ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ
Ενα από τα αγαπημένα μας στερεότυπα στηρίζεται στον θαυμασμό της τουρκικής διπλωματίας. Είναι μία από τις κλασικές περιπτώσεις όπου τα γεγονότα δεν ταιριάζουν
ακριβώς με τη θεωρία…
Αν δούμε την υπόθεση από μακροϊστορικής σκοπιάς, θα έλεγε κανείς ότι η Ελλάδα έχει μάλλον πετύχει πολύ περισσότερα, από τη γέννηση του νέου ελληνικού κράτους έως σήμερα. Μεγάλωσε πέρα από κάθε προσδοκία, βρέθηκε πάντοτε στη σωστή μεριά των παγκόσμιων συμμαχιών και μπήκε στα πιο κλειστά κλαμπ του κόσμου. Χάθηκε, βεβαίως, ο Ελληνισμός του Πόντου και της Μικράς Ασίας, αλλά θα έπρεπε να επικρατούν πολύ ειδικές συνθήκες για να είχαν σωθεί. Οσον αφορά δε την Κύπρο, το σκορ είναι δύσκολο να καταγραφεί.
Χάθηκε ένα σημαντικό μέρος του νησιού, στη συνέχεια, όμως, πετύχαμε να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης η Κυπριακή Δημοκρατία και η Τουρκία να βρίσκεται συνεχώς απολογούμενη. Μεγάλες οι απώλειες, αλλά με τα δεδομένα που δημιουργήθηκαν, υπήρξαν και κάποια κέρδη…
Οσο για τη σημερινή συγκυρία, το δόγμα Νταβούτογλου εφαρμόσθηκε από την ανάποδη. Το δόγμα προέβλεπε μηδέν μέτωπα με τους διάφορους γείτονες και «συμπαίκτες». Στην πράξη η Αγκυρα είχε ανοίξει μέτωπα με τη Ρωσία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Συρία, τους πάντες. Ο πρόεδρος Ερντογάν αντελήφθη το κόστος όταν είδε τις τεράστιες οικονομικές παρενέργειες και τώρα προσπαθεί με κάθε τρόπο να αλλάξει ρότα. Το δόγμα έβλεπε, όμως, την Τουρκία και σε έναν νεοοθωμανικό ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Και αυτή η χίμαιρα κατέρρευσε γρήγορα. Από εκεί που έραιναν τον κ. Ερντογάν με ροδοπέταλα στο Κάιρο, φτάσαμε στη σχέση ακραίας αντιπαλότητας μεταξύ του ιδίου και του προέδρου Σίσι.
Με άλλα λόγια, δεν της «βγήκε» της Τουρκίας το γεωπολιτικό παιχνίδι των τελευταίων ετών. Το μόνο που κατάφερε να κάνει χάρη στην πρωτοφανή ανάπτυξή της είναι να αποκτήσει ένα πολύ σημαντικό «ίχνος» παγκοσμίως, από την Turkish Airlines έως τις τουρκικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Αφρική, στην Ασία και αλλού.
Η Ελλάδα «παίζει άμυνα» από διπλωματικής απόψεως αυτή την εποχή. Αλλωστε, η οικονομική κρίση δεν αφήνει πολλά περιθώρια για το «μεγάλο παιχνίδι». Περνάμε μία περίοδο όπου θα έπρεπε να ισχύει το δικό μας δόγμα με μότο «να μη χάσουμε τίποτα, να μείνουμε εδώ που είμαστε».
Και για να ξαναγυρίσουμε στο ερώτημα «ποιος έχει καλύτερη διπλωματία;», πρέπει να πούμε ότι και η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν εξαιρετικούς επαγγελματίες διπλωμάτες. Οταν όμως οι ηγεσίες των δύο χωρών είτε τις οδηγούν σε οικονομικές κρίσεις και περιόδους εσωστρέφειας είτε «φλερτάρουν» συνεχώς με την ύβριν, δεν είναι εύκολο για έναν διπλωμάτη να κάνει και πολλά πράγματα, εκτός από το να εξηγεί τις επιπτώσεις κάθε κίνησης και, όταν γίνεται η «στραβή», να περιορίζει τον αντίκτυπο και το κόστος για τη χώρα του. Αυτό που κάνουν, δηλαδή, τώρα οι Τούρκοι διπλωμάτες…
ακριβώς με τη θεωρία…
Αν δούμε την υπόθεση από μακροϊστορικής σκοπιάς, θα έλεγε κανείς ότι η Ελλάδα έχει μάλλον πετύχει πολύ περισσότερα, από τη γέννηση του νέου ελληνικού κράτους έως σήμερα. Μεγάλωσε πέρα από κάθε προσδοκία, βρέθηκε πάντοτε στη σωστή μεριά των παγκόσμιων συμμαχιών και μπήκε στα πιο κλειστά κλαμπ του κόσμου. Χάθηκε, βεβαίως, ο Ελληνισμός του Πόντου και της Μικράς Ασίας, αλλά θα έπρεπε να επικρατούν πολύ ειδικές συνθήκες για να είχαν σωθεί. Οσον αφορά δε την Κύπρο, το σκορ είναι δύσκολο να καταγραφεί.
Χάθηκε ένα σημαντικό μέρος του νησιού, στη συνέχεια, όμως, πετύχαμε να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης η Κυπριακή Δημοκρατία και η Τουρκία να βρίσκεται συνεχώς απολογούμενη. Μεγάλες οι απώλειες, αλλά με τα δεδομένα που δημιουργήθηκαν, υπήρξαν και κάποια κέρδη…
Οσο για τη σημερινή συγκυρία, το δόγμα Νταβούτογλου εφαρμόσθηκε από την ανάποδη. Το δόγμα προέβλεπε μηδέν μέτωπα με τους διάφορους γείτονες και «συμπαίκτες». Στην πράξη η Αγκυρα είχε ανοίξει μέτωπα με τη Ρωσία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Συρία, τους πάντες. Ο πρόεδρος Ερντογάν αντελήφθη το κόστος όταν είδε τις τεράστιες οικονομικές παρενέργειες και τώρα προσπαθεί με κάθε τρόπο να αλλάξει ρότα. Το δόγμα έβλεπε, όμως, την Τουρκία και σε έναν νεοοθωμανικό ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Και αυτή η χίμαιρα κατέρρευσε γρήγορα. Από εκεί που έραιναν τον κ. Ερντογάν με ροδοπέταλα στο Κάιρο, φτάσαμε στη σχέση ακραίας αντιπαλότητας μεταξύ του ιδίου και του προέδρου Σίσι.
Με άλλα λόγια, δεν της «βγήκε» της Τουρκίας το γεωπολιτικό παιχνίδι των τελευταίων ετών. Το μόνο που κατάφερε να κάνει χάρη στην πρωτοφανή ανάπτυξή της είναι να αποκτήσει ένα πολύ σημαντικό «ίχνος» παγκοσμίως, από την Turkish Airlines έως τις τουρκικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Αφρική, στην Ασία και αλλού.
Η Ελλάδα «παίζει άμυνα» από διπλωματικής απόψεως αυτή την εποχή. Αλλωστε, η οικονομική κρίση δεν αφήνει πολλά περιθώρια για το «μεγάλο παιχνίδι». Περνάμε μία περίοδο όπου θα έπρεπε να ισχύει το δικό μας δόγμα με μότο «να μη χάσουμε τίποτα, να μείνουμε εδώ που είμαστε».
Και για να ξαναγυρίσουμε στο ερώτημα «ποιος έχει καλύτερη διπλωματία;», πρέπει να πούμε ότι και η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν εξαιρετικούς επαγγελματίες διπλωμάτες. Οταν όμως οι ηγεσίες των δύο χωρών είτε τις οδηγούν σε οικονομικές κρίσεις και περιόδους εσωστρέφειας είτε «φλερτάρουν» συνεχώς με την ύβριν, δεν είναι εύκολο για έναν διπλωμάτη να κάνει και πολλά πράγματα, εκτός από το να εξηγεί τις επιπτώσεις κάθε κίνησης και, όταν γίνεται η «στραβή», να περιορίζει τον αντίκτυπο και το κόστος για τη χώρα του. Αυτό που κάνουν, δηλαδή, τώρα οι Τούρκοι διπλωμάτες…