Στο ερώτημα αν μετά την κατάργηση του άρθρου 39 του ν.4331/2015 από τότε που ίσχυσε από το άρθρο 21 παρ.3 του ν.4337/2015 υποχρεούται η διοίκηση του Ε.Τ.Α.Α. να ανακαλέσει τις σχετικές πράξεις που εκδόθηκαν σε εφαρμογή του καταργηθέντος άρθρου γνωμοδότησε το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 39 του νόμου 4331/2015 για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών του ΕΤΑΑ που
ίσχυσε μόλις 3 μήνες και καταργήθηκε, προέβλεπε ότι οι ασφαλισμένοι στον κλάδο κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) – Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ), Τομέας Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (ΤΣΑΥ), Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ) – που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή στο Δημόσιο από 1.1.1993 και εφεξής, και ασφαλίζονται στους ανωτέρω Τομείς ως ελεύθεροι επαγγελματίες, μπορούν να επιλέξουν με αίτησή τους την κατάταξή τους σε μία εκ των δύο κατώτερων της υποχρεωτικής ασφαλιστικών κατηγοριών που προβλέπονται από τα προεδρικά διατάγματα 124/1993, 126/1993 και 125/1993 και να παραμείνουν σε αυτή μέχρι 31.12.2016.
Με την υπ’αρ.22/10-5-2016 Γνωμοδότηση του, το ΝΣΚ αποφάνθηκε ότι η διοίκηση του Ε.Τ.Α.Α. δεν υποχρεούται να ανακαλέσει άμεσα όσες διοικητικές πράξεις εκδόθηκαν υπό την ισχύ του άρθρου 39 του ν.4331/2015, δύναται όμως να τις ανακαλέσει μόνον εφόσον το αρμόδιο όργανο του Ε.Τ.Α.Α. κρίνει αιτιολογημένα κατά τρόπο ειδικό και δικαστικά ελέγξιμο ότι η
ανάκληση γίνεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος επαρκώς προσδιοριζομένου. Όπως αναφέρεται μάλιστα στη Γνωμοδότηση, «η επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος από τη διοίκηση προκειμένου να προβεί σε ανάκληση παράνομων πράξεων που κρίνονται επωφελείς για τον διοικούμενο δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στη δημοσιονομική προσαρμογή, ή την ανάκαμψη της οικονομίας ή την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνει υπόψη της την αρχή της βεβαιότητας δικαίου, της εμπιστοσύνης των πολιτών και της ταμειακής ανάγκης που έχει εν τω μεταξύ διευθετηθεί, ώστε η απαιτούμενη αιτιολογία να είναι πλήρης και επαρκής δεδομένου ότι με αυτήν βλάπτεται ολόκληρη κατηγορία ωφελούμενων ασφαλισμένων κατά τρόπο ώστε η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση που επιδιώκεται από τον καταργητικό νόμο να είναι ιδιαίτερα επαχθής τόσο για αυτούς όσο και για το Ταμείο». (Πηγή: Γιάννης Γκιτσάκης, Δικηγόρος)
ανάκληση γίνεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος επαρκώς προσδιοριζομένου. Όπως αναφέρεται μάλιστα στη Γνωμοδότηση, «η επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος από τη διοίκηση προκειμένου να προβεί σε ανάκληση παράνομων πράξεων που κρίνονται επωφελείς για τον διοικούμενο δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στη δημοσιονομική προσαρμογή, ή την ανάκαμψη της οικονομίας ή την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνει υπόψη της την αρχή της βεβαιότητας δικαίου, της εμπιστοσύνης των πολιτών και της ταμειακής ανάγκης που έχει εν τω μεταξύ διευθετηθεί, ώστε η απαιτούμενη αιτιολογία να είναι πλήρης και επαρκής δεδομένου ότι με αυτήν βλάπτεται ολόκληρη κατηγορία ωφελούμενων ασφαλισμένων κατά τρόπο ώστε η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση που επιδιώκεται από τον καταργητικό νόμο να είναι ιδιαίτερα επαχθής τόσο για αυτούς όσο και για το Ταμείο». (Πηγή: Γιάννης Γκιτσάκης, Δικηγόρος)