Με μια διάταξη που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και δημιουργεί πλήθος ερωτηματικών για τη σκοπιμότητά της, το υπουργείο Δικαιοσύνης ετοιμάζεται να δώσει ένα μεγαλοπρεπές δώρο σε όσους έχουν εντοπισθεί και ελεγχθεί από τις φορολογικές αρχές για φοροδιαφυγή, όπως στις περιβόητες λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς.
Αφορά όσους έχουν προσφύγει εναντίον των αποτελεσμάτων φορολογικού ελέγχου, έχουν “ηττηθεί” σε πρώτο βαθμό και πλέον θέλουν να προσφύγουν και στο εφετείο.
Σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 της πρότασης νόμου με τίτλο “Παράβολα και τέλη ένδικων βοηθημάτων και διαδικαστικών πράξεων – Δικαστικά έξοδα” που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση μειώνεται από το 50% στο 20% το ποσό του κύριου φόρου πρέπει να καταβληθεί μέχρι και μια ημέρα πριν την εκδίκαση της υπόθεσης στο εφετείο. Η καταβολή αποδεικνύεται με ειδική βεβαίωση του υπουργείου Οικονομικών και αν δεν προσκομιστεί, η έφεση θεωρείται απαράδεκτη και απορρίπτεται.
Σύμφωνα με φορολογικούς συμβούλους που ασχολούνται με τα νομικά ζητήματα υποθέσεων φοροδιαφυγής, “όφελος” από αυτήν την αλλαγή, εφόσον κατατεθεί στην παρούσα μορφή της στη Βουλή και ψηφιστεί, θα έχουν όσοι έχουν υποστεί φορολογικό έλεγχο για κάθε αντικείμενο από τον οποίο τους έχουν βεβαιωθεί σημαντικά ποσά για φοροδιαφυγή τα οποία επιχειρούν να αμφισβητήσουν μέσω της δικαστικής οδού. Κατά κύριο λόγο πρόκειται για τις περισσότερες υποθέσεις των λιστών της φοροδιαφυγής, όπως είναι η λίστα Λαγκάρντ αλλά και έλεγχοι που θα γίνουν εφεξής σε λίστες φοροδιαφυγής όπως η λίστα Μπόργιανς την οποία παρέδωσαν πρόσφατα οι γερμανικές αρχές στην Ελλάδα.
Ας δούμε πρακτικά τι σημαίνει αυτή η αλλαγή που προτίθεται να κάνει το υπουργείο Δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, ένας φορολογούμενος που βρίσκεται στη λίστα Λαγκάρντ έγινε αντικείμενο εκτεταμένου ελέγχου από το Κέντρο Φορολογούμενων Μεγάλου Πλούτου. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι έχει αποκρύψει σημαντικά εισοδήματα και προέκυψαν συνολικοί πρόσθετοι φόροι, πρόστιμα και προσαυξήσεις ύψους 1 εκατ. ευρώ.
Ο συγκεκριμένος φορολογούμενος έχει τη δυνατότητα να προσφύγει εναντίον των αποτελεσμάτων του ελέγχου υποβάλλοντας ενδικοφανή προσφυγή σε ειδική επιτροπή του υπουργείου Οικονομικών. Με την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής, τού βεβαιώνεται το 50% του ποσού ενώ το υπόλοιπο αναστέλλεται. Εντός τεσσάρων μηνών η επιτροπή που εξετάζει τις ενδικοφανείς προσφυγές δέχεται ή απορρίπτει την προσφυγή ενώ αν δεν απαντήσει εντός των τεσσάρων μηνών τότε θεωρείται ότι έχει αυτόματα απορριφθεί η προσφυγή. Αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι να ζητείται από τον φορολογούμενο αναστολή της πληρωμής όλου του ποσού με το επιχείρημα ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη εάν πληρώσει. Ακόμη και αν απορριφθεί το αίτημα για αναστολή, πολλοί από τους ελεγχόμενους –σύμφωνα με υπηρεσιακά στελέχη των ελεγκτικών υπηρεσιών- δεν πληρώνουν και αφήνουν το ποσό να καταστεί ληξιπρόθεσμο και προσφεύγουν στα διοικητικά δικαστήρια.
Στις περιπτώσεις που το ποσό της διαφοράς που εντόπισαν οι ελεγκτικές υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών ξεπερνά τις 150.000 ευρώ (όπως είναι οι περισσότερες υποθέσεις των λιστών της φοροδιαφυγής), τότε ο ελεγχόμενος προσφεύγει υποχρεωτικά απευθείας στο εφετείο.
Σε αυτό το σημείο έρχεται η διάταξη που επιθυμεί να αλλάξει προς όφελος των ελεγχόμενων το υπουργείο Δικαιοσύνης. Για να προσφύγει στο εφετείο ο ελεγχόμενος θα πρέπει να υποβάλει στο δικαστήριο έως και μια ημέρα πριν την εκδίκαση, βεβαίωση της εφορίας ότι κατέβαλε (όχι απλώς ότι βεβαιώθηκε και έγινε ληξιπρόθεσμο) το 50% του ποσού στο οποίο κατέληξε ο φορολογικός έλεγχος. Στο παράδειγμα που αναφέρεται θα πρέπει να καταβληθεί στο δημόσιο ταμείο το ποσό των 500.000 ευρώ. Και σε αυτό το στάδιο μπορεί ο ελεγχόμενος να ζητήσει την αναστολή της πληρωμής από το δικαστήριο επικαλούμενος κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης του, οικονομικής και κοινωνικής. Με την προτεινόμενη διάταξη όμως και τη μείωση του ποσοστού καταβαλλόμενου φόρου στο 20% ο ελεγχόμενος του παραδείγματος θα καταβάλλει 200.000 ευρώ, δηλαδή 300.000 λιγότερα.