουσιαστική δουλειά δεν γίνεται για την ανάπτυξη των εργασιών, καμία υπογραφή δεν μπαίνει για αναδιαρθρώσεις δανείων (ειδικά από τη στιγμή που δεν έχει νομοθετηθεί η κάλυψη νομικής ευθύνης) και άλλα κρίσιμα θέματα,κανένα σχέδιο δεν καταρτίζεται με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και καμία συνεργασία με ενδιαφερόμενα funds στο μέτωπο των “κόκκινων” δανείων δεν μπορεί να προχωρήσει (όσο μάλιστα δεν υπάρχει δυνατότητα μετοχοποίησηςτων δανείων υπερχρεωμένων επιχειρήσεων).
Έτσι, αντί να δίνουν δάνεια και να παίρνουν καταθέσεις, όπως ορίζει η δουλειά τους, οι τράπεζες δουλεύουν για Εφορίες και εισαγγελείς και καλούνται να λογοδοτούν για το πώς έδιναν δάνεια στις καλές εποχές. Σε μόνιμη βάση οι τράπεζες απασχολούν περισσότερους από 400 υπαλλήλους για τη συλλογή και αποστολή στοιχείων στις φορολογικές και δικαστικές Αρχές, καθώς καθημερινά εδώ και μήνες βομβαρδίζονται από αιτήματα (σταθερά 100-150 την ημέρα).
Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικότητας των τραπεζικών στελεχών αναλώνεται στις αναφορές στοιχείων πέραν του πλαισίου των τακτικών ελέγχων. Χαρακτηριστικά, διευθύνων σύμβουλος συστημικής τράπεζαςανέφερε στη γενική συνέλευση των μετόχων ότι μόνο οι υπηρεσίες πληροφορικής της συγκεκριμένης τράπεζας επιβαρύνθηκαν λόγω του καταιγισμού των ελέγχων με επιπλέον 3.500 ανθρωποημέρες εργασίας. Χώριατο κόστος πολλών εκατομμυρίων ευρώ για εξωτερικούς συνεργάτες και χωρίς να υπολογίζεται το κόστος από την καθυστέρηση άλλων παραγωγικών έργωνγια τη βελτίωση της λειτουργίας της τράπεζας και την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
Παρατείνονται εκ νέου οι αλλαγές
Όλο το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται ακόμη σε αναμονή της “ανασύστασής” του –που με βάση το Μνημόνιο θα έπρεπε να είχε ήδη ολοκληρωθεί– ώστε να “τρέξει” τον τιτάνιο στόχο της μείωσης των “κόκκινων” δανείων, αλλά και τον “άθλο” της ανάκτησης των καταθέσεων.
Η ολοκλήρωση, ωστόσο, της ανασύνθεσης της εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζών με την επιλογή νέων προσώπων για τα διοικητικά συμβούλια και δησε κρίσιμους τομείς όπως οι χορηγήσεις δανείων, ο εσωτερικός έλεγχος και οι προαγωγές, δεν αποδεικνύεται εύκολη υπόθεση.
Στο όνομα της κάθαρσης και της αποκοπής κάθε νοσηρού δεσμού του παρελθόντος μεταξύ τραπεζιτών, επιχειρηματιών και πολιτικών, στήθηκε ένα νέο “παιχνίδι” στο οποίο η κυβέρνηση ήλπιζε να εγκαταστήσει μια νέα τάξη δικών της προσώπων και στρατηγικών επιλογών, οι δε ξένοι (“θεσμοί” καιfunds ως νέοι μέτοχοι των τραπεζών) να πάρουν στα χέρια τους τις ελληνικές τράπεζες και μέσω αυτών να ελέγξουν καίριους επιχειρηματικούς κλάδους.
Η δύσκολη διελκυστίνδα παρατείνεται τώρα μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, για την ακρίβεια μέχρι την εκπνοή της τρίτης εβδομάδας του μήνα, όταν τυπικά λήγει η προθεσμία για τον διορισμό οριστικής διοίκησης στο ΤΧΣ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η άτυπη παράταση στην προθεσμία για τις διοικητικές αλλαγές στις τράπεζες, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν συντελεσθεί έως τέλη Σεπτεμβρίου, θα δοθεί τυπικά στη συνεδρίαση του EuroWorking Group της 29ης Αυγούστου. Σημειώνεται ότι οι αλλαγές στις δομές της εταιρικήςδιακυβέρνησηςτων τραπεζών και στα μέλη των διοικήσεών τους είναιπροαπαιτούμενο για τη δεύτερη αξιολόγηση και την εκταμίευση της υποδόσης των 2,8 δισ. ευρώ.
Σε επίπεδο αλλαγών, τα μέχρι στιγμής αναμενόμενα είναι η επιλογή διευθύνοντος συμβούλου για την Τράπεζα Πειραιώς, ύστερα από το “κόψιμο” της επιλογής Χρ. Παπαδόπουλου από τον SSM, και η αντικατάσταση της προέδρου της Εθνικής Τράπεζας Λ. Κατσέλη λόγω ασυμβίβαστου (πολιτική δράση) με τον νόμο 4346/2015. Αναζητούνται επίσης περίπου 15 νέα στελέχηπου θα μπουν στα διοικητικά συμβούλια ως μη εκτελεστικά ή ως ανεξάρτητα μέλη μετά την εκδίωξη από τα δ.σ. των τραπεζών όσων στελεχών δεν πληρούσαν τα σκληρά κριτήρια του νόμου.
Ο άκαμπτος νόμος και τα νέα διοικητικά στελέχη
Όπως προβλέπει ο νόμος 4346/2015, η αξιολόγηση των μελών των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών και των επιτροπών τους απαιτεί από το κάθε μέλος
α) να διαθέτει τουλάχιστον δέκα (10) χρόνια εμπειρίας σε ανώτερες διευθυντικές θέσεις στους τομείς της τραπεζικής, της ελεγκτικής, της διαχείρισης κινδύνων ή διαχείρισης επισφαλών περιουσιακών στοιχείων, εκ των οποίων, ειδικά για τα μη εκτελεστικά μέλη, τρία (3) χρόνια ως μέλος διοικητικού συμβουλίου σε πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα ή σε διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, και
β) να μην ασκεί, ούτε να του έχει ανατεθεί κατά τα τελευταία τέσσερα (4) χρόνια πριν από τον διορισμό του, σημαντικό δημόσιο λειτούργημα.
Ειδικά για τους 3 εμπειρογνώμονες (ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη στο δ.σ. που θα προεδρεύουν σε όλες τις επιτροπές του δ.σ.), να έχουν εμπειρία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών σε αντίστοιχα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εκ των οποίων τουλάχιστον τρία (3) χρόνια ως μέλη διεθνούς τραπεζικού ομίλου που δεν δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά. Τα μέλη αυτά δεν πρέπει να είχαν οποιαδήποτε σχέση με πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα κατά τα προηγούμενα δέκα (10) χρόνια.
Τουλάχιστον ένα (1) μέλος του διοικητικού συμβουλίου θα πρέπει να έχει σχετική εξειδίκευση και διεθνή εμπειρία τουλάχιστον πέντε (5) ετών στη διαχείριση των κινδύνων ή στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Πρόκειται για απαιτήσεις που θέτουν εκ προοιμίου μεγάλες δυσκολίες στην εξεύρεση στελεχών και οι οποίες ελάχιστα μπορούν να “κουμπώσουν” με Έλληνες ενδιαφερομένους. Χάνεται έτσι κάθε προσδοκία της κυβέρνησης να ελέγξει το τραπεζικό σύστημα με δικούς της “αδιάφθορους” τραπεζίτες, και οι ξένοι αποκτούν το πλεονέκτημα ελέγχου των ελληνικών τραπεζών.
Ερωτηματικά και κίνδυνοι
Για το ίδιο το τραπεζικό σύστημα, το νέο πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης επιβάλλει στις τράπεζες ένα σχήμα διοίκησης μονοδιάστατο, με μέλη διοικητικών συμβουλίων που θα προέρχονται και θα διαθέτουν γνώσεις και εμπειρίες από ένα στενό τραπεζικό πεδίο. Παρά το επιχείρημα της αναβάθμισης των τραπεζικών δεξιοτήτων στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών, κάτι τέτοιο θέτει σοβαρούς κινδύνους ως προς την απρόσκοπτη και αποτελεσματική υλοποίηση των προκλήσεων που έχουν μπροστά τους οι ελληνικές τράπεζες και διακυβεύει την ανταγωνιστική τους τοποθέτηση στο διεθνές τραπεζικό τοπίο.
Μέχρι στιγμής αυτό που έχει διαφανεί είναι ότι για να μπει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε έναν ενάρετο κύκλο, θα πρέπει να ηγηθεί και να ελεγχθεί από ξένους. Όπως φαίνεται, μάλιστα, από την καθαίρεση της προηγούμενης διοίκησης του ΤΧΣ, παρά το καλώς έχειν για το έργο που διετέλεσε, και τη μεγάλη αύξηση των αποδοχών για τη νέα οριστική διοίκηση του Ταμείου που αποφάσισε η Επιτροπή Επιλογής, η επαναφορά του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στον ίσιο δρόμο θα πρέπει να πληρωθεί και κάτι παραπάνω.Έστω και προτού κριθούν οι επιδόσεις των, όπως διαφαίνεται, ξένων “μάγων”, έστω και αν στη χώρα υπάρχει παρατεταμένη κρίση και λιτότητα, έστω και αν από τη σύστασή του το ΤΧΣ βαρύνει τον Έλληνα φορολογούμενο, ο οποίος βρίσκεται χωρίς “φωνή” για το τραπεζικό σύστημα της χώρας του.
Ποιοι θα επιλεγούν;
Στην πράξη, θα μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά ένα τραπεζικό σύστημα που θα διοικείται στις καίριες θέσεις από στελέχη χωρίς γνώση της ελληνικής πραγματικότητας και τα οποία θα πρέπει να έρχονται σε επαφή μέχρι τη βάση της πυραμίδας του οργανισμού μιλώντας όχι στα ελληνικά, αλλά εις (άπταιστην) αγγλικήν;
Και από πού θα έρθουν οι νέοι τραπεζικοί φωστήρες; Από χώρες που διδάσκονταν το banking προ εικοσαετίας από τους Έλληνες τραπεζίτες; Ήμήπως θα εγκαταλείψουν τα πολυτελή γραφεία τους και την πολυτελή διαβίωσή τους στο Λονδίνο, στη Ζυρίχη, στις Βρυξέλλες ή στη Φρανκφούρτη για να έρθουν να ζήσουν στη μίζερη Αθήνα του σήμερα; Εκτός και αν το πράξουν, όπως άλλες ξένες διοικήσεις τραπεζών στο παρελθόν, οι οποίες ζούσαν στο εξωτερικό, όριζαν στην ελληνική τράπεζα διοικητικά συμβούλια στην Αθήνα μόνο Πέμπτες νωρίς το πρωί, έφευγαν “καπάκι” για τετραήμερο στα ελληνικά νησιά και επέστρεφαν Δευτέρα στη χώρα τους…
Σε κάθε περίπτωση, οι αλλαγές που προωθούνται στη διοίκηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι κρίσιμες για την ελληνική οικονομία και θα πρέπει να απαιτήσουν πολύ αυστηρό έλεγχο αποτελεσματικότητας και των νέων διοικούντων. Η αποτελεσματικότητα των τελευταίων θα πρέπει να κριθεί από τη συμβολή των τραπεζών στην επανεκκίνηση της οικονομίας μεαύξηση της πιστωτικής επέκτασης, αλλά και από την ισχυροποίηση των τραπεζών ούτως ώστε να μη χρειαστούν άμεσα νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Διαφορετικά θα πρόκειται για μια “τρύπα στο νερό”, με βαρύ αντίτιμο για τις ελληνικές τράπεζες και την ελληνική οικονομία.
Ο “μπαμπούλας” των κατασχέσεων
Mε τον “μπαμπούλα” των κατασχέσεων επιχειρεί η κυβέρνηση να συμμορφώσει όσους χρωστούν στην Εφορία και στα Ταμεία και δεν έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους. Η δημοσιονομική αυτή στρατηγική που στόχο έχει την ενίσχυση των εσόδων του κράτους και του ασφαλιστικού συστήματος έρχεται σε προφανήαντίθεση τόσο με τη στρατηγική της κυβέρνησης για ενίσχυση των καταθέσεων των τραπεζών προκειμένου να χρηματοδοτηθεί εκ νέου η ελληνική οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση, όσο και με το υλοποιούμενο κυβερνητικό πρόγραμμα το οποίο έχει χαρακτηριστικά “φορο-λαίλαπας”.
Και αυτό γιατί, όπως εξηγούν οικονομικοί αναλυτές στο “Κ”, δεν είναι λογικόαπό τη μια μεριά η κυβέρνηση να ζητά από τους οφειλέτες συνολικά προς το Δημόσιο, εργοδότες και αυτοαπασχολούμενους, να επιστρέψουν τα κεφάλαιά τους στις τράπεζες και από την άλλη να τα απειλεί με κατάσχεση, εφόσον οι ίδιοι δεν προβούν σε κάποια ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρεών τους, αλλά και να αυξάνει τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους.
Η αναγκαιότητα μιας νέας ρύθμισης “φωτίζεται” από τα νέα ρεκόρ που έχουν σημειώσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την Εφορία και τα Ταμεία τα οποία ξεπερνούν πλέον τα 115 δισ. ευρώ.
capitalgr