Η …φορολογική αυτονομία των κρατών – μελών της Ε.Ε καλύπτει τις πρακτικές των off-shore και των συστημάτων φοροδιαφυγής δήλωσε ο πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου και βουλευτής των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών Βέρνερ Λάνγκεν
Το ότι οι σημαντικές αποκαλύψεις των Panama Papers και των LuxLeaks περι φοροδιαφυγής (για τις οποίες πολλάκις έχετε ενημερωθεί από το ThePressProject.gr) κινδύνευαν να θαφτούν από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία ήταν κάτι που θα μπορούσε να πιθανολογήσει κανείς. Αλλά όχι και ότι οι διαδικασίες ελέγχου των υποθέσεων αυτών θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ως «όχημα» για την υπονόμευση στοιχειωδών και …εναπομεινάντων δικαιωμάτων εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό μπορεί να ξεπεράσει την φαντασία αρκετών. Ας είναι όμως, γιατί αποτελεί ένα εξόχως αποκαλυπτικό στοιχείο για πολλά πράγματα.
Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Το θέμα έθεσε «στο τραπέζι» ο άνθρωπος που εξέλεξαν στο αξίωμα του προέδρου τα 65 μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής του Ευρω-Κοινοβουλίου για την φοροδιαφυγή στις 10 Ιουλίου. Ο ευρωβουλευτής των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών (το κόμμα της Α.Μέρκελ και του Β.Σόιμπλε) Βέρνερ Λάνγκεν. Να σημειώσουμε ότι η επιτροπή συστήθηκε τον Ιούνιο με αφορμή την δημοσιοποίηση των στοιχείων των Panama Papers και του χρόνου το καλοκαίρι οφείλει να παραδώσει το πόρισμά της.
Ο Βέρνερ Λάγκεν απαντώντας σε δημοσιογραφικές ερωτήσεις για τον προσανατολισμό της επιτροπής φρόντισε από τη αρχή να …μπλέξει τα πράγματα. ‘Ανέφερε ότι «ο θεμιτός φορολογικός ανταγωνισμός είναι αναγκαίο στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ενιαίας Αγοράς και του παγκόσμιου συστήματος». Πρόσθεσε πως για το ζήτημα της φοροδιαφυγής «υπάρχουν διάφορα θέματα. Ένα είναι η ατομική χρήση εταιριών-βιτρίνα και οι μέθοδοι φοροαποφυγής. Άλλο ένα ζήτημα είναι αν οι νόμοι σε ορισμένα κράτη μέλη αποτρέπουν τον ανταγωνισμό» και «το τρίτο ερώτημα είναι το πώς μπορούμε να έχουμε συνολικά μεγαλύτερη δικαιοσύνη».
Δηλαδή η νομοθεσία χωρών – μελών της Ε.Ε με κραυγαλέα στήριξη στην νόμιμη φοροαποφυγή (π.χ Λουξεμβούργο ή Ολλανδία) αναμίχθηκαν με τον γενικό όρο της προαγωγής του ανταγωνισμού στα εθνικά φορολογικά συστήματα. Την χρήση του ως εργαλείο προσέλκυσης επενδύσεων. Μάλιστα ο πρόεδρος της επιτροπής μίλησε συγκεκριμένα για το προσφατο δημοψήφισμα στην Βρετανία με το γνωστό αποτέλεσμα: «Αν δείτε το δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία, η επαρχία κατά των οικονομικών ελίτ από το Λονδίνο και τα περίχωρά του, μπορούμε να πούμε ότι είναι κοινωνικό πρόβλημα να υπάρξει δικαιοσύνη».
Μετά από αυτό ο Βέρνερ Λάγκεν συνέχισε ακόμη περισσότερο να … «θολώνει τα νερά», αποκαλύπτοντας όμως ταυτόχρονα τις προθέσεις του. Όπως είπε «το θέμα είναι η ανάπτυξη των θετικών προσεγγίσεων που βασίζονται στον φόρο. Η απόκτηση διαφανούς πρόσβασης στα έγγραφα η μελέτη δεσμευτικών ή μη δεσμευτικών συστάσεων του ΟΟΣΑ και η επιβολή ενιαίων κανόνων παγκοσμίως, για την ανάγκη αλλαγής της αρχής της ομοφωνίας Κρατών-Μελών σε πολλούς τομείς. Σε φορολογικά θέματα π.χ όλοι επικαλούνται την φορολογική αυτονομία τους η οποία οδηγεί όμως σε αθέμιτο φορολογικό ανταγωνισμό»!
Στην καλύτερη περίπτωση ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής παραπέμπει το θέμα στο …χάος της αναζήτησης μιας παγκόσμιας συμφωνίας με τοποτηρητή τον ΟΟΣΑ. Όμως με δεδομένες τις θέσεις της γερμανικής κυβέρνησης είναι φανερό πώς αναφέρεται ειδικά στην Ε.Ε και συγκεκριμένα στις θεμελιακές αρχές της Ομοφωνίας και της Επικουρικότητας.
Τα πεδία της εφαρμογής των συγκεκριμένων αρχών που υπάρχουν στις ιδρυτικές συνθήκες της Ε.Ε περιορίστηκαν ξεκάθαρα στην Συνθήκη της Νίκαιας το 2009 όμως συνεχίζουν – έστω τυπικά- να περιλαμβάνουν κάποιους τομείς, μεταξύ άλλων, την φορολογική πολιτική και την πολιτική άμυνας. Η πρώτη αφορά αποφάσεις που πρέπει να παίρνονται ομόφωνα στην Ε.Ε και η δεύτερη την άσκηση των αρμοδιοτήτων των κρατών – μελών και κατά πόσο η ΕΕ μπορεί να ενεργήσει ή πρέπει να αφήσει την πρωτοβουλία στα κράτη.
Οι δηλώσεις αυτές του Βέρνερ Λάγκεν έγιναν στις αρχές Αυγούστου και δείχνουν να «κουμπώνουν» με όσα αποκάλυψε τον Ιούνιο η εφημερίδα Handelsblatt, ‘Ενα εσωτερικό έγγραφο για την αντιμετώπιση του brexit στο οποίο ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφανγκ Σόιμπλε, κατέθετε την άποψη της αλλαγής του ρόλου της Κομισιόν σε «θεματοφύλακα των συνθηκών» ενώ «την εποπτεία της δημοσιονομικής πολιτικής των χωρών μελών να αναλάβει μια ανεξάρτητη αρχή» παράλληλα με την άποψη της «σύνδεσης» των «συστάσεων για τις επιμέρους χώρες» με τα διαθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. Δηλαδή ένα συνολικό σχέδιο σκλήρυνσης της δημοσιονομικής σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας μάλιστα είχε δηλώσει ότι δεν επιθυμεί να μπει στο μέλλον σε ανταγωνισμό με την Βρετανία για την μείωση της φορολογίας.
Όλα αυτά την ίδια στιγμή που στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προωθείται οδηγία σχετικά με την καταπολέμηση της οικονομικής κατασκοπίας που – σύμφωνα τουλάχιστον με την ευρωομάδα των «Πράσινων»- «μεταφέρει το βάρος της απόδειξης από τις επιχειρήσεις στους καταμηνυτές ατασθαλιών». Κάτι που δεν διαφαίνεται καθόλου ευνοϊκό για όσους στο μέλλον θελήσουν να δημοσιοποιήσουν τέτοιου είδους στοιχεία.
Μα γίνεται να ελεγχθούν οι φορολογικοί παράδεισοι;
«Μα πώς θα μπορέσει η Ε.Ε να ελέγξει την φοροδιαφυγή χωρίς ενιαίους φορολογικούς κανόνες;» θα μπορούσε αναρωτηθεί κανείς.
‘Οχι όμως κάποιος που έχει παρακολουθήσει -έστω και στοιχειωδώς- την υπόθεση των διαπραγματεύσεων για τα ελληνικά μνημόνια. Η Ελλάδα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς με θεσμικούς (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και μη θεσμικούς τρόπους (Eurogroup) μπορεί μια χώρα όχι απλά να δεχθεί επιρροές στην φορολογική της πολιτική αλλά να χάσει σχεδόν εντελώς τον έλεγχό της.
Αξίζει εδώ να θυμηθεί κανείς την περίφημη γνωμοδότηση του Γερμανικού Κοινοβουλίου (Bundestag) με αριθμό PE 6-3000-102/15 που προκειμένου να δικαιολογήσει –το 2015- τον αποκλεισμό της Ελλάδας από την συνεδρίασή του Eurogroup, το χαρακτήριζε «ανεπίσημο και μόνο διαβουλευτικό forum» παρά το γεγονός ότι καθόριζε τις αποφάσεις του ECOFIN. Είδε το φώς της δημοσιότητας στις 27 Ιουνίου του 2015 και απέδειξε περίτρανα το τι μπορεί να κάνει η Ε.Ε προκειμένου να επιβάλλει πολιτικές.
Αντίστοιχες δυνατότητες άλλωστε δίνει και στο νομικό επίπεδο και η συνθήκη της Νίκαιας, που υπογράφθηκε το 2009 από όλα τα κράτη μέλη και στην ερμηνευτική ανακοίνωση τότε του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επισημαίνονταν ότι «η Σύνοδος υπενθυμίζει ότι σε συμφωνία με το νόμο για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, οι Συνθήκες και οι νόμοι οι οποίοι υιοθετούνται από την Ενωση πάνω στη βάση των Συνθηκών, έχουν προτεραιότητα έναντι των νόμων των εθνικών κρατών».
Δεν φαίνεται να υφίσταται δηλαδή πραγματικός λόγος να συνδέεται με τέτοιον τρόπο η αντιμετώπιση της νόμιμης φοροδιαφυγής μέσω των «εταιριών βιτρίνας» με το πάγιο αίτημα της Γερμανίας και των χωρών που συντάσσονται η συμβιβάζονται με τις λογικές της για «περισσότερη Ευρώπη». ‘Ορος που μεταφράζεται σε σκληρότερη, πιο αποτελεσματική, εφαρμογή της γραμμής της λιτότητας μέσω της περεταίρω εκχώρησης εξουσιών.
Πρόκειται καθαρά για ζήτημα πολιτικής βούλησης απέναντι σε ένα φαινόμενο που με βάση τα στοιχεία οδηγεί σε 1 τρισεκατομμύριο τον χρόνο αφορολόγητα κέρδη μεγάλων εταιριών στην Ε.Ε ενώ σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ σε παγκόσμιο επίπεδο η φοροδιαφυγή ισούται με το 4 έως 10% των κερδών παγκοσμιως.
Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση ήθελε όντως να «εξαφανίσει» από το έδαφός της τους κάθε λογής φορολογικούς παραδείσους έχει και τους μηχανισμούς και την δυνατότητα να το κάνει. Ιδίως αν η πεποίθηση αυτή εκφραστεί με μεγάλες πλειοψηφίες ανάμεσα στα κράτη μέλη. Μόνο που κάτι τέτοιο θα έθετε αυτόματα στο «στόχαστρο» χώρες που και δεν έχουν την ψευδεπίγραφη δικαιολογία του υψηλού δημόσιου χρέους αλλά ταυτοχρόνως ανήκουν – οικονομικά και πολιτικά- στον λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» των κυρίαρχων αντιλήψεων. Κυρίως όμως θα λειτουργούσε ως εμπόδιο στην βασική αιτία της λειτουργίας της, που δεν είναι άλλη από την θωράκιση των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό.
Φυσικά όλο αυτό είναι μία εικασία πολύ μακριά από την πραγματικότητα, αφού τα δίκτυα νόμιμης φοροαποφυγής, δεν είναι ένα «απόκλιση» στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για την κυριαρχία επί των αγορών αλλά ένα συστατικό στοιχείο του.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι κομβικό σημείο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ε.Ε και των ΗΠΑ στο πλαίσιο της Διατλαντικής Συμφωνίας (TTIP) είναι να υπάρξει ειδικό κεφάλαιο για την απελευθέρωση όλων των πληρωμών σε τρέχοντες λογαριασμούς και όλων των μεταφορών χρημάτων για μεγάλες επενδύσεις, πράγμα το οποίο θα κάνει ακόμη πιο δύσκολο τον έλεγχο της ροής των κεφαλαίων και κατάργηση του ελέγχου πληρωμών για εισφορές, μερίσματα και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Τα πολυδαίδαλα δίκτυα νόμιμης φοροαποφυγής και χωρών-οικονομικών παραδείσων μοιάζουν να αποτελούν ένα ελεγχόμενο πλην όμως απαραίτητο πεδίο για την διαμόρφωση των σχέσεων εξάρτησης των κυβερνήσεων από τις οικονομικές ελίτ. Θα μπορούσε ίσως να περιοριστεί μόνον αν μειώνονταν αυτές οι ανάγκες διαμεσολάβησης. Πως; Μέσω της θεσμοθέτησης άμεσης άσκησης εξουσίας των πολυεθνικών κάτι που επίσης συζητείται – όπως είναι γνωστό- στις Διατλαντικές Συμφωνίες.
(Σημείωση: Ο τίτλος και το περιεχόμενο του άρθρου, κάθε άλλο παρά υποβαθμίζουν την σημασία αποκαλύψεων όπως τα Panama Papers ή τα Luxleaks. Δείχνουν μάλλον τις δυνατότητες ενσωμάτωσης στα υπάρχοντα δεδομένα. Ταυτοχρόνως τα όρια της λεγόμενης «αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας» όταν αυτή ομνύει σε αόριστες και κοινωνικά απροσδιόριστες αρχές όπως η «Διαφάνεια». Όταν δεν είναι οργανικά συνδεδεμένη με κοινωνικά ρεύματα ή κινήματα που αναζητούν ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές ή πολιτικές αλλαγές.)
ThePressProject