Κατά τη διάρκεια των απολογιών τους, οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν την κατηγορία, υποστηρίζοντας ότι ο ρόλος τους ήταν απλώς γνωμοδοτικός και όχι δεσμευτικός για το Δ.Σ
Απολογίες ενώπιον του ανακριτή Διαφθοράς Κ. Σαργιώτη για την κατηγορία της απιστίας με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, έδωσαν σήμερα έξι μέλη της διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ, για το διάστημα 2013 – 2014. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των απολογιών, ανακριτής και εισαγγελέας αποφάσισαν τη μη προφυλάκιση των έξι κατηγορουμένων, εκ των οποίων οι τρεις είναι αλλοδαποί. Πρόκειται για τρεις Ευρωπαίους τεχνοκράτες, οι οποίο βρέθηκαν υπόλογοι ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, μεταξύ των κατηγορουμένων είναι ο Ισπανός πρόεδρος της Κτηματικής Υπηρεσίας του Ισπανικού Δημοσίου, ο Ιταλός ομόλογός του και ο πρόεδρος του Χρηματιστηρίου της Σλοβακίας. Και οι τρεις συμμετείχαν στο Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων που εισηγήθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΑΙΠΕΔ την πώληση των ακινήτων.
Η υπόθεση για την οποία απολογήθηκαν οι έξι κατηγορούμενοι αφορά σε «επωφελή αξιοποίηση» 28 ακινήτων – πέντε κτήρια των υπουργείων -Πολιτισμού, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Υγείας και Παιδείας, 13 κτήρια ΔΟY και πέντε κτήρια της Αστυνομίας, που μεταβιβάστηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ με σκοπό την πώληση και λειτουργική μίσθωση τους (sale-and-lease-back), για 20 χρόνια.
Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τη διάρκεια των απολογιών τους, οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν την κατηγορία, υποστηρίζοντας ότι ο ρόλος τους ήταν απλώς γνωμοδοτικός και όχι δεσμευτικός για το Δ.Σ το οποίο είχε και τον τελευταίο λόγο. Μάλιστα, οι κ.κ. Αλέξανδρος Λυκουρέζος και Γιάννης Γιαννίδης, συνήγοροι των κατηγορουμένων επισήμαναν, μεταξύ άλλων, πως η κατηγορία περί απιστίας είναι έωλη και πως οι εκτιμήσεις των εντολέων τους ήταν και νόμιμες και τελικά επωφελείς.
Σε πόρισμα που συνέταξαν οι εισαγγελείς Αγγελική Τριανταφύλλου και Ιωάννης Σέβης, από την συγκεκριμένη υπόθεση το ελληνικό Δημόσιο, υπέστη ζημία που ανέρχεται στα στα 575.856.504 ευρώ. Ακόμη, οι εισαγγελείς στο πόρισμά τους κάνουν λόγο για «επαχθείς μισθωτικούς όρους» που επάγονται ζημία για το ελληνικό δημόσιο η οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων.
Επιπλέον, επισημαίνουν ότι σημειώθηκε σε κάποιες περιπτώσεις υποτίμηση της «εύλογης αξίας των ακινήτων» με αποτέλεσμα τη μείωση του τιμήματος που εισέπραξε το Δημόσιο. Χαρακτηριστικά στο πόρισμα γίνεται λόγος στις περιπτώσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Γενικού Χημείου του Κράτους, στις οποίες οι εισαγγελείς θεωρούν ότι δεν εκτιμήθηκε η αξία της γης, καθώς δεν υπολογίστηκε με το σωστό συντελεστή δόμησης. Κρίνουν επίσης ότι δεν εκτιμήθηκε η μελλοντική υπεραξία των ακινήτων λόγω μεταβολής των χρήσεων γης, όπως στην περίπτωση του Υπουργείου Παιδείας.
Τέλος, στη δικογραφία αναφέρεται πως τα μέλη του συμβουλίου εμπειρογνωμόνων «παρ’ ότι μπορούσαν λόγω των γνώσεων και των ικανοτήτων τους να εισηγηθούν τροποποίηση των όρων της συναλλαγής ώστε η αξιοποίηση της περιουσίας να καταστεί συμφέρουσα για το Δημόσιο, δεν το έπραξαν και ομόφωνα γνωμοδότησαν προς το Δ.Σ ότι η διαδικασία που τηρήθηκε ήταν επωφελής». Η υπόθεση ελέγχθηκε από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς μετά από μηνυτήρια αναφορά δικηγόρων του Πειραιά.