κορυφώνοντας τη σταθερή πτωτική τροχιά που ακολουθεί από το 2000 και σφραγίζοντας για 10η συνεχόμενη χρονιά την επικράτηση όσων εκφράζουν «πολύ λίγη» ή «καθόλου» εμπιστοσύνη απέναντι στον θεσμό. Ανερχόμενο στο 36%, το ποσοστό των τελευταίων σημείωσε, αντιθέτως, το ιστορικό υψηλό του. Ωστόσο, το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 42% δήλωσε ότι έχει «κάποια» εμπιστοσύνη στις εφημερίδες, αποδεικνύοντας ότι ο θεσμός εμπνέει ακόμη εμπιστοσύνη σε κάποιο βαθμό στην αμερικανική πλειονότητα.
Παρ’ όλα αυτά, οι ημέρες κατά τις οποίες περισσότερο από το 35% εξέφραζε εμπιστοσύνη «σε μεγάλο βαθμό» στον θεσμό των εφημερίδων έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Από το 1973, οπότε το Ινστιτούτο Γκάλοπ ανέλαβε τη διενέργεια δημοσκοπήσεων αναφορικά με το πώς βλέπουν οι Αμερικανοί πολίτες τους θεσμούς της χώρας τους, μέχρι και το 1990, το 35% με 50% των πολιτών δήλωνε σταθερά πολύ θετικά διακείμενο απέναντι στον θεσμό του έντυπου Τύπου. Ωστόσο, έκτοτε το ποσοστό αυτό κατάφερε να ξεπεράσει το 35% μόνον το 2002, οπότε η επομένη των τρομοκρατικών χτυπημάτων της 11ης Σεπτεμβρίου έβρισκε την πλειονότητα των Αμερικανών συσπειρωμένη γύρω από τους κύριους θεσμούς της χώρας του.
Υποστηρικτές κομμάτων
Στη συνέχεια, αναφορικά με τους υποστηρικτές των δύο κομμάτων, οι έρευνες του ινστιτούτου έχουν αποδείξει ότι ιστορικά οι Δημοκρατικοί βλέπουν πολύ θετικότερα τις εφημερίδες από τους Ρεπουμπλικανούς. Εντούτοις, φέτος είναι η πρώτη χρονιά όπου μεταξύ των Δημοκρατικών το ποσοστό όσων δείχνουν «πολύ λίγη» ή «καθόλου» εμπιστοσύνη απέναντι στις έντυπες πηγές ενημέρωσης ξεπερνάει εκείνο όσων τις εμπιστεύονται «σε μεγάλο βαθμό», με τη μικρή διαφορά ωστόσο των δύο ποσοστιαίων μονάδων (27%-25%). Από την άλλη, οι υποστηρικτές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος εκφράζουν σταθερά αρνητική άποψη στις ίδιες δημοσκοπήσεις από το 2004, με τη διαφορά μεταξύ των δύο απόψεων φέτος να αγγίζει τις 33 ποσοστιαίες μονάδες. Οσον αφορά τις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, οι νέοι μεταξύ 18 και 34 ετών αποτελούν, σύμφωνα με το ινστιτούτο, την πιο θετικά διακείμενη ηλικιακή ομάδα απέναντι στον θεσμό. Παρ’ όλα αυτά, η ευρύτερη μείωση της εμπιστοσύνης που δείχνει η έρευνα άγγιξε και τους νέους, στους οποίους για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η «καθόλου» ή «πολύ λίγη» εμπιστοσύνη υπερτερεί της «πολλής». Στις ηλικιακές ομάδες 35-54 και 55+ αυτό το σημαντικό έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στις εφημερίδες εμφανίζεται τα τελευταία 12 και 10 χρόνια αντίστοιχα.
Ανοδος ψηφιακών μέσων
Η πτώση της δημόσιας εμπιστοσύνης στις εφημερίδες από το 2000 και έπειτα εντάσσεται στη μεγαλύτερη εικόνα της μείωσης της εμπιστοσύνης των Αμερικανών πολιτών προς το σύνολο των θεσμών των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, η ύφεση της εμπιστοσύνης προς τον έντυπο Τύπο είναι πολύ σημαντικότερη από τη μέση μείωση της εμπιστοσύνης προς όλους τους άλλους θεσμούς, καθότι η πρώτη εμφανίζει πτώση 17 ποσοστιαίων μονάδων από το 2000 μέχρι σήμερα, ενώ η δεύτερη μονάχα 8. Η άνοδος των ψηφιακών μέσων μαζικής ενημέρωσης μπορεί εν μέρει να εξηγεί γιατί ο μέσος Αμερικανός έχει πάψει να εμπιστεύεται τα παραδοσιακά έντυπα μέσα, σύμφωνα όμως με το ινστιτούτο, η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στις εφημερίδες απορρέει κυρίως από μια ευρύτερη κάμψη της αξιοπιστίας που εμπνέουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στον μέσο Αμερικανό.
Το σχέδιο της «ομάδας σοφών», με στόχο την αναβίωση του ιστορικού φύλλου και την επιβίωσή του στις συνθήκες αδυσώπητου ανταγωνισμού του 21ου αιώνα, αποτελεί μία ακόμη –ίσως την ύστατη– απόπειρα διατήρησης του κύρους του φύλλου, αλλά και της πραγματικής στρατιάς δημοσιογράφων, οι οποίοι αριθμούνται σε 1.300.
Το 2020 Group τείνει να συμφωνήσει με εσωτερική έκθεση του 2014, που κατέληγε ότι η εργοδοσία των Times είχε αποτύχει να προαγάγει το περιεχόμενο του φύλλου στο Διαδίκτυο και κυρίως να επεκτείνει το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας. Το τελευταίο σχέδιο, με αυτό τον στόχο, αφορά την αναμόρφωση της φύσης του ίδιου του ρεπορτάζ, ώστε το φύλλο να απολέσει μέρος της «νεοϋορκέζικης» έμφασής του και να καταστεί περισσότερο ευανάγνωστο σε άλλα σημεία των ΗΠΑ ή του κόσμου.
«Προσπαθώ να φανταστώ εκ νέου την κάλυψη, ώστε να φέρω τη σπουδαιότερη πόλη του κόσμου –τη Νέα Υόρκη– στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Πώς μπορείς λοιπόν να καλύψεις τη Νέα Υόρκη με διαφορετικό τρόπο, ώστε το γραπτό σου να ενδιαφέρει εξίσου τον ξένο αναγνώστη όσο και τον κάτοικο της πόλης», αναρωτιέται ο αρχισυντάκτης Ουέντελ Τζέιμσον, ο οποίος έχει εκφράσει την πρόθεση να «ταράξει» τα στάσιμα νερά του ρεπορτάζ, με στόχο την ανάκτηση των χαμένων αναγνωστών.