Είναι επικίνδυνο, αλλά και… νόστιμο το εντυπωσιακό λεοντόψαρο.
Η υποδοχή του εν λόγω «μετανάστη» στη Ρόδο μόνο θετική δεν ήταν. Τοπική κοινωνία και ψαράδες δεν είδαν με καλό «μάτι» την εισβολή ενός ακόμα ξένου είδους ψαριού, του… διαβόητου λεοντόψαρου, το οποίο πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν ως «φονικό». «Το εν λόγω λεσεψιανό είδος, pteroismiles, το οποίο ζει κανονικά στον Ινδικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσα, πέρασε
πιθανότατα στη Μεσόγειο μέσω του Σουέζ το 1992», αναφέρει στην «Κ» η βιολόγος- ιχθυολόγος, κ. Νότα Περιστεράκη, από το Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ, που προ ημερών εξέδωσε οδηγία προς τους αλιείς της Κρήτης, την οποία προβλέπεται να «επισκεφθεί» προσεχώς το εξωτικό ψάρι.
«Το λεοντόψαρο ανήκει στην ίδια οικογένεια με τη σκορπίνα και τη δράκαινα, είναι δηλαδή βρώσιμο, αρκεί να κοπούν τα δηλητηριώδη αγκάθια, που έχει στη ράχη και τα πλευρικά του πτερύγια», εξηγεί. Περισσότερο προσεκτικοί πρέπει να είναι οι αλιείς, καθώς το δηλητήριο των αγκαθιών δύναται να τους προκαλέσει πόνο ή παράλυση στα χέρια, με τα οποία θα έρθει σε επαφή.
Οι επιστήμονες συστήνουν, πάντως, την αλίευσή του και την προώθησή τους στην αγορά (χωρίς τα αγκάθια) και ως ένα μέσο περιορισμού του. «Το λεοντόψαρο είναι είδος χωροκατακτητικό, έχει δηλαδή την τάση να επικρατεί των υπολοίπων», υπογραμμίζει η βιολόγος του ΕΛΚΕΘΕ, «αφενός αναπαράγεται καλά, αφετέρου τρώει άλλα είδη ψαριών με γρήγορες κινήσεις και “ρουφώντας” τα, ακριβώς όπως οι σκορπίνες». Οι επιστήμονες βρίσκουν πληροφορίες για το λεοντόψαρο κυρίως από συναδέλφους τους στην Καραϊβική, παρά το ότι δεν αποτελεί την «πατρίδα» του λεοντόψαρου. «Το λεοντόψαρο είναι εντυπωσιακό στην όψη και ακριβό, εξ ου και φιλοξενούνταν σε πολλά ενυδρεία της Καραϊβικής, απ’ όπου απελευθερώθηκε στη θάλασσα και πολλαπλασιάστηκε γρήγορα».
Το ελληνικό κοινό, ωστόσο, έχει αρχίσει να συμφιλιώνεται με τα ψάρια «εισβολείς». Συνολικά, στα ελληνικά ύδατα ενδημούν 38 με 40 λεσεψιανά είδη. Μελέτες στη γειτονική Τουρκία και το Ισραήλ έχουν δείξει ότι τα μισά αλιεύματα αποτελούνται από ψάρια «εισβολείς», «έχουμε στοιχεία μόνον από την Κρήτη, όπου οι εισβολείς κυμαίνονται από 2,5% μέχρι 7% βάσει της καταμέτρησής μας», επισημαίνει η κ. Περιστεράκη.
Ορισμένα εξ αυτών, όπως η αγριόσαλπα, πωλούνται ευρέως πλέον. «Κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου μόνο για τον λαγοκέφαλο, που μπορεί να προκαλέσει μέχρι και θάνατο με τη νευροπαραλυτική τοξίνη που περιέχει», καταλήγει η κ. Περιστεράκη.
Έντυπη