Στο 25% του επίσημου ΑΕΠ, ήτοι σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, υπολογίζεται ότι ανέρχεται κατά μέσο όρο η σκιώδης οικονομία στην Ελλάδα την τελευταία 15ετία, κάτι που σημαίνει ότι οικονομική δραστηριότητα ίσης αξίας με το ένα τέταρτο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας υφίσταται μεν, αλλά δεν δηλώνεται στην επίσημη οικονομία.
Η επίδοση αυτή τοποθετεί την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις της λίστας των χωρών με την ογκωδέστερη σκιώδη οικονομία στην Ευρώπη, ενώ η μεγαλύτερη τάση των Ελλήνων, αλλά και γενικότερα των κατοίκων των μεσογειακών κρατών (συγκριτικά με άλλες περιοχές της Ευρώπης), ν’ αντλούν μέρος του εισοδήματός τους από δραστηριότητες στη σκιά της επίσημης οικονομίας αποδίδεται σε παράγοντες όπως η υψηλή φορολογία, η φορολογική ηθική, η γραφειοκρατία, αλλά και προσωπικά κίνητρα.
Για λόγους συγκρίσεων αξίζει να αναφερθεί ότι σε χώρες όπως η Αυστρία και το Λουξεμβούργο η σκιώδης οικονομία είναι μικρότερη από 10% του ΑΕΠ, ενώ τον τίτλο της χώρας με τη χαμηλότερη παραοικονομία παγκοσμίως κατέχει σταθερά η Ελβετία. Στη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 14%-15%, ενώ σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία στο 20%. “Αν καταφέρουμε να φτάσουμε έστω στα επίπεδα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, αυτό σημαίνει ότι ένα 5% του ΑΕΠ θα μπορούσε να
προστεθεί στην οικονομία” επισήμανε ο επιστημονικός συνεργάτης του έργου “Θαλής”, Βασίλης Βλάχος, ενόψει του διεθνούς συνεδρίου με τίτλο “International Conference on International Business 2016”, που συνδιοργανώνει το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ) στις 20-22 Μαΐου 2016 στη Θεσσαλονίκη.
Όπως διευκρίνισε, το μέγεθος της σκιώδους οικονομίας μπορεί να υπολογιστεί μόνο εμμέσως, καθώς άμεσα θα μπορούσαν να το καταγράψουν μόνο οι εφορίες. Λαμβανομένου υπόψη αυτού του γεγονότος το φαινόμενο μελετήθηκε -και μετρήθηκε- στο πλαίσιο του έργου “Θαλής”, όπου συντονιστής ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ), Αριστείδης Μπιτζένης, κι ένας από τους βασικούς ερευνητές στη μελέτη και έρευνα πεδίου ο Αυστριακός καθηγητής Φρίντριχ Σνάιντερ (Friedrich Schneider), ο οποίος έχει εκτιμήσει τα επίπεδα διαφθοράς και παραοικονομίας σε 145 χώρες.
“Δεν μπορεί ο οφειλέτης βεβαιωμένων φόρων να ταυτίζεται με τον φοροφυγά”
“Απαιτούνται νομοθετικές παρεμβάσεις και τροποποιήσεις για την εξασφάλιση της σταθερότητας του φορολογικού πλαισίου αλλά και για τον τρόπο αντιμετώπισης των οφειλετών. Δεν μπορεί ο οφειλέτης βεβαιωμένων φόρων να ταυτίζεται με τον φοροφυγά. Επιβάλλεται επίσης οι έλεγχοι να αυξηθούν σε αριθμό και να γίνουν πιο αποτελεσματικοί. Για να φανεί η ανάγκη ενίσχυσης, αρκεί να πούμε ότι μέχρι πρότινος ολόκληρος ο ελεγκτικός μηχανισμός στη Βόρεια Ελλάδα στελεχωνόταν από μόνο πέντε άτομα και ίσως τώρα να έχουν μείνει μόνο δύο” υποστήριξε ο κ.Βλάχος στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
Το 1/3 των πολιτών θεωρεί δικαιολογημένη την απόκρυψη οικονομικών δραστηριοτήτων από τρίτους
Στο μεταξύ, σύμφωνα με έρευνα σε δείγμα 3.527 ατόμων, που παρουσίασε ο επίκουρος καθηγητής του ΠΑΜΑΚ, Ιωάννης Κωνσταντινίδης, σχεδόν το 1/3 των συμμετεχόντων δικαιολογεί την απόκρυψη μέρους των οικονομικών δραστηριοτήτων τρίτων. Το 30% δικαιολογεί τη φοροδιαφυγή και το 25% την εισφοροδιαφυγή, με την ανοχή να είναι μεγαλύτερη μεταξύ των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας (με διαφορές στατιστικά σημαντικές). Κατά τους μελετητές ίσως αυτό να αποτελεί δείγμα χαλάρωσης των αντιστάσεων των πολιτών ως αποτέλεσμα της εμπειρίας τους.
Ερωτηθέντες αν θεωρούν ότι η συνεισφορά τους στην οικονομία είναι ανταποδοτική, σχεδόν εννέα στους δέκα ερωτηθέντες (ποσοστό 86%) απάντησαν “όχι”, ενώ κληθέντες να σχολιάσουν γιατί έχουν αυτή την άποψη απάντησαν ώς εξής: το 78% εκτιμά ότι η κατανομή των βαρών στους πολίτες είναι άδικη και το 70% εκτιμά ότι η ποιότητα ή η ποσότητα των δημόσιων υπηρεσιών είναι χαμηλή. Γενικά διαφαίνεται μεταξύ των συμμετεχόντων στην έρευνα αίσθηση για ύπαρξη αδικίας σε διάφορα επίπεδα.
Το υψηλό πρόστιμο και όχι η ηθική αποτρέπει τη φοροδιαφυγή
Στο ερώτημα “πώς αντιδράτε στη φοροδιαφυγή των άλλων;” οι συμμετέχοντες στην έρευνα “μοιράστηκαν” σε δύο στρατόπεδα: το 47% των ερωτηθέντων απάντησε ότι δεν πρέπει να καταβάλλουν τους φόρους τους και ίσο ποσοστό ότι επιβάλλεται να το κάνουν.
Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν ακόμη ποιοι παράγοντες εκτιμούν ότι αποθαρρύνουν τους πολίτες από τη φοροδιαφυγή και, κατά τις απαντήσεις τους, η ηθική …δεν παίζει τον σημαντικότερο ρόλο.
Συγκεκριμένα, απαντώντας στο ερώτημα (πολλαπλές απαντήσεις), το υψηλό πρόστιμο εμφανίστηκε ώς το βασικό φόβητρο (70%) και ακολούθησαν: η ταλαιπωρία που προκύπτει όταν το παράπτωμα αποκαλυφθεί (58%) και τη μετέπειτα αντιμετώπισή από τις φορολογικές αρχές (56%). Η ηθική συγκέντρωσε μόλις ένα 42% ώς αποτρεπτικός παράγοντας για τη φοροδιαφυγή. Κατά τα λοιπά, πάνω από επτά στους δέκα πολίτες (72%) εκτιμούν ότι η πιθανότητα οι ελεγκτικές αρχές να συγκαλύψουν φορολογικές παραβάσεις έναντι αμοιβής είναι μεγάλη, ενώ το 76% πιστεύει ότι υπάρχει διαφθορά στα κλιμάκια των ελεγκτικών αρχών.
Πολεοδομίες και νοσοκομεία πρωταγωνιστούν στο “φακελάκι” σύμφωνα με τους πολίτες
Στο πλαίσιο άλλης έρευνας, αυτή τη φορά σε δείγμα 1.769 ατόμων, που παρουσίασε ο κ.Κωνσταντινίδης, οι συμμετέχοντες ερωτήθηκαν σε ποιες δημόσιες υπηρεσίες θεωρούν συχνότερη τη δωροδοκία και σε κλίμακα από το ένα (καθόλου συχνή) έως το επτά (πολύ συχνή), έδωσαν την υψηλότερη …βαθμολογία στις πολεοδομίες (έξι), ενώ ακολούθησαν νοσοκομεία (5,8), ΔΟΥ (5,6), τελωνεία (5,5) και δημόσιες συγκοινωνίες (5,3).
Δωροδοκία και στον ιδιωτικό τομέα
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι υπαρκτή θεωρείται η διαφθορά και στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα: το 25% θεωρεί ότι η δωροδοκία είναι υπαρκτή αλλά μεμονωμένη στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, αφού -κατά το 40%- αν δεν σε εξυπηρετήσει ο υπάλληλος που ζητά ¨φακελάκι”, κάποιος συνάδελφός του θα το κάνει νόμιμα.
Κατά τα λοιπά, το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων θεωρεί ότι στην περίπτωση χαμηλόβαθμων υπαλλήλων, το αδήλωτο εισόδημα που προέρχεται από δωροδοκία είναι υψηλότερο από το επίσημο εισόδημα, ενώ στην περίπτωση του προϊσταμένου το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 43%.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι απόψεις των πολιτών σε σχέση με την αδήλωτη -“μαύρη”- εργασία (πολλαπλές απαντήσεις), η οποία όπως πιστεύουν αφορά κατά κύριο λόγο τους μετανάστες (87%), αλλά και τους φοιτητές (85%), τους νέους ως 18 ετών (82%), τους συνταξιούχους (69%) και τις γυναίκες (62%). Η αδήλωτη εργασία θεωρούν ότι είναι συνηθέστερη στον κλάδο της εστίασης (81%), αλλά και στις κατασκευές (69%), τα καταλύματα (68%) και τη μεταποίηση (62%).