Πόλεις και περιοχές της Ελλάδας όπως η Θεσπρωτία, αλλά και το Ρέθυμνο υστερούν σε ευημερία αλλά και σε οικονομική ανάπτυξη όταν συγκριθούν με τον μέσο όρο της Ε.Ε. και τις χωρίζει μεγάλη απόσταση από άλλες περιοχές ευρωπαϊκών χωρών που ευημερούν. Οι περιοχές αυτές της χώρας μας είχαν χαμηλά επίπεδα ευημερίας ήδη το 2000 και έκτοτε οι οικονομίες τους έχουν συρρικνωθεί. Σκιαγραφούν, έτσι, την απουσία οικονομικής σύγκλισης μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που, αν και υπήρξε από τους θεμελιώδεις στόχους της, παραμένει ακόμη και σήμερα ζητούμενο για σημαντικό τμήμα της Γηραιάς Ηπείρου. Είναι γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1950 και μέχρι να εκδηλωθεί η κρίση των τελευταίων ετών είχε επιτευχθεί ένας βαθμός σύγκλισης, αλλά μόνον σε επίπεδο εθνικών οικονομιών. Δεν ισχύει, όμως, κάτι αντίστοιχο στο επίπεδο των περιφερειών και των πόλεων, καθώς πολλές περιοχές ή πόλεις χωρών-μελών της Ε.Ε. εμφανίζουν συχνά μεγάλες αποκλίσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ερευνα που εκπόνησε το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών της Κολωνίας (IW) φέρνει στην επιφάνεια την απόσταση που χωρίζει τις περιφέρειες ευρωπαϊκών χωρών. Λαμβάνοντας ως αφετηρία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάθε περιοχής όπως είχε διαμορφωθεί προ τριών ετών και συγκρίνοντάς το με το αντίστοιχο του έτους 2000, το εν λόγω ινστιτούτο κατέγραψε την πορεία 1.300 πόλεων και περιφερειών της Ε.Ε. Τις κατέταξε, έτσι, σε τέσσερις κατηγορίες αναλόγως πάντα με την οικονομική τους ανάπτυξη και την ευημερία τους σε σχέση με τον μέσο όρο. Προέκυψε, έτσι, ότι ορισμένες πόλεις και περιοχές όπως το Ινγκολσταντ της Γερμανίας και το Οβεριγκ Γκρόνινγκερ της Ολλανδίας βρίσκονται στον αντίποδα της Θεσπρωτίας και του Ρεθύμνου, επειδή οι οικονομίες τους κυριολεκτικά καλπάζουν: έχουν αφήσει πίσω τους όλες τις άλλες, καθώς έχουν υψηλά επίπεδα ευημερίας αλλά ταυτοχρόνως οι οικονομίες τους εξακολουθούν να αναπτύσσονται. Ειδικότερα η οικονομία του Ινγκολσταντ έχει σημειώσει ανάπτυξη 137% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2000.
Δυσοίωνη διαπίστωση της έρευνας είναι, άλλωστε, ότι εκτός από τις φτωχές περιοχές της Ελλάδας παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα ευημερίας πόλεις και περιοχές της νότιας Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, ακόμη και της Βρετανίας. Παράλληλα όμως μια άλλη κατηγορία ραγδαία αναπτυσσόμενων περιοχών είναι σχεδόν στο σύνολό τους οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς έχουν σημειώσει μεγάλη βελτίωση σε όλο το φάσμα, όπως, άλλωστε, και πολλές περιοχές στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Το IW κατέταξε αυτές τις πόλεις και τις περιοχές στην κατηγορία των ανερχόμενων οικονομιών, αυτών που έχουν δηλαδή ευημερία κάτω από τον μέσο όρο, αλλά σημειώνουν ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο. Ανάμεσά τους αρκετές περιοχές της Ρουμανίας, όπως το Κλουζ, το Βασλούι και το Τζιούρτζιου, που το διάστημα από το 2000 έως το 2013 έχουν αυξήσει το ΑΕΠ τους κατά 300%.
Τέλος, υπάρχει μια ευρεία κατηγορία περιοχών και πόλεων σε μεγάλες οικονομίες, όπως το Νότιγκχαμ στη Βρετανία και το Λεβερκούζεν στη Γερμανία. Οι περιοχές αυτές διατηρούν μεν ακόμη υψηλό επίπεδο ευημερίας, όπως και το 2000.
Στο χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει, όμως, οι οικονομίες τους έχουν συρρικνωθεί σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2000 και τώρα βρίσκονται σε στασιμότητα. Συνοψίζοντας τα συμπεράσματα της έρευνάς του, το IW τονίζει πως καίριος παράγοντας που διαχωρίζει τις περιοχές της Ευρώπης είναι η τοπική βιομηχανία που θέτει τα θεμέλια της ευημερίας.
Ερευνα που εκπόνησε το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών της Κολωνίας (IW) φέρνει στην επιφάνεια την απόσταση που χωρίζει τις περιφέρειες ευρωπαϊκών χωρών. Λαμβάνοντας ως αφετηρία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάθε περιοχής όπως είχε διαμορφωθεί προ τριών ετών και συγκρίνοντάς το με το αντίστοιχο του έτους 2000, το εν λόγω ινστιτούτο κατέγραψε την πορεία 1.300 πόλεων και περιφερειών της Ε.Ε. Τις κατέταξε, έτσι, σε τέσσερις κατηγορίες αναλόγως πάντα με την οικονομική τους ανάπτυξη και την ευημερία τους σε σχέση με τον μέσο όρο. Προέκυψε, έτσι, ότι ορισμένες πόλεις και περιοχές όπως το Ινγκολσταντ της Γερμανίας και το Οβεριγκ Γκρόνινγκερ της Ολλανδίας βρίσκονται στον αντίποδα της Θεσπρωτίας και του Ρεθύμνου, επειδή οι οικονομίες τους κυριολεκτικά καλπάζουν: έχουν αφήσει πίσω τους όλες τις άλλες, καθώς έχουν υψηλά επίπεδα ευημερίας αλλά ταυτοχρόνως οι οικονομίες τους εξακολουθούν να αναπτύσσονται. Ειδικότερα η οικονομία του Ινγκολσταντ έχει σημειώσει ανάπτυξη 137% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2000.
Δυσοίωνη διαπίστωση της έρευνας είναι, άλλωστε, ότι εκτός από τις φτωχές περιοχές της Ελλάδας παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα ευημερίας πόλεις και περιοχές της νότιας Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, ακόμη και της Βρετανίας. Παράλληλα όμως μια άλλη κατηγορία ραγδαία αναπτυσσόμενων περιοχών είναι σχεδόν στο σύνολό τους οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς έχουν σημειώσει μεγάλη βελτίωση σε όλο το φάσμα, όπως, άλλωστε, και πολλές περιοχές στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Το IW κατέταξε αυτές τις πόλεις και τις περιοχές στην κατηγορία των ανερχόμενων οικονομιών, αυτών που έχουν δηλαδή ευημερία κάτω από τον μέσο όρο, αλλά σημειώνουν ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο. Ανάμεσά τους αρκετές περιοχές της Ρουμανίας, όπως το Κλουζ, το Βασλούι και το Τζιούρτζιου, που το διάστημα από το 2000 έως το 2013 έχουν αυξήσει το ΑΕΠ τους κατά 300%.
Τέλος, υπάρχει μια ευρεία κατηγορία περιοχών και πόλεων σε μεγάλες οικονομίες, όπως το Νότιγκχαμ στη Βρετανία και το Λεβερκούζεν στη Γερμανία. Οι περιοχές αυτές διατηρούν μεν ακόμη υψηλό επίπεδο ευημερίας, όπως και το 2000.
Στο χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει, όμως, οι οικονομίες τους έχουν συρρικνωθεί σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2000 και τώρα βρίσκονται σε στασιμότητα. Συνοψίζοντας τα συμπεράσματα της έρευνάς του, το IW τονίζει πως καίριος παράγοντας που διαχωρίζει τις περιοχές της Ευρώπης είναι η τοπική βιομηχανία που θέτει τα θεμέλια της ευημερίας.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ