Σύγχυση, κενά και ευτράπελα στη δασική νομοθεσία που βαίνει προς κωδικοποίηση
Νομικά… φαινόμενα
Η ύλη της δασικής νομοθεσίας μάλιστα εμπλουτίστηκε από τις κυβερνήσεις στα χρόνια των μνημονίων με εκατοντάδες διάσπαρτες δασικές διατάξεις σε διάφορους άσχετους με το αντικείμενο νόμους ή ακόμη σε υπουργικές αποφάσεις, ώστε σήμερα καθίσταται σχεδόν αδύνατη η εφαρμογή τους.
Γι’ αυτό προτείνεται συγχώνευση διατάξεων οι οποίες ισχύουν παραλλήλως. Για παράδειγμα, τα καθήκοντα των δασικών υπαλλήλων ρυθμίζονται από τρεις νόμους, του 1929, του 1969 και του 1989. Αλλες τόσες διατάξεις ισχύουν και για την προσήμανση υλοτομητέων δέντρων, τους επιθεωρητές δασών, τη λειτουργία των δασικών υπηρεσιών κ.λπ. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις προκύπτει και σύγκρουση αρμοδιοτήτων μέσω δύο διαφορετικών νόμων, όπως ως προς τα έργα αντιπλημμυρικής προστασίας.
Σύμφωνα με τους συντάκτες του έργου της κωδικοποίησης, χρειάζεται επίσης να γίνει προσαρμογή γλώσσας (από καθαρεύουσα σε δημοτική), δραχμών σε ευρώ, μονάδων μέτρησης (αντικατάσταση της οκάς ή ζυγίας), οργάνων και αρμοδιοτήτων με νέες δομές (υπάρχουν αναφορές σε νομάρχες, κοινότητες, χωροφυλακή, Αγροτική Τράπεζα κ.λπ.) και, σε πολλές περιπτώσεις, προσαρμογή των διατάξεων στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η εξαίρεση της εξαίρεσης
Με τον ίδιο νόμο, παρ’ όλο που καθιερώνεται κατ’ αρχήν γενική απαγόρευση επεμβάσεων στις αναδασωτέες εκτάσεις, στη συνέχεια εισάγονται 11 εξαιρέσεις αναφορικά με έργα και δραστηριότητες.
Αλλο ένα «αγκάθι» του Ν. 4280/2014 αφορά δάση και δασικές εκτάσεις που περιλαμβάνονται σε υπό πολεοδόμηση περιοχές οργανωμένων υποδοχέων τουριστικών δραστηριοτήτων. Αυτές προσμετρούνται στη συνολική επιφάνεια του οικοπέδου, αλλά παραμένουν εκτός σχεδίου. Ετσι παρακάμπτουν το Σύνταγμα και τη νομοθεσία που ορίζει ότι τέτοιες εκτάσεις δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο πολεοδόμησης.
Σε νέες περιπέτειες
Νομοθετικό κενό εντοπίζεται και ως προς τη διάκριση των δασικών οικοσυστημάτων. Είναι αναγκαίο να υπάρξει θεσμική πρόνοια, καθώς σήμερα στο πλαίσιο της απόλυτης διάκρισης μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών δασών (3208/2003) παραλείπεται η επί μέρους διάκριση εκείνων που ανήκουν κατά κυριότητα, πέραν του Δημοσίου, σε ΝΠΔΔ κυρίως των δήμων.
Με τον ν. 4280/2014 (άρθρο 53 παρ. 1) καταργήθηκε η καταργητική διάταξη, επαναφέροντας κατ’ ουσίαν σε ισχύ τις αρχικές, καταργηθείσες, διατάξεις. Λίγους μήνες μετά ωστόσο ο νομοθέτης άλλαξε γνώμη και με τον νόμο 4296/2014 αντικατέστησε το άρθρο 53 του 4280/2014 ώστε να εξακολουθεί να ισχύει η κατάργηση του δασικού φόρου. Παρ’ όλα αυτά η αναφορά του δασικού φόρου στον Δασικό Κώδικα παραμένει, αν και είναι ανενεργός. Και ο νοών νοείτω.
Παράλληλα, παραμένει σε ισχύ, αν και ανενεργό, το άρθρο 201 του Δασικού Κώδικα, το οποίο θέτει πλαφόν 5% στα δασικά εισοδήματα που πρέπει να διατίθενται από τους δήμους, τις μονές, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα για δαπάνες αναδασώσεως ή απαλλοτριώσεως εδαφών που ανήκουν στην περιφέρειά τους. Η διάταξη αυτή μπορεί στην πράξη να μην εφαρμόζεται, όμως δεν έχει ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς καταργηθεί.
Θυσία στον λαβύρινθο της δασικής πολυνομίας γίνονται οι φυσικές εκτάσεις της χώρας. Σήμερα, κοντά δύο αιώνες μετά τις πρώτες ρυθμίσεις που αφορούσαν τα ελληνικά δάση, η δασική νομοθεσία αποτελεί ένα συνονθύλευμα από αποσπασματικές, δυσεφάρμοστες, φωτογραφικές και συχνά αντιφατικές διατάξεις, οι οποίες προκαλούν σύγχυση, υποθάλπουν την παρανομία και οδηγούν στην καταστροφή πολύτιμων εκτάσεων και στην καταπάτηση εκατομμυρίων στρεμμάτων δημόσιας δασικής γης. Στον κυκεώνα των νομικών ασαφειών, κενών, επαναλήψεων, πλεονασμών έχουν ξεχαστεί και βρίσκονται ακόμη σε ισχύ διατάξεις που παραπέμπουν σε άλλες εποχές. Για παράδειγμα, όσον αφορά τη λειτουργία των δασικών υπηρεσιών, παράλληλα προς τις νεότερες διατάξεις (Ν. 3852/2010), εξακολουθούν να ισχύουν, συχνά αυτούσιες, όπως αρχικά ψηφίστηκαν, διατάξεις του παλαιού Δασικού Κώδικα του 1929 και του μεταγενέστερου του 1969.
Νομικά… φαινόμενα
Ετσι ουδέποτε καταργήθηκε η διάταξη που ορίζει ότι «δασικός υπάλληλος επανελθών εκ της αιχμαλωσίας προβιβάζεται αναδρομικώς»! Αφορούσε εκείνους που επέστρεφαν στην υπηρεσία από τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Σε αδράνεια έχει περιέλθει, αν και ουδέποτε καταργήθηκε, και η ρύθμιση για την εντοπιότητα των δασικών υπαλλήλων. «Οι (δασοφύλακες) δασοκόμοι, δασονόμοι και δασάρχαι δεν δύνανται να υπηρετώσιν εις την επαρχίαν εξ ης κατάγονται ούτοι, ή αι σύζυγοι αυτών, ή εις ας εξασκούν ή εξήσκησαν κατά την τελευταίαν τριετίαν τα πολιτικά αυτών δικαιώματα». Το ίδιο και η διάταξη που όριζε ότι«δασικοί υπάλληλοι, παραιτηθέντες ή απολυθέντες της υπηρεσίας, δεν δύνανται να αναλάβουν εκμεταλλεύσεις δασών» στην περιφέρεια που υπηρέτησαν για μία διετία.
Αυτά και ποικίλα άλλα νομικά… φαινόμενα (αποσπασματικότητα, έντονη περιπτωσιολογία, παράλληλη ισχύς διατάξεων με επικαλυπτόμενο περιεχόμενο, ή με ταυτόσημο περιεχόμενο, επαναλήψεις, ασάφειες και κενά) καταγράφονται για πρώτη φορά στο έργο του υπουργείου Περιβάλλοντος για την «Κωδικοποίηση της Δασικής Νομοθεσίας», το οποίο ετέθη σε δημόσια διαβούλευση που ολοκληρώθηκε στις 6 Ιουλίου.
Η ύλη της δασικής νομοθεσίας μάλιστα εμπλουτίστηκε από τις κυβερνήσεις στα χρόνια των μνημονίων με εκατοντάδες διάσπαρτες δασικές διατάξεις σε διάφορους άσχετους με το αντικείμενο νόμους ή ακόμη σε υπουργικές αποφάσεις, ώστε σήμερα καθίσταται σχεδόν αδύνατη η εφαρμογή τους.
Γι’ αυτό προτείνεται συγχώνευση διατάξεων οι οποίες ισχύουν παραλλήλως. Για παράδειγμα, τα καθήκοντα των δασικών υπαλλήλων ρυθμίζονται από τρεις νόμους, του 1929, του 1969 και του 1989. Αλλες τόσες διατάξεις ισχύουν και για την προσήμανση υλοτομητέων δέντρων, τους επιθεωρητές δασών, τη λειτουργία των δασικών υπηρεσιών κ.λπ. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις προκύπτει και σύγκρουση αρμοδιοτήτων μέσω δύο διαφορετικών νόμων, όπως ως προς τα έργα αντιπλημμυρικής προστασίας.
Σύμφωνα με τους συντάκτες του έργου της κωδικοποίησης, χρειάζεται επίσης να γίνει προσαρμογή γλώσσας (από καθαρεύουσα σε δημοτική), δραχμών σε ευρώ, μονάδων μέτρησης (αντικατάσταση της οκάς ή ζυγίας), οργάνων και αρμοδιοτήτων με νέες δομές (υπάρχουν αναφορές σε νομάρχες, κοινότητες, χωροφυλακή, Αγροτική Τράπεζα κ.λπ.) και, σε πολλές περιπτώσεις, προσαρμογή των διατάξεων στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η εξαίρεση της εξαίρεσης
Ενα αλαλούμ επικρατεί ακόμη στη νομοθεσία για τους παράνομους οικισμούς. Αν και υπάρχει το άρθρο 24 του Ν. 3889/2010 για τις δασικές εκτάσεις εντός οικισμών στερούμενων νόμιμης έγκρισης το οποίο προβλέπει ειδική διαδικασία αντιμετώπισης του ζητήματος της πολεοδόμησής τους, με τον Ν. 4280/2014 οικισμοί που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία αντιμετωπίζονται ως νομίμως εγκεκριμένοι. Εισάγεται δηλαδή εξαίρεση της εξαίρεσης, όπως αναφέρουν οι μελετητές.
Με τον ίδιο νόμο, παρ’ όλο που καθιερώνεται κατ’ αρχήν γενική απαγόρευση επεμβάσεων στις αναδασωτέες εκτάσεις, στη συνέχεια εισάγονται 11 εξαιρέσεις αναφορικά με έργα και δραστηριότητες.
Αλλο ένα «αγκάθι» του Ν. 4280/2014 αφορά δάση και δασικές εκτάσεις που περιλαμβάνονται σε υπό πολεοδόμηση περιοχές οργανωμένων υποδοχέων τουριστικών δραστηριοτήτων. Αυτές προσμετρούνται στη συνολική επιφάνεια του οικοπέδου, αλλά παραμένουν εκτός σχεδίου. Ετσι παρακάμπτουν το Σύνταγμα και τη νομοθεσία που ορίζει ότι τέτοιες εκτάσεις δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο πολεοδόμησης.
Σε νέες περιπέτειες
Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις επί ανωμάλων εδαφών ή λόφων ως το 1979 εξαιρούνταν της δασικής προστασίας. Αυτό άλλαξε με τον Ν. 4280/2014 και πλέον προστατεύονται, πλην όμως εμφανίζεται αρρύθμιστη η περίπτωση των εποικιστικών χορτολιβαδικών εκτάσεων επί ημιορεινών, ορεινών και ανωμάλων εδαφών. Τα εδάφη αυτά, αν και δημόσια, εξακολουθούν να εξαιρούνται της δασικής νομοθεσίας. Ζήτημα ανακύπτει και με τις πεδινές χορτολιβαδικές εκτάσεις και τα πεδινά ανώμαλα εδάφη τα οποία ούτε εμπίπτουν στη δασική νομοθεσία αλλά ούτε εξαιρούνται από αυτήν.
Νομοθετικό κενό εντοπίζεται και ως προς τη διάκριση των δασικών οικοσυστημάτων. Είναι αναγκαίο να υπάρξει θεσμική πρόνοια, καθώς σήμερα στο πλαίσιο της απόλυτης διάκρισης μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών δασών (3208/2003) παραλείπεται η επί μέρους διάκριση εκείνων που ανήκουν κατά κυριότητα, πέραν του Δημοσίου, σε ΝΠΔΔ κυρίως των δήμων.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η δασική νομοθεσία αποτελεί την αρχαιότερη εθνική νομοθεσία με προστατευτικό χαρακτήρα και αντικείμενο. Λειτούργησε επί μακρόν ως υποκατάστατο και προάγγελος της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, της οποίας πλέον αποτελεί βασικό κορμό. Η αφετηρία της εντοπίζεται στο 1833. Τότε στο υπουργείο Οικονομικών προσδιορίστηκε ως αρμοδιότητα «η εκ των εθνικών δασών ωφέλεια, η υπεράσπισις αυτών εναντίον των ενδεχομένων παρανομιών και η απελευθέρωσίς των από επιβλαβείς δουλείες». Τρία έτη αργότερα, το 1836, ιδρύεται η Δασική Υπηρεσία. Οι διευθυντικές θέσεις καλύφθηκαν από Βαυαρούς και οι λοιπές από έλληνες πολίτες διαφόρων ειδικοτήτων. Την ίδια περίοδο θεσπίστηκαν τα πρώτα δασοδιοικητικά μέτρα που αφορούσαν την απαγόρευση της ρητίνευσης των εθνικών δασών, τη ρύθμιση της βοσκής εντός των δασών και έγινε μια προσπάθεια απογραφής της δημόσιας δασικής ιδιοκτησίας.
Η δασική νομοθεσία αποτελεί την αρχαιότερη εθνική νομοθεσία με προστατευτικό χαρακτήρα και αντικείμενο. Λειτούργησε επί μακρόν ως υποκατάστατο και προάγγελος της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, της οποίας πλέον αποτελεί βασικό κορμό. Η αφετηρία της εντοπίζεται στο 1833. Τότε στο υπουργείο Οικονομικών προσδιορίστηκε ως αρμοδιότητα «η εκ των εθνικών δασών ωφέλεια, η υπεράσπισις αυτών εναντίον των ενδεχομένων παρανομιών και η απελευθέρωσίς των από επιβλαβείς δουλείες». Τρία έτη αργότερα, το 1836, ιδρύεται η Δασική Υπηρεσία. Οι διευθυντικές θέσεις καλύφθηκαν από Βαυαρούς και οι λοιπές από έλληνες πολίτες διαφόρων ειδικοτήτων. Την ίδια περίοδο θεσπίστηκαν τα πρώτα δασοδιοικητικά μέτρα που αφορούσαν την απαγόρευση της ρητίνευσης των εθνικών δασών, τη ρύθμιση της βοσκής εντός των δασών και έγινε μια προσπάθεια απογραφής της δημόσιας δασικής ιδιοκτησίας.
ΔΑΙΔΑΛΩΔΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Η κατάργηση, της κατάργησης, ω κατάργηση…
Το 2003 με τον ν. 3208 (άρθρο 21 παρ. 7) καταργήθηκε ο δασικός φόρος που ίσχυε από το 1969 προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή φορολόγηση των δασικών προϊόντων, καθώς είχε ήδη επιβληθεί ΦΠΑ. Ακολούθησε όμως η κατάργηση, της κατάργησης, ω κατάργηση…
Με τον ν. 4280/2014 (άρθρο 53 παρ. 1) καταργήθηκε η καταργητική διάταξη, επαναφέροντας κατ’ ουσίαν σε ισχύ τις αρχικές, καταργηθείσες, διατάξεις. Λίγους μήνες μετά ωστόσο ο νομοθέτης άλλαξε γνώμη και με τον νόμο 4296/2014 αντικατέστησε το άρθρο 53 του 4280/2014 ώστε να εξακολουθεί να ισχύει η κατάργηση του δασικού φόρου. Παρ’ όλα αυτά η αναφορά του δασικού φόρου στον Δασικό Κώδικα παραμένει, αν και είναι ανενεργός. Και ο νοών νοείτω.
Δαιδαλώδης είναι και η νομοθετική προσπάθεια κατάργησης διαφόρων επιτροπών, όπως της «Επιτροπής γνωμοδοτήσεως επί αμφισβητήσεων διακατοχής και δουλειών μη δημοσίων δασών» που προβλεπόταν στον Δασικό Κώδικα. Αλλεπάλληλες ρυθμίσεις από το 1964, όλο τις καταργούσαν αλλά τελικά παρέμεναν εν ισχύι.
Παράλληλα, παραμένει σε ισχύ, αν και ανενεργό, το άρθρο 201 του Δασικού Κώδικα, το οποίο θέτει πλαφόν 5% στα δασικά εισοδήματα που πρέπει να διατίθενται από τους δήμους, τις μονές, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα για δαπάνες αναδασώσεως ή απαλλοτριώσεως εδαφών που ανήκουν στην περιφέρειά τους. Η διάταξη αυτή μπορεί στην πράξη να μην εφαρμόζεται, όμως δεν έχει ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς καταργηθεί.