Πριν ακόμα ωριμάσουν οι συνθήκες που τελικά επίτρεψαν τη διαμόρφωση και δημιουργία του σύγχρονου κράτους, το ζήτημα της Συνταγματικής καθιέρωσης
κανόνων λειτουργίας του Πολιτεύματος αποτέλεσε βασικό άξονα άσκησης πολιτικής στην Ελλάδα. Ήδη από το 1797 εντοπίζεται στα κείμενα του Ρήγα η πρώτη απόπειρα δημιουργίας Συνταγματικής Αρχής που στόχο είχε τον καθορισμό των κανόνων λειτουργίας του νεότευκτου κράτους.
Ωστόσο ο παραδοσιακός πολιτικός ανταγωνισμός σε συνδυασμό με τις ταραχώδεις ιστορικές εξελίξεις οδηγήσαν σε πολλές περιπτώσεις σε πισωγυρίσματα που αντανακλούσαν μοιραία στα διακυβεύματα της εποχής. Τοnewpost μέσω του παρόντος αφιερώματος επιχειρεί να κάνει ένα μικρό flush back στην ιστορική αυτή εξέλιξη, θέτοντας ως στόχο την ανάδειξη της σημασία και του ρόλου των Συνταγμάτων, ενόψει και της επικείμενης αναθεώρησης.
Τα προεπαναστατικά
Όπως προαναφέρθηκε το 1797 ο Ρήγας δημοσίευσε το έργο «Νέα Πολιτική Διοίκησης των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσόγειων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας». Επρόκειτο για μια προσπάθεια διατύπωσης συνταγματικού κειμένου- δεν ήταν γραμμένο με την κατάλληλη νομική ορολογία- που να ανταποκρίνεται στο αίτημα μιας πανβαλκανικής ένωσης εναντίον της παρακμάζουσας τότε Οθωμανικής Αιτιοκρατίας. Το Σύνταγμα αυτό ήταν άκρως ριζοσπαστικό όχι μόνο για την εποχή αλλά και για τα σημερινά δεδομένα, καθώς εμφορείτο από τις αρχές της Γαλλικής επανάστασης και μάλιστα του Ιακωβινισμού. Μέσα στα βασικά του χαρακτηριστικά ήταν η αναγνώριση της λαϊκής κυριαρχίας (!) και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με τη δημιουργία του αντίστοιχου Σώματος (Βουλή). Υπήρχαν δε και θεσμοί άμεσης δημοκρατίας όπως αυτοί των λαϊκών συνελεύσεων, ενώ υπήρχε και εκτενής κατάλογος δικαιωμάτων.
Πάντως με το ξέσπασμα της επανάστασης τέθηκε μοιραία και το πρόβλημα του καταμερισμού των εξουσιών στη μετά της Οθωμανικής κυριαρχίας κατάσταση. Οι παραδοσιακές δομές ανταγωνίζονταν τις νέες με αποτέλεσμα να γίνουν τρεις συνολικά απόπειρας διατύπωσης Συνταγματικών Κανόνων μέχρι την τελική αναγνώριση της ανεξαρτησίας. Ωστόσο και οι τρεις εμφορούμενες σε μεγάλο βαθμό από το ριζοσπαστικό χαρακτήρα του επαναστατικού πνεύματος της εποχής, δεν μπόρεσαν να επιβάλουν τους δικούς τους όρους. Αντίθετα ένας συνδυασμός από εμφυλιοπολεμικές αντιδικίες και παρεμβάσεις των Μεγάλων δυνάμεων, οδήγησαν τελικά στην απουσία Συνταγματικού κειμένου ως και το 1844.
Σε κάθε περίπτωση, τον Γενάρη του 1822 ψηφίστηκε στην Επίδαυρο το Προσωρινό Σύνταγμα της Ελλάδας που είχε ως πρότυπο το γαλλικό του 1795. Στο Σύνταγμα αυτό που χαρακτηριζόταν από μια προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ του βουλευτικού και εκτελεστικού σώματος, αναγνωριζόταν ο δημοκρατικός χαρακτήρας του Πολιτεύματος , ενώ καθιεώρθηκε και την Ορθοδοξία ως επικρατούσα θρησκεία.
Στη συνέχεια και μετά τις εξελίξεις στο επαναστατικό μέτωπο, τον Μάρτιο του 1823 συγκλήθηκε στο Άστρος η Β’ Εθνοσυνέλευση που συμμετείχαν 230 αντιπρόσωποι εκλεγμένοι έμμεσα από τους γέροντες των κοινοτήτων, βάσει του πρώτου εκλογικού νόμου. Ο ανταγωνισμός όμως μεταξύ των συμμετεχόντων οδήγησε στο σχηματισμό δύο νομοθετικών και βουλευτικών Σωμάτων διαμορφώνοντας ουσιαστικά εμφυλιοπολεμική κατάσταση. Η κατάσταση αυτή που συνεχίστηκε ως και το 25’ σε συνδυασμό με την επέλαση του Ιμπραήμ στη Πελοπόννησο ανάγκασε ουσιαστικά την Ελλάδα να προχωρήσει σε μια από τις πιο ατιμωτικές πράξεις της ιστορίας της: Το ψήφισμα της υποτέλειας.
« Η Ελλάδα δια της παρούσης δημοσίου πράξεως προσδιορίζει αποφασίζει, θεσπίζει και βούλεται τον επόμενον Νόμον: Το ελληνικό έθνος δυνάμει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας», αναφέρει χαρακτηριστικά το ψήφισμα.
Τελικά το Απρίλιο του 26 συνήλθε η Γ’ Εθνοσυνέλευση αποτελούμενη από 200 αντιπροσώπους που προετοίμασε το λεγόμενο Σύνταγμα της Τροιζήνας. Επρόκειτο με διαφορά για πιο δημοκρατικό από τα τρία Συντάγματα, καθώς ήταν βασισμένο στο αμερικάνικο του 1787. Μάλιστα παρά τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις δυνάμεις που υποστήριζαν Άγγλους, Γάλλους και Ρώσους, τελικά βρέθηκε ένας κοινός βηματισμός που επίτρεψε τη ψήφιση του Συντάγματος. Στο κείμενο αυτό υπήρξε η κατοχείρωση πολλών ατομικών δικαιωμάτων και ο περιορισμός της εξουσίας της εκκλησίας (ως τότε ένας από τους επτά υπουργούς ήταν κληρικός). Ωστόσο πριν ψηφιστεί το κείμενο συμφωνήθηκε η ανάθεση της Εκτελεστικής Εξουσίας στον Καποδίστρια, χαρακτηρίζοντάς τον κυβερνήτη (για να μη λήξει το θέμα του Πολιτειακού).
H της 3ης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση
Από τις πρώτες αυτές προεπαναστικές απόπειρες, μέχρι και την τελική υιοθέτησή Συνταγματικού Κειμένου, πέρασαν δύο δεκαετίας και έγιναν πολλά: Ο Καποδίστριας, επικαλούμενος αρχικά τον υπαρκτό φόβο της αντίδρασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έναντι του νεοσύστατου κράτους, διέλυσε κάθε δημοκρατική και αντιπροσωπευτική αρχή, περιορίζοντας την εκτελεστική εξουσία σε ένα συμβουλευτικό- του ιδίου- Σώμα. Και μετά τη δολοφονία του όμως και τον ερχομό των Βαυαρών του Όθωνα ως απότοκο της συμφωνία των Προστάτιδων Δυνάμεων, η απόλυτη μοναρχία αποτέλεσε τη μοναδική οδό.
Ωστόσο η ίδια η Βαυαροκρατία δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τις ισορροπίες στο εσωτερικό χωρίς να υποχρεωθεί επί της ουσίας να παραχωρήσει δικαιώματα. Την 3 του Σεπτέμβρη του 1843 ένα κίνημα στη πλατεία έξω από το παλάτι (στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το Σύνταγμα και το κτήριο της Βολής), υποχρέωσε τον Όθωνα να παραχωρήσει ουσιαστικά το πρώτο Σύνταγμα της χώρας.
Η Εθνική συνέλευση που διαμορφώθηκε είχε 244 αντιπροσώπους. Χωρίστηκε στη πλειοψηφία που ήταν μετριοπαθείς και μια μειοψηφία με επικεφαλής τον Μακρυγιάννη που ήταν προοδευτικότερη. Στο εν λόγω Σύνταγμα που βασίστηκε στο αντίστοιχο γαλλικό του 1830, καθιερώθηκε η μοναρχική αρχή με το πρόσωπο του βασιλιά να χαρακτηρίζεται «ιερό και απαραβίαστο». Ο Όθωνας από τη πλευρά του εμφανιζόταν ως παράγοντας της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, όμως την ίδια στιγμή χαρακτηρίζεται ανεύθυνος. Στο Σύνταγμα πάντως του 44’εμφανίζεται για πρώτη φορά η δυνατότητα παραμονής ή διέλευσης ξένων ενόπλων δυνάμεων στο έδαφος της χώρας και το δικαίωμα ψήφου δίνεται στους άνδρες των 25 ετών που διαθέτουν ιδιοκτησία ή που εξασκούσαν κάποιο ανεξάρτητο επάγγελμα.
Το Σύνταγμα του 1864- Η βασιλευομένη δημοκρατία
Η παραχώρηση Συντάγματος δεν ήταν από μόνη της ικανή να διατηρήσει τον Όθωνα στο θρόνο, καθώς τον Οκτώβριο του 1862 νέα εξέγερση της στρατιωτικής φρουράς των Αθηνών ουσιαστικά καθαίρεσε τον πρώτο βασιλιά της χώρας. Το πρόβλημα της διαδοχής του θρόνου λύθηκε έστω και με άκομψο τρόπο μέσω της τοποθέτησης του πρίγκιπα της Δανίας Γεώργιου (παρά το γεγονός ότι σε σχετικό δημοψήφισμα είχε λάβει μόλις 6 ψήφους). Συγκεκριμένα ενώ αρχικά η πρόθεση ήταν το Στέμμα να δοθεί στον πρίγκιπα Αλβέρτο της Αγγλίας, η απόφαση άλλαξε μετά την αντίδραση των υπόλοιπων μεγάλων δυνάμεων και εγγυητών της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Έτσι στην Εθνική Συνέλευση που ακολούθησε, με τη συμμετοχή αρκετών δεκάδων νεοεκλεγέντων βουλευτών από τα Επτάνησα που μόλις είχαν προσχωρήσει ως δώρο στην Ελλάδα, καταργήθηκε ο θεσμός της Γερουσίας, καθιέρωσε τη δημοκρατική αρχή, παρείχε καθολικά το δικαίωμα του εκλέγειν (στους άνδρες) και καθιέρωσε αυτό του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι.
1911- Το απότοκο του κινήματος στο Γουδί
Το Σύνταγμα του 1864 είναι το μακροβιότερο στην ελληνική ιστορία και το πρώτο που επίτρεψε στη πράξη τη δυνατότητα δημιουργίας του φαινομένου του δικομματισμού! Η αβλεψία του όμως στο ζήτημα της δεδηλωμένης (αν πρέπει αυτός που κυβερνά να έχει και τη πλειοψηφία στη Βουλή) μαζί με τα πολλά και σωρευμένα προβλήματα στα τέλη του 19ου αιώνα, όπως η χρεοκοπία, ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος και ο ντροπιαστικός πόλεμος με τους Οθωμανούς, οδήγησαν σε μια νέα εξέγερση στο Γουδί. Μέσα στο δεκαπενταύγουστο του 1909, Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμός επιχείρησε τότε να εκφράσει την αντίδραση της κοινωνίας έναντι αυτού που αργότερα ονομάστηκε «κυριαρχία της φαυλοκρατίας».
Την άνοιξη του 1910 η Βουλή, της οποίας η σύνθεση δεν είχε αλλάξει από το κίνημα στο Γουδί, ψήφισε σε μία και όχι δύο ψηφοφορίες την έναρξη της αναθεωρητικής διαδικασίας με σχετική απόφαση των ¾ της. Στις εκλογές που ακολούθησαν διπλασιάστηκε ο αριθμός των βουλευτών με αποτέλεσμα το 35% του Σώματος να είναι εκπρόσωποι των νέων ρευμάτων της εποχής, μεταξύ των οποίων και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μάλιστα μετά από μια έντονη συζήτηση αναφορικά με το αν η Βουλή που θα προέκυπτε θα ήταν αναθεωρητική ή Συντακτική (θα θίξει δηλαδή το ζήτημα του Θρόνου), ο Βενιζέλος έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης παρά το ότι δεν είχε τη πλειοψηφία στη Βουλή. Ακολούθησαν νέες εκλογές (λόγω αποτυχίας της διαδικασίας αναθεώρησης) με τα παλιά κόμματα να απέχουν καταγγέλλοντας τη διαδικασία με αποτέλεσμα η σύνθεση της νέας Βουλής να έχει αλλάξει κατά 87%.
Τελικά στο Σύνταγμα του 1911 έγιναν πολλές αλλαγές στη κατεύθυνση της εμπορικής νομοθεσίας (θέσπιση κανόνων για Ανώνυμες εταιρίες) αλλά και τη λειτουργία των δικαστηρίων και τον εκσυγχρονισμό τους. Μια από τις σημαντικές προβλέψεις ήταν πως το κράτος μπορεί να κάνει απαλλοτριώσεις στα τσιφλίκια της Θεσσαλίας προς αποκατάσταση των ακτημόνων, ικανοποιώντας ένα αίτημα ολόκληρων γενιών. Μεταξύ άλλων, θεσπίστηκε η μονιμότητα των δικαστικών και των δημοσίων υπαλλήλων, βελτιώθηκε η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και μειώθηκε το όριο εκλογιμότητας από τα 30 στα 25 χρόνια (πάντα για τους άνδρες). Ακόμα, έκανε την εμφάνισή του το περίφημο άρθρο 16 για την υποχρεωτική δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ καθιερώθηκε και η κυριακάτικη αργία.
Σε κάθε περίπτωση στο Σύνταγμα του 11’ έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους άρθρα (91) για τη κατάστασης ανάγκης και τη σύσταση «εξαιρετικών δικαστηρίων» που στο μέλλον αποτέλεσαν και τα δύο μαύρες σελίδες για τη πολιτική και όχι μόνο ιστορία του τόπου.
Το Σύνταγμα του 1927- Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία
Αποτυπώνοντας το πνεύμα της εποχής και μετά από πολλές συγκρούσεις και τραγωδίες, το Σύνταγμα του 1927’ φέρνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το θεσμό της αβασίλευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Έχουν βέβαια προηγηθεί δύο βαλκανικοί πόλεμοι, ο Εθνικός Διχασμός (στοιχεία του οποίου εμφανίζονται και στον εμφύλιο) αλλά και η Μικρασιατική καταστροφή που κάνουν το αίτημα της κοινωνικής ειρήνης ευρέως αποδεκτό. Μετά την ανατροπή της κωμικοτραγικής δικτατορίας του Πάγκαλου, οι παρατάξεις ήρθαν σε συνεννόηση, σχηματίζοντας οικουμενική κυβέρνηση και Συντακτική Βουλή. Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του Συντάγματος αυτού ήταν ότι κατοχύρωνε το θεσμό της αβασίλευτης δημοκρατίας παρά το γεγονός ότι οι φιλοβασιλικές δυνάμεις δεν το συνυπέγραψαν. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται για 5 χρόνια από τη Βουλή και τη Γερουσία σε κοινή συνεδρίασή τους. Για να συμβεί αυτό σε σύνολο 250 βουλευτών και 120 Γερουσιαστών ήθελε παρουσία των 315 και απόλυτη πλειοψηφία (186). Μάλιστα στο Σύνταγμα του 27’ διατυπώνεται για πρώτη φορά ρητά η αρχή της δεδηλωμένης, ενώ καθιερώνεται και ο θεσμός της Γερουσίας. Ακόμα, έδινε τη δυνατότητα ψήφισης νόμου που θα απέδιδε πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες, διεύρυνε την ελευθερία του Τύπου, καταργώντας τον αυτόφωρο χαρακτήρα των αδικημάτων που σχετίζονται με αυτόν και καθιέρωσε για πρώτη φορά ορισμένα κοινωνικά δικαιώματα (προστασία εργασίας, εκπαίδευσης, οικογένειας).
Ωστόσο η ισχύς του Συντάγματος αυτού κράτησε μόλις 9 χρόνια, καθώς η ταραγμένη περίοδος που ακολούθησε και η δικτατορία του Μεταξά δεν του επίτρεψαν να μακροημερεύσει. Ήδη από το 28’ , ο Βενιζέλος είχε ζητήσει τη «μεταρρύθμιση» του Συντάγματος, λέγοντας πως χωρίς κάτι τέτοιο «δεν μπορεί να κυβερνηθή πλέον ομαλώς ο τόπος αυτός. «Τα λεγόμενα ατομικά δικαιώματα, αι προσωπικαί ελευθερίαι δεν είναι απόλυτα!», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
« Τα κακά του κοινοβουλευτισμού απέβησαν μεγαλύτερα και καταφανέστερα.Η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος να ανταποκριθεί προς τα καθήκοντά της, ευρισκόμενη υπό την πλήρη εξάρτησιν της νομοθετικής εξουσίας, η οποία επηρεάζεται πάλιν από την ανάγκη να μη δυσαρεστήση τους διαφόρους εκλογικάς ομάδας, δια να μη διακινδυνεύση η επανεκλογή των αποτελούντων αυτή βουλευτών», ήταν μερικές από τις χαρακτηριστικές μόνο φράσεις του Βενιζέλου, ο οποίος επιχείρησε αποτυχημένα τελικά να αναθεωρήσει το Σύνταγμα προς τη κατεύθυνση του Προεδρικού μοντέλου των ΗΠΑ.
1952: συνταγματική μοναρχία ξανά!
Τα ταραγμένα γεγονότα που ακολούθησαν του Συντάγματος του 27’ δεν ήταν ένας καλός οιωνός για τη μορφή του επόμενου Συντάγματος που θα ψήφιζε η χώρα. Το χρηματιστηριακό κραχ του 29’, η άνοδος των φαστιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη αλλά και του Μεταξά στην Ελλάδα, ο Δεύτερος παγκόσμιος Πόλεμος και η γερμανική κατοχή, διαμόρφωσαν δύο δύσκολες για την Ελλάδα δεκαετίες. Σε αποκορύφωμα δε των παραπάνω, ήρθε και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου που ανέδειξε όλες εκείνες τις αντιθέσεις που κράτησαν τον τόπο μακριά από παγκόσμια προοδευτικά δρώμενα. Έτσι το Σύνταγμα του 1952 που λειτούργησε παράλληλα με τον λεγόμενο «παρασύνταγμα» ήταν ένα κείμενο «κομμένο» και «ραμμένο» στα μέτρα των νικητών, αντλώντας στοιχεία από εκείνα του 1864 και 1911 αλλά όχι αυτό του 1927!
Τα ατομικά δικαιώματα ήταν περιχαρακωμένα και ελλιπέστατα, ο θεσμός της Βασιλείας παλινορθωμένος, ενώ εμφανίστηκε για πρώτη φορά και «ειδική» μεταχείριση έναντι του εφοπλιστικού κεφαλαίου (που ισχύει και σήμερα). Φωτεινή εξαίρεση, η παροχή του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις γυναίκες (πρώτη φορά οι γυναίκες ψήφισαν επί κατοχής στις εκλογές για την ανάδειξη της κυβέρνησής του Βουνού).
1975: Η σταθεροποίηση της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας
Το Σύνταγμα του 1952 επειδή ακριβώς αποτύπωνε τις βαθιές αντιθέσεις της κοινωνίας δεν μπόρεσε να κρατηθεί για πολύ στη ζωή. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και η μαύρη επταετία που ακολούθησε, επισφράγισε το ατελείωτο πισωγύρισμα της χώρας με την τουρκική εισβολή στη Κύπρο. Η δε επίκληση της συνταγματικής νομιμότητας που επιχείρησαν οι στρατιωτικοί (ψηφίστηκαν δύο συντάγματα εκ τον οποίων το ένα μάλιστα τέθηκε και σε δημοψήφισμα) μόνο ως πρόσχημα δημοκρατικής νομιμιμοποίησης έναντι των διεθνών παρατηρητών μπορεί να ειδωθεί.
Μετά τη πτώση της χούντας πάντως, το δημοψήφισμα που ακολούθησε (8 Δεκεμβρίου 1974) έλυσε μια καλή το Πολιτειακό και άνοιξε το δρόμο για τη θέσπιση του Συντάγματος που ισχύει ακόμα και σήμερα.
Ο Θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας αντικαθιστά αυτόν του Βασιλιά, διατηρώντας όμως πολλές από τις αρμοδιότητες του ως ανώτατου πολιτειακού άρχοντα. Μπορούσε να καλέσει όποτε το κρίνει σκόπιμο συμβούλιο πολιτικών αρχηγών ή να διαλύσει τη Βουλή εφόσον διαπιστώσει «δυσαρμονία» του πολιτικού συστήματος με το κοινό αίσθημα. Έπρεπε τελικά να γίνει η αναθεώρηση του 86’ (που είχε και πολιτική σκοπιμότητα μεταξύ των αντιπάλων τότε Α. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλή) προκειμένου να μειωθούν κατά πολύ οι αρμοδιότητες του προέδρου.
Σε κάθε περίπτωση όμως το Σύνταγμα του 75’ ήταν αυτό που κατάφερε να σταθεροποιήσει τη κατάσταση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, δίνοντας τη δυνατότητα- όπως εκείνο του 64’- να διαμορφωθεί ένας νέος και μεγάλος δικομματικός ανταγωνισμός που ονομάστηκε μεταπολίτευση.
Πλέον και βάσει των μεγάλων προκλήσεων που αναδεικνύει η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, έχει ανοίξει η συζήτηση για μια νέα αναθεώρηση που θα θωρακίσει (στο καλό σενάριο) την Πολιτεία έναντι των πολλών και διαφόρων κινδύνων.