Άρθρο 50 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
1. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τις συνταγματικές του προβλέψεις.
2. Το κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει οφείλει να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Με βάση τις οδηγίες που θα δοθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ένωση θα διαπραγματευθεί και να συνομολογήσει συμφωνία με το κράτος,
καθορίζοντας τις διευθετήσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπ΄όψιν το πλαίσιο της μελλοντικής του σχέσης με την Ένωση. Η συμφωνία αυτή πρέπει να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 218 (3) της συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πρέπει να συνομολογηθεί για λογαριασμό της Ένωσης από το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, μετά τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
3. Η εφαρμογή των Συνθηκών θα τερματισθεί για το εν λόγω κράτος από την ημερομηνία ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει αυτού, δύο χρόνια μετά την γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εκτός και αν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ομόφωνα αποφασίσει να παρατείνει αυτήν την περίοδο.
4. Για τους λόγους των παραγράφων 2 και 3, το μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που εκπροσωπεί το αποχωρόν κράτος μέλος δεν θα συμμετάσχει στις συνομιλίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου ή στη λήψη αποφάσεων που το αφορούν.
Ειδική πλειοψηφία πρέπει να ορισθεί σύμφωνα με το Άρθρο 238 (3) της συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Εάν το κράτος που αποχωρεί από την Ένωση ζητήσει να επανέλθει, το αίτημά του θα πρέπει να τεθεί υπό τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 49.