Για πολύ καιρό επιβίωνε ένα στερεότυπο για την οικονομία της Κίνας: πως εάν η ανάπτυξη επιβραδυνόταν σημαντικά οι συνετοί τεχνοκράτες του Πεκίνου θα
μπορούσαν πάντα να τη στηρίζουν με δημοσιονομικά μέτρα και να κρατούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας εν ζωή. Σε συνδυασμό με τα αισιόδοξα επίσημα στοιχεία για τα ελλείμματα, το επιχείρημα αυτό ακουγόταν για λίγο καιρό καθησυχαστικό.
Ωστόσο, τώρα η πραγματικότητα παρεμβαίνει με σκληρό τρόπο. Τα δημόσια οικονομικά της Κίνας είναι σε χειρότερη κατάσταση από το κοινώς αντιληπτό. Και καθώς τα επίπεδα του χρέους αυξάνονται και η οικονομία παραμένει υποτονική, η ικανότητα της κυβέρνησης να ενισχύσει την ανάπτυξη μοιάζει όλο και πιο επισφαλής. Χωρίς μεταρρυθμίσεις, θα υπάρξουν δυσάρεστες συνέπειες.
Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Κίνα αναμένεται να εμφανίσει ένα μέτριο έλλειμμα προϋπολογισμού ύψους 3% του ΑΕΠ το τρέχον έτος, με ένα διαχειρίσιμο φορτίο χρέους -ίσο με το 46,8% της οικονομίας- που την κατατάσσει στην 100η θέση μεταξύ 184 χωρών. Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, η κινεζική οικονομία δείχνει να βρίσκεται σε καλή θέση για να διαχειριστεί οποιαδήποτε επιβράδυνση.
Αλλά υπάρχουν πράγματα που δεν βλέπει το “γυμνό μάτι”. Το νούμερο στο οποίο καταλήγει το ΔΝΤ αφορά μόνο το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης και όχι αυτό των επαρχιών και των δήμων. Δεδομένου ότι περισσότερο από το 80% των δημοσίων δαπανών στην Κίνα πραγματοποιούνται από τις τοπικές κυβερνήσεις, η παράλειψη είναι σημαντική. Αν υποθέσουμε απλά ότι οι κυβερνήσεις αυτές άγγιξαν το μέγιστο θεσμοθετημένο όριο χρέους το περασμένο έτος -συνολικά 16 τρισεκατομμύρια γουάν – ο συνολικός δημόσιος δανεισμός διπλασιάζεται, καθώς αυξάνεται κατά 47% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, ακόμη και η υπόθεση αυτή είναι αισιόδοξη. Έρευνα της Εθνικής Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Κίνας το 2013 εντόπισε εκκρεμείς οφειλές 18 τρισ. γουάν. Με άλλα λόγια, το χρέος είχε ήδη υπερβεί το νόμιμο όριο του 2015 πριν από τρία χρόνια. Και έκτοτε, τα τοπικά οικονομικά καταγράφουν μόνο επιδείνωση. Το ΔΝΤ εκτίμησε το περασμένο έτος πως το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα φτάνει το 10% του ΑΕΠ. Η Goldman Sachs το τοποθέτησε πρόσφατα σε περίπου 15%. Τα μεγέθη αυτά είναι τεράστια: δείχνουν ένα επίπεδο ελλείμματος αντίστοιχο με αυτό που εμφάνισαν οι ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008 – ίσως και χειρότερο.
Και παρ’ολ’αυτά εξακολουθούν να συγκαλύπτουν το πραγματικό ποσό. Οι τοπικές κυβερνήσεις που προσπαθούν να αποφύγουν τους περιορισμούς στο χρέος παρέχουν συχνά εγγυήσεις για εξωισολογιστικά δάνεια (ρητά ή μη) και συστήνουν δημόσιες επιχειρήσεις που εκτελούν έργα για λογαριασμό τους. Πέρυσι, η αύξηση των υποχρεώσεών τους ήταν τόσο εξόφθαλμη που το Πεκίνο αναγκάστηκε να “κατασκευάσει” ένα πακέτο διάσωσης επιβάλλοντας μια συμφωνία ανταλλαγής χρέους με τις κρατικές τράπεζες.
Επιπλέον, οι επενδυτές και οι οίκοι αξιολόγησης δυσκολεύονται να διαχωρίσουν το ιδιωτικό από το δημόσιο χρέος. Στην Κίνα πιστεύεται ευρέως ότι η κυβέρνηση βρίσκεται πίσω από το περισσότερο χρέος που οφείλουν οι κρατικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις σε στρατηγικής σημασίας ή άλλες ευνοούμενες επιχειρήσεις. Και οι επενδυτές έτειναν να πιστεύουν ότι η κυβέρνηση είναι εκεί για να στηρίξει κάθε μεγάλη εταιρεία ή έργο.
Μέχρι στιγμής είχαν δίκιο: Παρά την αύξηση των χρεοκοπιών, η κυβέρνηση δεν έχει επιτρέψει σε καμία σημαντική επιχείρηση να καταρρεύσει υπό το φόβο πως αυτό θα πυροδοτούσε μια κρίση. Ωστόσο, οι πιέσεις αυξάνονται για το τραπεζικό σύστημα της Κίνας και με το δημόσιο χρέος να αποτελεί πιο σοβαρό πρόβλημα από ό,τι δείχνουν τα επίσημα στοιχεία -και να συνεχίζει να διογκώνεται- τα περιθώρια ευελιξίας της κυβέρνησης στενεύουν σημαντικά.
Υπάρχουν μια σειρά από βήματα που το Πεκίνο θα μπορούσε να κάνει για να αντιμετωπίσει αυτό το χάλι. Η απομόχλευση θα πρέπει να είναι το πρώτο. Η επιβολή περιορισμών στην ποσότητα που μπορούν να δανειστούν οι τοπικές κυβερνήσεις απλά ενθαρρύνει την εύρεση νέων και δημιουργικών μεθόδων να απκρύπτουν τα χρέη τους, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολο τον έλεγχό τους. Πιο αποτελεσματικό –αν και λιγότερο ελκυστικό πολιτικά- θα ήταν να επιτραπεί στις επιχειρήσεις ζόμπι να καταρρεύσουν, επιβραδύνοντας το ρυθμό των επενδύσεων σε αποδοχή βραδύτερης αύξησης του ΑΕΠ.
Αντ’ αυτού, το Πεκίνο φαίνεται να προσεύχεται στο δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή, ελπίζοντας ότι με ακόμη περισσότερα μέτρα στήριξης θα μπορέσει να δραπετεύσει από τα προβλήματά του, όπως περίπου έκανε πριν από μια δεκαετία. Όμως, η περίοδος μετά το 2000 είχε μοναδικά χαρακτηριστικά, καθώς η Κίνα εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, η παγκόσμια ανάπτυξη ώθησε τα έσοδα από εξαγωγές και οι προϋπολογισμοί αυτό-επιδιορθώνονταν με μαγικό τρόπο. Η κυβέρνηση πρέπει να αποδεχθεί ότι η ιστορία είναι απίθανο να επαναληφθεί.
Αν δεν το κάνει, τα αυξανόμενα επισφαλή δάνεια, τα διψήφια ελλείμματα και το ασταθές χρηματοπιστωτικό σύστημα θα δημιουργήσουν έναν ολοένα πιο ασταθή συνδυασμό. Οι bearish επενδυτές που αναμένουν υποτιμήσεις μεγάλης κλίμακας και τραπεζικές κρίσεις διακρίνουν τους κινδύνους που ιστορικά συνόδευαν τέτοιες σπατάλες. Παίρνοντας ως δεδομένο ότι η πιστωτική ικανότητα της Κίνας δεν μπορεί να επεκτείνεται για πάντα, τότε πρέπει να σταματήσει -είτε από επιλογή είτε με τη βία.
capitalgr