αυτήν, πλην εξαιρέσεων, να είναι ανταγωνιστική. Συνολικά ο κλάδος της μεταποιητικής βιομηχανίας, από 141 μεγάλες εταιρείες (άνω των 250 εργαζομένων) που λειτουργούσαν το 2008, αριθμούσε μόλις 106 στα τέλη του 2015. Δηλαδή 35 λιγότερες, μαζί με τις οποίες εξαφανίστηκαν και 2,9 δισ. ευρώ παραγόμενης αξίας για την οικονομία, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Για τον κλάδο της χαλυβουργίας και συναφών δραστηριοτήτων, εκτός από την εγχώρια κρίση, καθοριστική ήταν και η εξέλιξη του ενεργειακού κόστους, που δεν επέτρεψε στις περισσότερες εγχώριες εταιρείες να υποκαταστήσουν μέρος των εγχώριων πωλήσεων με εξαγωγές. Να μην μπορέσουν, δηλαδή, να ανταγωνιστούν διεθνώς, εξαιτίας των αυξημένων τιμών ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου που πληρώνουν σε σχέση με τους Ευρωπαίους.
Εκ των χαρακτηριστικών περιπτώσεων της κρίσης του κλάδου αναφέρεται στην αγορά το εργοστάσιο της Χαλυβουργίας Ελλάδος στην Ελευσίνα, συμφερόντων της οικογενείας Μάνεση, που ουσιαστικά υπολειτουργούσε από το 2011, αλλά το 2014 έβαλε λουκέτο και επισήμως. Το 2014 τέθηκε, άλλωστε, σε καθεστώς εκκαθάρισης και η χαλυβουργία Hellenic Steel, θυγατρική της ιταλικής Ilva, η οποία έκλεισε λίγο αργότερα. Εξάλλου, το 2011 και η Arcelor Mittal, ιδιοκτήτης της Konti Steel στο Βελεστίνο, προχώρησε επίσης στο κλείσιμο του εργοστασίου. Από το 2012 ακόμη και η Χαλυβουργική, συμφερόντων της οικογενείας Αγγελοπούλου, προχώρησε στη λήψη μέτρων διασφάλισης της λειτουργίας της λόγω της κρίσης, όπως το εκ περιτροπής σβήσιμο των υψικαμίνων και η έμφαση στην ελασματουργεία. Υπολογίζεται από οικονομικούς παρατηρητές πως η ελληνική αγορά για τη χαλυβουργία έχει συρρικνωθεί από 2,5 εκατ. τόνους προ κρίσης σε μόλις 300.000 τόνους, εξαιτίας της κατάρρευσης της οικοδομικής δραστηριότητας και των μεγάλων δημοσίων έργων, όταν η παραγωγική δυναμικότητα των εταιρειών προσεγγίζει τα 4 εκατ.
Έντυπη