«Το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα παράγει χρήματα από το πουθενά. Η συγκεκριμένη λειτουργία είναι το εντυπωσιακότερο ταχυδακτυλουργικό τρικ που έχει ποτέ εφευρεθεί»
(L. Angas, βρετανός οικονομολόγος, 1937).
«Η διαδικασία της δημιουργίας χρήματος μοιάζει με μαύρη μαγεία»
(Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, 2007).
Ανάλυση
Η διαδικασία της δημιουργίας χρημάτων στις σημερινές, σύγχρονες οικονομίες, μπορεί να περιγραφεί με μία και μόνο φράση: «Τα δάνεια δημιουργούν καταθέσεις» (Loans make deposits).
Με απλά λόγια, όταν μία τράπεζα αποφασίζει πως κάποιος πελάτης της είναι φερέγγυος, εγκρίνοντας του ένα δάνειο, τότε το συγκεκριμένο ποσόν εγγράφεται στον λογαριασμό καταθέσεων του δανειολήπτη – ενώ την ίδια στιγμή αυξάνεται η ποσότητα χρήματος, η οποία σήμερα καθορίζεται κυρίως από τις τραπεζικές καταθέσεις (καθαρά δάνεια συν αποταμιεύσεις) των ανθρώπων (ανάλυση).
Οι καταθέσεις αυτές είναι λογιστικά χρήματα, τα οποία δεν υπάρχουν πουθενά ως πραγματικά, αλλά μόνο σαν
ένας αριθμός σε κάποιο λογαριασμό. Ακριβώς για τον λόγο αυτό αναφερόμαστε στην δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, αφού δεν απαιτείται κάποια «φυσική παραγωγή» για να δημιουργηθούν – κάποιος φυσικός πόρος ή ανθρώπινη εργασία, εάν εξαιρέσουμε τους μηχανισμούς που διαθέτουν οι τράπεζες για να εγκρίνουν τα δάνεια ή για να εξασφαλίσουν τις λειτουργικές υποδομές της κυκλοφορίας των χρημάτων.
Περαιτέρω, όταν η τράπεζα δανείζει έναν πελάτη της, δημιουργεί άμεσα νέα χρήματα, τα οποία αυξάνουν την ποσότητα που κυκλοφορεί στην συγκεκριμένη χώρα – ενώ, όταν τα δάνεια επιστρέφονται, «καίει» χρήματα, τα καταστρέφει δηλαδή, μειώνοντας παράλληλα την κυκλοφορούσα ποσότητά τους.
Σε σχέση λοιπόν με την ποσότητα χρήματος, με την ρευστότητα όπως συνηθίζουμε να την αποκαλούμε στην Ελλάδα, διαπιστώνοντας πως μειώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, αυτό που έχει σημασία είναι η καθαρή παροχή δανείων – όπου, όταν οι τράπεζες δανείζουν περισσότερα χρήματα, από αυτά που τους επιστρέφονται, η «ρευστότητα» στην αγορά αυξάνεται ενώ, όταν επιστρέφονται (εξοφλούνται) περισσότερα από αυτά που δανείζουν, τότε συμβαίνει το αντίθετο.
Στα πλαίσια αυτά, σε μία οικονομία που αναπτύσσεται συνεχώς, η ποσότητα χρήματος αυξάνεται, επειδή οι τράπεζες δανείζουν όλο και περισσότερα χρήματα για την διεξαγωγή επενδύσεων, για την κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών κοκ. Αντίθετα, σε μία οικονομία που βρίσκεται σε διαρκή ύφεση, όπως η ελληνική μετά το 2008, με το ΑΕΠ να περιορίζεται σε σταθερή βάση, η ποσότητα χρήματος μειώνεται – με αποτέλεσμα να βυθίζεται στην παγίδα ρευστότητας, από την οποία πολύ δύσκολα μπορεί να «δραπετεύσει».
ο γεγονός αυτό φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί, συγκρίνοντας την ποσότητα χρήματος (Μ2) στην Ελλάδα, με αυτήν στην Γερμανία – ενώ για τον συγκεκριμένο λόγο ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει, όταν πάψει κάποια στιγμή να αναπτύσσεται.
Περαιτέρω, τα χρήματα εμφανίζονται τότε μόνο στην φυσική τους μορφή, η οποία δεν υπόκειται στην δημιουργία τους από το πουθενά εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, αφού αποτελεί προνόμιο μόνο της κεντρικής, όταν οι αναλήψεις από τις τράπεζες είναι σε μετρητά – επεξηγώντας τον βασικό λόγο, για τον οποίο γίνονται μεγάλες προσπάθειες να χρησιμοποιούνται πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες στις συναλλαγές, ενώ όλο και περισσότερες χώρες απαγορεύουν τις πληρωμές με μετρητά, επάνω από ένα ορισμένο ποσόν.
Σε κάθε περίπτωση τώρα, η παροχή δανείων δεν έχει καμμία σχέση με τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων, αφού τα χρήματα δημιουργούνται από τις τράπεζες – οι οποίες, για κάθε 100 € που δανείζουν, είναι υποχρεωμένες στην Ευρωζώνη να διαθέτουν εγγυήσεις στην ΕΚΤ μόλις 1 €. Εν τούτοις, δεν εισπράττουν τόκους για το 1 € που πραγματικά διαθέτουν, αλλά για τα 100 € – οπότε εύλογα χαρακτηρίζονται ως άκρως τοκογλυφική οργανισμοί (άρθρο «Η αποκάλυψη της τραπεζικής απάτης»).
Οι τραπεζικές καταθέσεις
Στο σημείο αυτό εύλογα αναρωτιέται κάποιος, ειδικά εάν είναι τραπεζικός υπάλληλος, γιατί οι τράπεζες αναζητούν καταθέσεις, αφού δεν απαιτούνται για την παροχή δανείων, από τα οποία άλλωστε ζουν. Πόσο μάλλον όταν δεν τις χρειάζονται ούτε για τα πάγια που αγοράζουν, όπως είναι τα ομόλογα του δημοσίου, από τα οποία κερδίζουν διπλά – αφού τα χρησιμοποιούν αφενός μεν για την κάλυψη των εγγυητικών ποσών στην ΕΚΤ (1 € για κάθε 100 € δάνειο), αφετέρου για να εισπράττουν τόκους (κάτι που έχει απαγορευθεί επίσης στις ελληνικές τράπεζες).
Η αιτία είναι πως, παρά το ό,τι για το συνολικό χρηματοπιστωτικό σύστημα μίας χώρας δεν έχει κάποιο νόημα σε ποιά τράπεζα καταθέτει κάποιος τα χρήματά του, για την εκάστοτε είναι πολύ σημαντικό – όχι όμως για την παροχή δανείων, αλλά για τις μεταξύ τους συναλλαγές.
Για παράδειγμα, όταν αποσύρονται σε μεγάλο βαθμό οι καταθέσεις από την Πειραιώς, οδηγούμενες στην Εθνική, επειδή ίσως οι αποταμιευτές ή οι δανειολήπτες που διατηρούν τα χρήματά τους στους λογαριασμούς τους χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην Πειραιώς, τότε η Πειραιώς αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα.
Αυτό οφείλεται στο ό,τι, η Πειραιώς πρέπει να εμβάσει τα χρήματα στην Εθνική (ή να τα δώσει σε μετρητά στους καταθέτες, τα οποία όμως δεν δημιουργεί η ίδια από το πουθενά, αλλά τα «αγοράζει» από την ΕΚΤ), επειδή τα χρέη μεταξύ των τραπεζών δεν πληρώνονται με την απλή εγγραφή του ποσού σε κάποιον λογαριασμό. Με απλά λόγια, οι συναλλαγές των τραπεζών μεταξύ τους δεν διενεργούνται με χρήματα που δημιουργούνται από το πουθενά – αλλά με τα εγγυητικά κεφάλαια που η κάθε τράπεζα διατηρεί στην ΕΚΤ, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι καταθέσεις των πελατών της.
Συνεχίζοντας, οι λογαριασμοί που διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην ΕΚΤ εξυπηρετούν τις μεταξύ τους εκκαθαρίσεις (Clearing system), οι οποίες γίνονται στο τέλος της ημέρας. Για παράδειγμα, οι πελάτες της Πειραιώς εμβάζουν χρήματα στην Εθνική για να πληρωθεί κάποιος προμηθευτής τους που διατηρεί εκεί τον λογαριασμό του – ενώ το ίδιο συμβαίνει με τους πελάτες της Εθνικής. Στο τέλος της ημέρας λοιπόν, εκκαθαρίζονται οι συναλλαγές αυτές, με αποτέλεσμα εάν η Εθνική είχε μεγαλύτερες εισροές εμβασμάτων από την Πειραιώς από ότι εκροές προς την Πειραιώς, τότε να πρέπει η Πειραιώς να πληρώσει την διαφορά στην Εθνική.
Όσο περισσότερα χρήματα όμως οδηγούνται από την Πειραιώς στην Εθνική, τόσο μεγαλύτερες κεφαλαιακές ρεζέρβες χρειάζεται να έχει η Πειραιώς στην ΕΚΤ και τόσο λιγότερες η Εθνική – γεγονός που σημαίνει ότι, η Πειραιώς έχει ανάγκη υψηλοτέρων καταθέσεων εκ μέρους των πελατών της, συγκριτικά με την Εθνική. Όταν βέβαια και οι δύο συναλλασσόμενοι, πελάτες και προμηθευτές, διατηρούν τον λογαριασμό τους στην ίδια τράπεζα, τότε δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα – αφού διενεργούνται απλά συμψηφιστικές εγγραφές μεταξύ τους.
Η απώλεια τώρα των καταθέσεων από μία τράπεζα, την υποχρεώνει να συμπληρώσει τις ρεζέρβες της στην κεντρική με άλλο τρόπο – είτε πουλώντας στοιχεία του ενεργητικού της, είτε δανειζόμενη από την κεντρική, είτε από τις άλλες τράπεζες. Κάτι τέτοιο όμως κοστίζει, αφού είναι αναγκασμένη να πληρώνει τόκους – επομένως, λειτουργεί αρνητικά ως προς την κερδοφορία της, οπότε το αποφεύγει.
Εν τούτοις, επειδή αυτήν την εποχή το επιτόκιο της ΕΚΤ είναι σχεδόν μηδενικό, ενώ οι τράπεζες «κολυμπούν» στα χρήματα λόγω των πακέτων ποσοτικής διευκολύνσεως (με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα), το ενδιαφέρον τους για καταθέσεις είναι αμελητέο. Το γεγονός αυτό επεξηγεί την κατακόρυφη μείωση των επιτοκίων καταθέσεων, καθώς επίσης τα αρνητικά επιτόκια που έχουν υιοθετήσει πρόσφατα κάποιες τράπεζες – όπου οι πελάτες τους πληρώνουν για να διατηρούν τα χρήματα στους λογαριασμούς τους (όπως απεφάσισε πρόσφατα μία ελβετική τράπεζα, για τις αρχές του 2016).
Η παγίδα ρευστότητας
Περαιτέρω, οι εκροές καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες σε άλλες του εξωτερικού, τους δημιούργησαν το ίδιο πρόβλημα, όπως στο παράδειγμα της Πειραιώς – ενώ ταυτόχρονα χάνουν τεράστια ποσά, από τα επισφαλή (κόκκινα, μη εξυπηρετούμενα) δάνειά τους.
Παράλληλα, η κρίση στην οικονομία της χώρας μας, η οποία έχει καταστήσει εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις αφερέγγυα, μαζί με το ίδιο το κράτος που αδυνατεί πλέον να εκδόσει ομόλογα, έχει περιορίσει δραστικά την δημιουργία χρημάτων από το πουθενά – αφού αφενός μεν δεν εγκρίνονται νέα δάνεια, αφετέρου επιστρέφουν τα παλαιότερα, έστω με μικρό ρυθμό.
Αυτό έχει ως συνέπεια να καίγονται συνεχώς χρήματα, χωρίς να αναπληρώνονται από καινούρια – με αποτέλεσμα να μειώνεται διαρκώς η ποσότητα χρήματος στην ελληνική οικονομία, στραγγαλίζοντάς την.
Ακριβώς αυτός είναι ο βασικός λόγος, για τον οποίο επιμένουμε πως η Ελλάδα χρειάζεται την ονομαστική διαγραφή μέρους των χρεών της (ανάλυση), έτσι ώστε να καταστεί εφικτή μία αντίστοιχη στον ιδιωτικό τομέα – αφού διαφορετικά θα παραμείνουν αφερέγγυα το κράτος, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, οι τράπεζες δεν θα μπορούν να δημιουργούν χρήματα από το πουθενά, όπως όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές και η ελληνική οικονομία θα πεθάνει από έλλειψη ρευστότητας.
Οι άλλες μορφές δημιουργίας χρημάτων
Οι εμπορικές τράπεζες δεν δημιουργούν χρήματα από το πουθενά μόνο με την παροχή δανείων αλλά, επίσης, μέσω της αγοράς στοιχείων του ενεργητικού τους (πηγή: Γερμανική Κεντρική Τράπεζα, 2007) – όπως είναι τα αξιόγραφα κάθε είδους (ομόλογα, μετοχές κλπ.), το συνάλλαγμα, ο χρυσός και τα ακίνητα, τα οποία όμως αγοράζουν από μη τράπεζες (λοιπό ιδιωτικό τομέα).
Για παράδειγμα, όταν το κράτος ή μία επιχείρηση πουλάει ομόλογά της στην τράπεζα, τότε αυτή τα αγοράζει με χρήματα που δημιουργεί εκείνη την στιγμή από το πουθενά – γεγονός που σημαίνει ότι, εγγράφει το συγκεκριμένο ποσόν στον λογαριασμό του πωλητή, όπως ακριβώς όταν του δίνει ένα δάνειο.
Με αυτόν τον τρόπο αυξάνεται επίσης η ποσότητα χρήματος – ενώ με τον αντίθετο, όταν δηλαδή η τράπεζα πουλάει ομόλογα, χρυσό, ακίνητα κλπ. σε ιδιώτες, καίγονται χρήματα και μειώνεται η ποσότητά τους στην αγορά. Για εκείνο το χρονικό διάστημα λοιπόν που οι τράπεζες αγοράζουν περισσότερα πάγια από όσα πουλούν, αυξάνεται η ποσότητα χρήματος – κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, οπότε η ρευστότητα περιορίζεται δραματικά με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Λόγω της παραπάνω διαδικασίας, τα δάνεια των τραπεζών στους ισολογισμούς τους δεν είναι σε άμεση σχέση με την δημιουργία χρημάτων από το πουθενά – αφού αυξάνονται επί πλέον από τις αγορές παγίων ή μειώνονται από τις πωλήσεις τους.
Περαιτέρω, οι εισροές χρημάτων από το εξωτερικό, οι οποίες αυξάνονταν συνεχώς στην Ελλάδα έως το 2007, προκαλούν επίσης την δημιουργία χρημάτων από το πουθενά στο εσωτερικό της χώρας. Για παράδειγμα, εάν μία ελληνική επιχείρηση λάβει ένα δάνειο από την Ελβετία σε ελβετικά φράγκα, χρησιμοποιώντας το για πληρωμές εντός της Ελλάδας, τότε θα πρέπει να ανταλλάξει τα ελβετικά φράγκα με ευρώ, μέσω μίας ελληνικής τράπεζας.
Ουσιαστικά λοιπόν πουλάει τα ελβετικά φράγκα στην τράπεζα, η οποία της δίνει ευρώ – γεγονός που οδηγεί στην δημιουργία χρημάτων από το πουθενά στην Ελλάδα (κατ’ επέκταση στην Ευρωζώνη), καθώς επίσης στην καταστροφή ενός αντιστοίχου ποσού στην Ελβετία (ένας από τους λόγους που δεν προκαλείται πληθωρισμός στις Η.Π.Α., παρά την συνεχή εκτύπωση νέων δολαρίων, είναι ο δανεισμός πολλών ξένων κρατών σε δολάρια)
Το ίδιο συμβαίνει όταν ένας Ελβετός επενδυτής αγοράζει μετοχές μίας ελληνικής επιχειρήσεως – αφού πρέπει να πουλήσει φράγκα σε μία τράπεζα, τα οποία οδηγούν σε μείωση των καταθέσεων του στην Ελβετία, οπότε στην καταστροφή χρημάτων. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στην Ελλάδα (οπότε στην Ευρωζώνη), όπου η τράπεζα εγγράφει ευρώ στον λογαριασμό του, τα οποία δημιουργεί από το πουθενά.
Από το σημείο αυτό καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλη καταστροφή προκάλεσε στην Ελλάδα, καθώς επίσης στον τραπεζικό της τομέα, η μαζική έξοδος των επενδυτών από το χρηματιστήριο, η συνολική αξία του οποίου έχει μειωθεί κατά 200 δις € – επίσης από την πραγματική οικονομία, όταν δεν προσελκύονται ξένες επενδύσεις ή αποδημούν στο εξωτερικό οι υφιστάμενες.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η εξέλιξη του ελληνικού χρηματιστηρίου συγκριτικά με το γερμανικό – η οποία ακολούθησε αντιστρόφως ανάλογη πορεία μετά το 2008, όταν προηγουμένως ήταν παρόμοια.
.
Ολοκληρώνοντας, απλά και μόνον από την διαδικασία δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά, καθώς επίσης από το αντίθετό της, από το «κάψιμό» τους, κατανοούμε σε ποια οδυνηρή παγίδα έχει οδηγηθεί η χώρα μας – στην οποία δεν δόθηκε ένα έστω πικρό φάρμακο για να θεραπευθεί, αλλά ένα δηλητήριο για να μην μπορεί να αντιδράσει στηνσχεδιαζομένη λεηλασία της.
Επίλογος
Προφανώς οι ζημίες των ελληνικών τραπεζών δεν θα επιβαρύνουν μόνον τους μετόχους τους αλλά, κυρίως, τους Έλληνες Πολίτες – αφού τα πρώτα χρήματα για την κεφαλαιοποίηση τους επιβάρυναν τον προϋπολογισμό, τα σημερινά 25 δις € επίσης (οπότε θα αυξηθεί το χρέος), ενώ η καταστροφή χρημάτων που ευρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία έξι χρόνια στην Ελλάδα, δεν έχει κάποιο ιστορικό προηγούμενο.
Εάν δε σε όλα αυτά προσθέσουμε τα 2 τρις € που χάθηκαν λόγω της πτώσεως των τιμών της ακίνητης περιουσίας, τα 200 δις € του χρηματιστηρίου, τις τρομακτικές μειώσεις των μισθών και των συντάξεων, το κλείσιμο εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων, το τεράστιο κόστος της ανεργίας κοκ., θα κατανοήσουμε πως μόνο ένας ανόητος λαός μπορεί να συνεχίσει να τα ανέχεται – ένας λαός που πουλάει επί πλέον την πάμπλουτη χώρα του έναντι δανείων μόλις 316 δις € (άρθρο), τα οποία καν δεν εισπράττει, αλλά πρέπει να επιστρέψει έντοκα, επιβαρύνοντας ακόμη και τα παιδιά των παιδιών του!
Βιβλιογραφία: Bundesbank, Binswanger, Angas, Bank of England