Όπως και ο Ψυχρός Πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ είχε τα σχετικά πιο “θερμά” σημεία του, έτσι και ο αναδυόμενος νέος ψυχρός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα έχει ως “θερμό” σημείο τις διαμάχες περί τη Νότια Σινική Θάλασσα – μία από τις περιοχές του πλανήτη με τη μεγαλύτερη γεωστρατηγική σημασία, εάν αναλογιστούμε ότι μέσω αυτής διακινούνται ετησίως εμπορεύματα αξίας 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ότι στον βυθό της κρύβει αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, και ότι στις ακτές βρίσκονται χώρες, με μεγάλους πληθυσμούς και αναδυόμενες οικονομίες, τις οποίες το Πεκίνο θα ήθελε να θέσει στο “βαρυτικό πεδίο” του (ενώ οι ΗΠΑ τις περιβάλλουν με ισχυρούς δεσμούς, ώστε να ακυρώνουν τα κινεζικά σχέδια).
Άλλωστε η Κίνα, ως “παγκόσμια μονάδα μεταποίησης” αντιμετωπίζει το γεωστρατηγικό μειονέκτημα να εξαρτάται από θαλάσσιες οδούς που ελέγχει άλλος: η “θαλασσοκράτειρα” του πλανήτη Αμερική, που μάλιστα με διελεύσεις των πολεμικών της πλοίων από διαφιλονικούμενα ύδατα το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται ως ο εγγυητής της “ελευθερίας της ναυσιπλοϊας” στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Το ζήτημα έρχεται επιθετικά στο προσκήνιο, με την αναμενόμενη για σήμερα Τρίτη έκδοση της απόφασης του Μόνιμου Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης (το οποίο ιδρύθηκε με βάση τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982), επί της προσφυγής των Φιλιππίνων για τις εδαφικές διαφορές τους με την Κίνα, ως προς το καθεστώς υφάλων και βραχονησίδων της Νότιας Σινικής Θάλασσας. Και όταν μιλούμε για τα συγκεκριμένα μεγέθη, είναι σαφές ότι η απόφαση για τα “ασιατικά Ίμια” είναι πλανητικής σημασίας.
Οι διεκδικήσεις της Κίνας δεν είναι τωρινές. Ήδη από το 1947 η τότε εθνικιστική κυβέρνηση, )(μετέπειτα καθεστώς της Ταϊβάν), με τη νομική βοήθεια των ΗΠΑ, που τη στήριζαν έναντι των κομμουνιστών, είχε οριοθετήσει αξιώσεις περίπου στο σύνολό της Νότιας Σινικής Θάλασσας. Αργότερα η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επανήλθε στην οριοθέτηση, που έχει γίνει γνωστή, με βάση τους κινεζικούς χάρτες, ως η “γραμμή με τις 9 παύλες”.
Η μέθοδος με την οποία η κινεζική ηγεσία προσβλέπει στον έλεγχο της περιοχής παίρνει κυρίως τη μορφή διεκδίκησης βραχονησίδων και υφάλων, που αντιμετωπίζονται νομικά ως νησιά (επομένως και με δικά τους χωρικά ύδατα και υφαλοκρηπίδα) και συχνά μετατρέπονται σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Ενίοτε, μεγάλα κατασκευαστικά έργα διαμορφώνουν τεχνητά νησιά, που να μπορούν να έχουν ανθρώπινη εγκατάσταση και δραστηριότητα, ώστε να δικαιολογείται ο νομικός χαρακτηρισμός τους.
Τους τελευταίους 18 μήνες η Κίνα έχει ανακτήσει περισσότερα από 8.000 στρέμματα γης με αυτό τον τρόπο, κατασκευάζοντας ανάμεσα στα άλλα λιμάνια, προβλήτες, πολυώροφα κτίρια ακόμη και διαδρόμους προσγείωσης-απογείωσης, σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης τετελεσμένων επί του πεδίου.
Οι ανταγωνισμοί ως προς την Νότια Σινική Θάλασσα είναι περίπλοκοι, καθώς εμπλέκουν όχι μόνο την Κίνας ή τις Φιλιππίνες (που προσέφυγαν στο Δικαστήριο της Χάγης το 2013), αλλά και το Βιετνάμ, τη Μαλαισία, το Μπρουνέι καθώς βέβαια και την Ταϊβάν. Η επίσημη κινεζική θέση συνίσταται στην άρνηση οποιασδήποτε πολυμερούς ρύθμισης του θέματος: αντίθετα προκρίνονται οι απευθείας διαπραγματεύσεις με κάθε χώρα ξεχωριστά, καθώς ο συσχετισμός δυνάμεων ευνοεί συντριπτικά το Πεκίνο. Αυτό στηρίζεται στον υπολογισμό ότι καμία από τις χώρες αυτές δεν θα αποτολμούσε να έρθει σε ρήξη με τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της νοτιοανατολικής Ασίας, ενώ αντίθετα η πρόσκληση διεθνών οργανισμών αναγορεύει επί της ουσίας τις ΗΠΑ σε επιδιαιτητή σε μία περιοχή που η Κίνα θεωρεί ότι αποτελεί τη δική της “πίσω αυλή”.
Άλλωστε, η κινεζική πλευρά έχει τονίσει με όλους τους τρόπους ότι θεωρεί τις ΗΠΑ υπεύθυνες για την ανακίνηση του θέματος και έχει ζητήσει, με πιο πρόσφατο διάβημα αυτό του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών Wang Yi στον επικεφαλής του State Department John Kerry, από την αμερικανική πλευρά να σταματήσει να αναμειγνύεται σε αυτές τις διμερείς διαφορές.
Στην αντιπαράθεση με τις Φιλιππίνες η κινεζική πλευρά υιοθέτησε μιαν ενδιαφέρουσα τακτική. Παρότι παρουσίασε τα νομικά της επιχειρήματα ενώπιον του Δικαστηρίου της Χάγης, δήλωσε προκαταβολικά ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει την απόφαση, επικαλούμενη την ίδια τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας προκειμένου να αναιρέσει την προσπάθεια διαιτησίας στην συγκεκριμένη περιοχή.
Επιπλέον, η Κίνα έχει ενισχύσει τη στρατιωτική της παρουσία, πραγματοποιώντας (ακριβώς στις παραμονές της έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου της Χάγης) μεγάλα ναυτικά γυμνάσια. Ο επίσημος κινεζικός Τύπος υπογραμμίζει ότι είναι σημαντικό να ενισχυθεί η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας και πως, παρότι η Κίνα υστερεί ακόμη στρατιωτικά έναντι των ΗΠΑ, πρέπει να είναι σε θέση να δείξει στην αμερικανική πλευρά ότι θα έχει αφόρητο κόστος, αν επιλέξει να παρέμβει στρατιωτικά στις διενέξεις της Νότιας Σινικής Θάλασσας.
Οι κινεζικές απειλές δεν θα πρέπει να θεωρηθούν αποκλειστικά ρητορικές. Στην πραγματικότητα, το Πεκίνο επιλέγει να ανεβάσει πρώτο τον πήχη των πολιτικών και στρατιωτικών διακυβευμάτων – πλην σε σχετικώς δευτερεύοντα ζητήματα (π.χ. τεχνητοί ύφαλοι) που ως τέτοια δυσκολεύουν την Ουάσιγκτον να δικαιολογήσει στην δική της κοινή γνώμη την επιλογή μιας ανάλογης κλιμάκωσης. Με αυτό τον τρόπο, η κινεζική ηγεσία προωθεί τη δική της εκδοχή “πολιτικής μεγάλης δύναμης’ που κατορθώνει να αποσπά σεβασμό.
Σε αυτό το φόντο, έχει ενδιαφέρον το πόσο προσεκτικά χειρίζεται η κινεζική πλευρά και το θέμα των σχέσεων με τις Φιλιππίνες. Ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping συνεχάρη εγκάρδια τον νέο πρόεδρο των Φιλιππίνων Rodrigo Duterte, τον αποκαλούμενο (λόγω της λαϊκιστικής προεκλογικής εκστρατείας του) και “Donald Trump της Ασίας”, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να ενισχυθούν οι διμερείς σχέσεις στο πλαίσιο των μακρόχρονων δεσμών των δύο κρατών. Όταν μάλιστα το Πεκίνο σχολιάζει την προσφυγή στη Χάγη δεν αναφέρεται γενικά στις Φιλιππίνες, αλλά μόνο στην απελθούσα κυβέρνηση Aquino, που ενίσχυσε τους (παραδοσιακές) δεσμούς της Μανίλα με τις ΗΠΑ.
Ο ίδιος ο Duterte επίσης δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι θα κινηθεί ιδιαίτερα προσεκτικά εάν η απόφαση της Χάγης δικαιώσει τις Φιλιππίνες, ενώ ο Φιλιπινέζος υπουργός Άμυνας έσπευσε να τονίσει ότι στρατιωτική προτεραιότητα της χώρας παραμένει η αντιμετώπιση των ανταρτών της ισλαμιστικής οργάνωσης Abu Sayyaf στην ενδοχώρα, παρά η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Όλα δείχνουν ότι ανεξαρτήτως της σημερινής απόφασης, η νέα κυβέρνηση των Φιλιππίνων θέλει να αποφύγει μια άμεση και ευθεία αντιπαράθεση με την Κίνα, έχοντας κατά νου και το δέλεαρ των κινεζικών επενδύσεων. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι στη νοτιοανατολική Ασία η κινεζική ισχύς δεν αφορά μόνο, ούτε κυρίως, την εγγύτητα προς την πολεμική μηχανή του Πεκίνου, αλλά πρωτίστως την ειδική οικονομική βαρύτητα της Κίνας.