ΑΠ 861/2015 (πολ.) – Βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων όχι μόνον όταν ο εργοδότης προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν του επιφέρει ηθική βλάβη. Βάναυση και προσβλητική της προσωπικότητας του εργαζομένου συμπεριφορά του εργοδότη. «Από το συνδυασμό των άρθρων 648, 652, 656 και 349 351 Α.Κ., 7 Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού και ειδικότερα να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της
επιχειρήσεως προς επίτευξη των σκοπών της. Έχει, δηλονότι, ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρηση του με βάση τα κρινόμενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά για αυτή κριτήρια (Ολ. ΑΠ 25/2003).
Δεν επιτρέπεται όμως κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος να προκαλείται υλική ή ηθική βλάβη στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος.
Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας αυτής.
Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων όχι μόνον όταν προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγμα που συμβαίνει, ενόψει και του κατ εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συμπεριφοράς του εργοδότη (ή του προσώπου που τον αντιπροσωπεύει στην διεύθυνση της επιχειρήσεως του) βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητας του εργαζομένου, προς την οποία ο εργοδότης οφείλει σεβασμό, μεταξύ άλλων και ως εκδήλωση της υποχρεώσεως πρόνοιας που υπέχει έναντι του μισθωτού του.
Η ηθική ζημία του μισθωτού υφίσταται έστω και αν η ανοίκεια συμπεριφορά του εργοδότη δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί το ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε, κατά αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη, να μην είναι πλέον δυνατή η παροχή της εργασίας του μισθωτού με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζόμενου, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής (Ολ. ΑΠ 13/1987 ΑΠ 1138/2010).
Στην ένδικη διαφορά, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα περιστατικά: Ο αναιρεσίβλητος-ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη-αναιρεσείουσα στις 3-6-1993, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως μηχανολόγος-μηχανικός (πτυχιούχος του Ε.Μ.Π.) στο εργοστάσιο της τελευταίας στα … (κατασκευής χαλύβδινων σωλήνων) ως διευθυντής παραγωγής και συντήρησης. Με την ιδιότητα του δε αυτή παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι της 26-5-2009. Κατά την ημερομηνία αυτή υπήρξε συνάντηση μεταξύ του αναιρεσιβλήτου και της Β. συζ. Μ. Μ., στην οποία είχε ανατεθεί (από το έτος 2007) η εποπτεία του εργοστασίου και ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας (Α.Ε.) της αναιρεσείουσας. Αντικείμενο της συνάντησης και της συζήτησης που ακολούθησε ήταν η λειτουργία του “ISO” των προϊόντων της επιχείρησης. Κατά τη συζήτηση ανέκυψε διαφωνία και η τελευταία απρόκλητα άρχιζε να τον εξυβρίζει με τις αναφερόμενες στην απόφαση φράσεις, στη συνέχεια, δε, βιαιοπράγησε εναντίον του, προκαλώντας του σωματική βλάβη. Εξαιτίας δε του τραυματισμού του νόσησε και του χορηγήθηκε, από το Γενικό Νοσοκομείο Θηβών, άδεια ανικανότητας προς εργασία. Στη συνέχεια, έκρινε το Εφετείο ότι, ενόψει των συνθηκών κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε η συμπεριφορά του προαναφερθέντος προστηθέντος προσώπου της αναιρεσείουσας σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, αυτή υπήρξε βάναυση και συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας, την οποία νόμιμα θεώρησε ο τελευταίος ως άτακτη καταγγελία, αφού έμμεσα, αλλά με σαφήνεια, δέχτηκε ότι η ταπεινωτική αυτή συμπεριφορά προς τον αναιρεσίβλητο, που έφτασε μέχρι προκλήσεως σωματικής βλάβης, επέφερε ηθική μείωση της προσωπικότητας του και δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε η συνέχιση της εργασίας του στο χώρο της επιχείρησης της αναιρεσείουσας κατέστη εκτάκτως δυσχερής, Τέλος, δε, το Εφετείο απέρριψε και τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, ιδιαίτερα μετά τη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης (Σ. Κ.) στην Επιθεώρηση Εργασίας Θηβών, όπου κλήθηκαν οι διάδικοι για επίλυση της διαφοράς, ότι επιθυμεί τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης με τον αναιρεσίβλητο. Και τούτο γιατί, με βάση τα εκτιθέμενα πιο πάνω περιστατικά, δεν καθίσταται αδικαιολόγητη η άσκηση του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, αφού άσκησε κατά τρόπο νόμιμο το δικαίωμά του, ούτε προέκυψε κακοβουλία από μέρους του προκειμένου να διακινδυνεύσουν τα συμφέροντα της επιχείρησης της αναιρεσείουσας. Με τις παραδοχές δε αυτές το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, που δέχτηκε τα ίδια και στη συνέχεια, κατά μερική παραδοχή της αγωγής, επιδίκασε στον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο:1) αποζημίωση λόγω άτακτης καταγγελίας, με βάση τις μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου μήνα (9.170,19 €) χωρίς να εφαρμόσει τον περιοριστικό κανόνα του άρθρου 5 παρ.1 β’ του Ν.3198/1955, που δεν επιτρέπει, κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης, την υπέρβαση του οκταπλάσιου του ημερομισθίου του ανειδικεύτου εργάτη, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό 30 και 2) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στην προσωπικότητα του εξαιτίας της βιαιοπραγίας σε βάρος του…»(areiospagos.gr)