ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
( Ολομέλεια)
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
1) Του Ιωάννη Τσουκαλά του Σπυρίδωνος, δικηγόρου, ΑΜ ΔΣΑ 25894, κατοίκου Αθηνών…………………………………………….
2) Του Κωνσταντίνου Αδάμη του Αναστασίου δικηγόρου με ΑΜΔΣΑ 19559, κατοίκου Αθηνών οδός Πατούσα αρ 4.
3) Ευφροσύνη Βερώνη του Βασιλείου, δικηγόρου με ΑΜΔΣΑ 21189, κατοίκου Αθηνών οδός Ευπόλιδος αρ 14.
ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
1. Δημητρίου Μαναού του Παντελή, πολιτικού μηχανικού, ομοτ Μέλους του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, κατοίκου Δήμου Φιλοθέης –Ψυχικού, οδός Καλλάρη 44 ττ 154-52
2. Σπύρου Νικολάου του Ιωάννη, δικηγόρου Κατοίκου Δήμου Παπάγου Αττικής, οδός Πίνδου 68, ττ 156-69
ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ
α) Του Προεδρικού Διατάγματος υπ αριθμ 38 της 28.6.2015 ( ΦΕΚ 63 τα Α΄) περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα.
β) Της από 26.6.2015 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου περί υποβολής προτάσεως διενέργειας δημοψηφίσματος.
———————————-
Συζητείται ενώπιον Σας, τις 3 Ιουλίου 2015, η από 1 Ιουλίου 2015 η Αίτηση Ακυρώσεως των ανωτέρω με την οποία ζητείται η ακύρωση Του Προεδρικού Διατάγματος υπ αριθμ 38 της 28.6.2015 ( ΦΕΚ 63 τα Α΄) περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα και της από 26.6.2015 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου περί υποβολής προτάσεως διενέργειας δημοψηφίσματος. για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν , τους οποίους θέλουμε να προσβάλουμε με την παρούσα.
1. ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
Η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για τους κάτωθι αναφερόμενους λόγους:
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4023/2011 ορίζεται ότι «αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η οργάνωση της διαδικασίας προσφυγής σε δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα ή για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα με εξαίρεση τα δημοσιονομικά, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 44 του Συντάγματος.»Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ιδίου ως άνω νόμου προβλέπεται ότι «1. Το δημοψήφισμα προκηρύσσεται με προεδρικό διάταγμα. 2. Το προεδρικό διάταγμα προκήρυξης δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και για ψηφισμένο νομοσχέδιο, που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, από τον Πρόεδρο της Βουλής.3. Το προεδρικό διάταγμα εκδίδεται, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, με την οποία γίνεται δεκτή η πρόταση για τη διενέργεια δημοψηφίσματος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ιδίου ως άνω νόμου ορίζεται ότι «1. Ο έλεγχος του κύρους του δημοψηφίσματος και του αποτελέσματος της ψηφοφορίας ανήκει στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 35-38 του ν 345/1976 (Α’ 141)….»
Εν προκειμένω, η ασκηθείσα με αρ. κατ. 1728/1-7-2015 αίτηση ακυρώσεως των αιτούντων ασκήθηκε αναρμοδίως ενώπιον του Υμετέρου Δικαστηρίου, δοθέντος ότι εκ του νόμου επιφυλάσσεται αποκλειστική αρμοδιότητα για τον έλεγχο του κύρους του δημοψηφίσματος του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος, ώστε να καθίσταται, κατά ρητή διάταξη νόμου, απαραδέκτως ασκηθείσα.
Β. Προσέτι, στο άρθρο 21 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζονται τα εξής: «1. Με εντολή του Προέδρου κοινοποιούνται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις επόμενες παραγράφους, αντίγραφο του δικογράφου του ενδίκου μέσου με μνεία της χρονολογίας κατάθεσης και αντίγραφο της πράξης που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο. Η κοινοποίηση γίνεται με επιμέλεια της Γραμματείας είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Ο Πρόεδρος έχει δικαίωμα να κάνει σύντμηση της προθεσμίας σε περίπτωση κατεπείγοντος. 2.α) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης διοικητικής αρχής, η κοινοποίηση γίνεται προς τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος επέχει θέση διαδίκου είτε η πράξη εκδόθηκε από τον ίδιο, είτε από αρχή που υπόκειται σε αυτόν. β) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η κοινοποίηση γίνεται προς αυτό, το οποίο καθίσταται κύριος διάδικος. Κοινοποιείται επίσης στον υπουργό που το εποπτεύει, ο οποίος μπορεί να παρέμβει στο ακροατήριο και χωρίς να καταθέσει δικόγραφο παρέμβασης, είτε υπέρ, είτε κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης. γ) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η οποία εγκρίθηκε με πράξη του οργάνου που ασκεί εποπτεία, η κοινοποίηση γίνεται και προς το νομικό πρόσωπο και προς τον αρμόδιο κατά το εδάφιο α΄ υπουργό.
Εν προκειμένω, οι αιτούντες στρέφονται κατά του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο όμως δεν έχει διοικητική, οργανωτική και οικονομική αυτοτέλεια, ώστε να υφίσταται στον νομικό κόσμο ως αυθύπαρκτο νομικό πρόσωπο, αλλά αποτελεί μέρος της οργανωτικής δομής της Κυβέρνησης τόσο με διοικητική όσο και με νομοθετική αρμοδιότητα, ώστε να εντάσσεται στην οργανωτική δομή του Ελληνικού Δημοσίου. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε η εν λόγω αίτηση ακυρώσεως να στραφεί κατά του Ελληνικού Δημοσίου παρισταμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, όπως εν προκειμένω θα όφειλε, ώστε απαραδέκτως στρέφεται κατά του Υπουργικού Συμβουλίου και καθιστά αυτήν κατ’ αποτέλεσμα απαραδέκτως ασκηθείσα κατά ανύπαρκτου νομικού προσώπου.
Γ. Τέλος, κατ’ άρθρο 45 παρ. 5 του ΠΔ 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» ορίζεται ότι «…5.Δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις και διαταγές, που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας…»Εν προκειμένω στην ελληνική έννομη τάξη η ύπαρξη των κυβερνητικών πράξεων αναγνωριζεται παγίως από τον νομοθέτη. Αρχικώς το άρθρο 46 παρ. 3 του ν. 3713/1928 όριζε ότι δεν προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως «αι κυβερνητικαι πράξεις και διαταγαι αι αναγόμεναι εις την διαχείρισιν της πολιτικής εξουσίας», ενώ αναφορά γίνεται και στο άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 796/1971 «περί της ασκήσεως του κατά το άρθρον 20 του Συντάγματος δικαιώματος του αναφέρεσθαι». Εν προκειμένω, οι πράξεις αυτές είναι κατά τα λοιπά διοικητικές πράξεις, δηλαδή εκτελεστές πράξεις της Διοίκησης,οι οποίες όμως ανάγονται στην διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Εισάγεται, δηλαδή ένα λειτουργικό κριτήριο με βάση το οποίο κρίνεται η ιδιαίτερη φύση της «κυβερνητικής πράξης», η οποία δεν υπόκειται στον Δικαστικό Έλεγχο. Τούτο δε διότι με τις πράξεις αυτές δεν ασκούνται εν στενή εννοία διοικητικές αρμοδιότητες, αλλ’ αντιμετωπίζονται από τα ανώτατα όργανα του Κράτους πολιτικής φύσεως ζητήματα, αναγόμενα στην διαχείριση προβλημάτων υψίστης σημασίας για την Χώρα. Επομένως, από την φύση τους, οι πράξεις αυτές δεν μπορούν να υπάγονται στον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι άλλως ο έλεγχος αυτός θα υπεισερχόταν ανεπίτρεπτα στο πεδίο αμιγώς πολιτικών εκτιμήσεων, που εκφεύγει από το πεδίο του ασκουμένου από το Συμβούλιο Επιρατείας ελέγχου. Η κατά τα ανωτέρω δε μη υπαγωγή των κυβερνητικών πράξεων σε δικαστικό έλεγχο, που αφορά σε ελάχιστες κατηγορίες πράξεων, προσδιοριζόμενες, άλλωστε, εκάστοτε από το ίδιο το δικαστήριο, δεν τελεί υπό την αρνητική προϋπόθεση της ελλείψεως αντανακλαστικών συνεπειών από την εφαρμογή των πράξεων αυτών στην άσκηση ατομικών δικαιωμάτων. Οι πράξεις αυτές μπορούν να έχουν, όπως κάθε πράξη, επίπτωση σε συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα ή σε πολιτικά δικαιώματα. Η κατά τα ανωτέρω, όμως, μη υπαγωγή τους σε δικαστικό έλεγχο υπαγορεύεται και δικαιολογείται μόνον από την προπεριγραφείσα φύση τους, δεν συναρτάται δε, με τις τυχόν επιπτώσεις και συνέπειές τους και δεν συνδέεται με την βαρύτητα καθεμιάς απ’ αυτές. Εξ άλλου, η μη υπαγωγή των πράξεων αυτών σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο ούτε συνεπάγεται την αποδέσμευση του οργάνου που τις εκδίδει από την υποχρέωση τηρήσεως των οικείων συνταγματικών διατάξεων, ούτε αποκλείει την ανόρθωση ενδεχομένων δυσμενών επιπτώσεών τους σε ιδιώτες κατά τρόπους και διαδικασίες που, κατά περίπτωση, προβλέπονται από την έννομη τάξη. Έχει απλώς την έννοια ότι, για τους προεκτεθέντες λόγους, οι πράξεις αυτές δεν υπόκεινται στον συγκεκριμένο έλεγχο. Το γεγονός δε της, υπό τις ως άνω συνθήκες, αδυναμίας ακυρωτικού ελέγχου των εν λόγω πράξεων δεν άγει αναγκαίως στο συμπέρασμα ότι το σύστημα αυτό του ελέγχου προσκρούει στις διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ότι, κατά συνεκδοχή, πρέπει να υπόκεινται σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο και οι κυβερνητικές πράξεις, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται και σε περιορισμούς, μεταξύ των οποίων και οι εν προκειμένω κρίσιμοι. Σύµφωνα µε πάγια νοµολογία του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου, ο χαρακτηρισµός µιας πράξεως ως «κυβερνητικής» ανήκει στην αποκλειστική αρµοδιότητα του ΣτΕ (βλ. ΣτΕ 105/1981). Αντίθετα, έχει κριθεί ότι «δεν είναι έργον του νοµοθέτου να χαρακτηρίζει κατ’ οικείαν κρίσιν ωρισµένας κατηγορίας πράξεων ως Κυβερνητικάς και να εξαιρεί ούτω αυτάς από τον έλεγχον του Συµβουλίου της Επικρατείας» (ΣτΕ 1947/1960. Πρβλ. επίσης ΣτΕ 2438/1966, 2528/1974 Ολ.). Η κρίση αυτή του ∆ικαστηρίου υπαινίσσεται έναν πολύ συγκεκριµένο έλεγχο της συνταγµατικότητας των νοµοθετικών διατάξεων που προβαίνουν στον χαρακτηρισµό µιας πράξεως ως «κυβερνητικής». Το δε Υμέτερο Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στην κατηγορία των «κυβερνητικών πράξεων» ανήκουν, ιδίως, εκείνες που αναφέρονται στις σχέσεις ανάµεσα στα κρατικά όργανα, όπως είναι λ.χ. το διάταγµα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών (ΣτΕ 250/1930, 1596/1951, 1789/1951 318/1956, 1810/1961, 484/1978, 1299/1986, καθώς και η σχολιαζόµενη υπ’ αριθµ. 1398/2000), προκήρυξης δηµοψηφίσµατος (ΣτΕ 2468/1968), αποδοχής παραιτήσεως υπουργού ή της Κυβέρνησης και η εντολή σχηµατισµού της Κυβέρνησης (ΣτΕ 1467/1967, 1631/1975), η άσκηση νοµοθετικής πρωτοβουλίας εκ µέρους των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας (ΣτΕ 102/1930, 347/1937).
Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το προκηρυχθέν Δημοψήφισμα αφορά κρίσιμο εθνικό θέμα, η δε προκήρυξή του συνιστά βούληση της πολιτικής εξουσίας να απευθυνθεί προς τους πολίτες της Χώρας, οι οποίοι καλούνται να εγκρίνουν ή να απορρίψουν συγκεκριμένη πρόταση άσκησης οικονομικής πολιτικής, που αφορά σε θεμελιώδη θέματα ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και θεμελιώδη εθνικά ζητήματα σχέσεων με τα λοιπά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,, εκφεύγει του δικαστικού και δη του ακυρωτικού ελέγχου, λόγω ακριβώς του χαρακτήρα της προκηρύξεως Δημοψηφίσματος ως «κυβερνητικής πράξης». Ως τέτοια δε θα πρέπει να θεωρηθεί και η δεύτερη προσβαλλομένη από 26-6-2015 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία, βέβαια δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, δοθέντος ότι συνιστά την υποβληθείσα πρόταση-γνώμη προς την Βουλή και η –ενσωματώνεται στην πρώτη προσβαλλομένη πράξη, ήτοι το εκδοθέν με αρ. 38/2015 Προεδρικό Διάταγμα. Συνεπώς, η επίδικη αίτηση ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ασκηθείσα κατά κυβερνητικής πράξεως.
τόσο η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, ήτοι το υπ’ αριθμ. 38/28-6-2015 Προεδρικό Διάταγμα, εκδοθέν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με το οποίο προκηρύχθηκε το Δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα, όσο και η από 26-6-2015 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου
2. ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΛΟΓΩΝ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος, επί τη βάσει του οποίου εξεδόθη το προσβαλλόμενο με αρ. 38/2015 ΠΔ, ορίζεται ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. ….»Ως εκ τούτου, θέμα του Δημοψηφίσματος που προκηρύσσεται πρέπει να είναι κρίσιμο εθνικό θέμα, ήτοι θέμα για το οποίο είναι αναγκαία η λήψη μιας πολιτικής καταρχήν απόφασης, που μπορεί να είναι σχετικό με την κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική ζωή του τόπου, τις διεθνείς σχέσεις και την προσχώρηση σε διεθνείς οργανώσεις. Το θέμα πρέπει να είναι συγκεκριμένο και σαφώς διατυπωμένο. Δεν επιτρέπεται να τίθεται στην κρίση των πολιτών ασαφείς φιλοσοφικές ιδέες ή αμφιλεγόμενοι πολιτικοί προγραμματισμοί, αλλά αντίθετα το περιεχόμενο των επιμέρους σκελών του ερωτήματος πρέπει να είναι πραγματοποιήσιμο. Προσέτι, το θέμα που θα τεθεί στην κρίση του Ελληνικού Λαού πρέπει να είναι εθνικό, δηλαδή πανελληνίου και όχι τοπικού ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι οι τοπικές υποθέσεις «ανήκουν», κατ’ άρθρο 102 παρ. 1 του Συντάγματος στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πρέπει η φύση του ζητήματος που τίθεται να ενδιαφέρει και να αφορά όλους τους Έλληνες, άμεσα ή έμμεσα, και μάλιστα από την άποψη του νομικού του status, ανεξάρτητα από τοπικές και εν γένει πρόσκαιρες ή συγκυριακές καταστάσεις. Συναφώς, δεν επιτρέπεται να είναι ακραιφνώς πολιτικό, δηλαδή να αφορά τις σχέσεις μεταξύ κυβερνητικών οργάνων (πχ. Σχέσεις Προέδρου της Δημοκρατίας, Κυβέρνησης και Βουλής) διότι δεν αφορά τις αμοιβαίες σχέσεις των επιμέρους θεσμών.
Το κρίσιμο του εθνικού θέματος σημαίνει ότι πρέπει να είναι «ώριμο» προς επίλυση, ήτοι να έχει δημιουργηθεί μια οξύτητα και ένταση τόσο στην κοινή γνώμη όσο και μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, που πρέπει να ρυθμιστεί. Γίνεται δεκτό δε ότι κρίσιμο ποιοτικό στοιχείο συνιστά ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα επηρεάσει μακροχρόνια τον τομέα στον οποίο αναφέρεται.
Εν προκειμένω, το εν λόγω Δημοψήφισμα προκηρύχθηκε, ώστε ο Ελληνικός Λαός να αποφασίσει με την ψήφο του, εάν πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο EUROGROUP της 25-6-2015, η οποία αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία αποτελούν ενιαία πρόταση Το πρώτο έγγραφο τιτλοφορείται «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» («Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού») και το δεύτερο «Preliminary Debt sustainability analysis» («Προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους»). ΄Οσοι από τους πολίτες της χώρας απορρίπτουν την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΟΧΙ. ΄Οσοι από τους πολίτες της χώρας συμφωνούν με την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΝΑΙ.». Ακριβής δε μετάφραση από το Υπουργείο Εξωτερικών της ως άνω ενιαίας πρότασης είναι ήδη ανηρτημένη στον επίσημο ιστότοπο του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης ήδη από την Δευτέρα, 29 Ιουνίου 2015, ώστε να λαμβάνει γνώση κάθε Έλληνας πολίτης επί της προτάσεως των τριών ως άνω θεσμών, για την οποία, όπως συνομολογούν και οι αιτούντες με το δικόγραφό τους, ο Ελληνικός Λαός καλείται «…να πάρει θέση για το περιεχόμενο της πρότασης των ως άνω τριών θεσμών και να εξουσιοδοτήσει την Κυβέρνησή του στους περαιτέρω χειρισμούς της κρίσιμης εθνικής υπόθεσης».
Οι λόγοι ακυρώσεως που οι αιτούντες προβάλλουν θα πρέπει και επί της ουσίας να απορριφθούν ως εξής:
Α. Προβάλλουν ότι δήθεν το ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο Ελληνικός Λαός αφορά αποκλειστικά δημοσιονομικό θέμα με αποκλειστικά οικονομικό αντικείμενο. Καταρχάς, ο Συνταγματικός Νομοθέτης όταν αναφέρεται σε κρίσιμο εθνικό θέμα δεν κάνει διάκριση για το είδος ούτε εξειδικεύει σε ποιους τομείς αναφέρεται. Αντιθέτως, στην περίπτωση προκήρυξης Δημοψηφίσματος κατά άρθρο 44 παρ. 2 εδ. 2 αναφέρει ότι «δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Kανονισμός της Bουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής….». Συνεπώς, ενώ στην περίπτωση ψηφισμένου νομοσχεδίου θέτει περιορισμό και εξαιρεί τα δημοσιονομικά θέματα, δεν πράττει τούτο όμως στην προκείμενη εφαρμοζομένη περίπτωση επί τη βάσει της οποίας προκηρύχθηκε το υπό κρίση Δημοψήφισμα. Είναι προφανές ότι εάν ο Συντακτικός Νομοθέτης ήθελε θα έθετε οιονδήποτε περιορισμό, γεγονός το οποίο δεν έπραξε, ώστε να δίνεται η ευχέρεια διενέργειας δημοψηφίσματος ακόμη και επί δημοσιονομικού θέματος, αρκεί να πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις («κρίσιμο»-«εθνικο»).
Πέραν, όμως τούτου, από το περιεχόμενο της προτάσεως των τριών θεσμών προκύπτει ότι το εύρος των ρυθμίσεων αφορά ποικίλα θέματα, όχι μόνον δημοσιονομικά αλλά ποικίλα θέματα που άπτονται γενικών ρυθμίσεων. Ειδικότερα, πέραν των αυστηρώς δημοσιονομικών μέτρων που προτείνονται να υιοθετηθούν, προτείνονται μέτρα ως προς το φαινόμενο γήρανσης του πληθυσμού και ιδίως σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και την ενοποίηση των Ασφαλιστικών Ταμείων, μεταρρυθμίσεις στο σύστημα της φορολογικής και τελωνειακής διοίκησης και προτάσεις αναδιοργάνωσης με την δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής, θέσπιση νέου Ποινικού Κώδικα για την Φοροδιαφυγή και την Φορολογική Απάτη, την λήψη μέτρων στον τομέα της Υγείας/Πρόνοιας, την μεταρρύθμιση του πτωχευτικού Δικαίου και του ν. 3869/2010 περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών, την δημιουργία ειδικών τμημάτων στα Δικαστήρια, την τροποποίηση του εξωδικαστικού διακανονισμού, την θέσπιση προσωρινού moratorioum των πλειστηριασμών μέχρι το τέλος του 2015, την πλήρη αναθεώρηση των εργασιακών σχέσεων μέχρι το τέλος του 2015 σε διάφορα επί μέρους θέματα, την οργάνωση του τραπεζικού συστήματος, τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας περιουσίας σε διάφορους τομείς (ΟΤΕ, λιμάνια κλπ), την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την πρόσληψη Διευθυντών στο Δημόσιο, την εφαρμογή του σχεδίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως είχε προταθεί τον Νοέμβριο του 2014 από την προηγούμενη Κυβέρνηση, την θέσπιση μέτρων κατά της διαφθοράς καθώς και ρυθμίσεις για την ΕΛΣΤΑΤ.
Ως εκ τούτου, η προτεινόμενη πρόταση των θεσμών δεν φέρει μόνον δημοσιονομικό χαρακτήρα, αλλά αφορά ποικίλους τομείς δράσης της Διοίκησης, που άπτονται της Εθνικής Κυριαρχίας και μάλιστα με στοιχεία μονιμότητας μέτρων/αναδιαρθρώσεων/ρυθμισεων, ώστε ο προκείμενος λόγος ακυρώσεως να καθίσταται και κατ΄ουσίαν απορριπτέος.
Β. Περαιτέρω, οι αιτούντες ισχυρίζονται, ότι δήθεν το ερώτημα δεν είναι σαφές και ότι τα όσα στην πρόταση των θεσμών αναφέρονται είναι δήθεν «πολυσύνθετα» κα με ειδικούς τεχνικούς και επιστημονικούς όρους. Όμως, από την απλή ανάγνωση, το περιεχόμενο καθίσταται βέβαιο, κατανοητό και ευκρινές για τον μέσο πολίτη, καθόσον θέτει συγκεκριμένα μέτρα ανά περίπτωση, καθορίζοντας στις πλείστες των περιπτώσεων συγκεκριμένα προτεινόμενα μέτρα ανά μεταρρύθμιση , άλλοτε προτείνοντας κατάργηση ελαφρύνσεων, άλλοτε αυξάνοντας ποσοστιαία δείκτες, όπως τον ΦΠΑ στα νησιά, άλλοτε προτείνοντας συγκεκριμένες ενέργειες για δράση και μάλιστα σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις με συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο. Η ανάλυση δε ιδίως ως προς το δημοσιονομικό μέρος είναι αρκετά λεπτομερής, περιγράφουσα επακριβώς τις μειώσεις/καταργήσεις που προτείνονται, ώστε να μην καταλίπεται καμμιά αμφιβολία για την επίδραση των μέτρων αυτών στην οικονομική ζωή του τόπου μας. Συνεπώς, και ο λόγος αυτός καθίσταται και κατ’ ουσίαν απορριπτέος.
Γ. Προσέτι, ισχυρίζονται οι αιτούντες, ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 και 9 έως 11 του ν. 4023/2011 που αφορούν την προετοιμασία, τις σχετικές ενέργειες και τις προθεσμίες, αλλά και την έγκαιρη ενημέρωση του εκλογικού σώματος. Ο λόγος αυτός είναι προδήλως αβάσιμος, δοθέντος ότι κατά άρθρο 12 ορίζεται ότι «η ψηφοφορία διεξάγεται εντός τριάντα ημερών από την δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος…» Προσέτι, η Βουλή, η οποία αποφασίζει την προκήρυξη του Δημοψηφίσματος γα το ερώτημα/ματα στα οποία καλείται να απαντήσει το εκλογικό σώµα, καθορίζει την προθεσμία διενέργειάς του κατ’άρθρο 115 παρ. 1 και 2 Κανονισμού της Βουλής. Εν όψει του γεγονότος ότι η προρρηθείσα διάταξη νόμου θέτει μέγιστο χρονικό διάστημα διεξαγωγής (30 μέρες) και δεδομένου ότι αφενός μεν ήδη σήμερα έχει ολοκληρωθεί πλήρως η διαδικασία προπαρασκευής (διορισμός δικαστικών αντιπροσώπων και εφορευτικών επιτροπών, εκλογικοί κατάλογοι, εκλογικά τμήματα κλπ), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Ελληνικός Λαός πληροφορείται καθημερινά από τα ΜΜΕ επί του δημοψηφίσματος, δεν δύναται να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί των αιτούντων περί παραβιάσεων προθεσμιών. Άλλωστε, ο προκείμενος λόγος είναι πρωτίστως αόριστος, καθόσον δεν προσδιορίζει την παραβίαση συγκεκριμένης προθεσμίας καθώς και συγκεκριμένες συνέπειες που δύνανται και ουσιαστικά να πλήξουν το κύρος του Δημοψηφίσματος ως προς την διαφάνεια διενέργειας ή ως προς την ανόθευτη και ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος των πολιτών να εκδηλώσουν την βούλησή τους με την ψήφο τους.
Δ. Ακολούθως, απαραδέκτως προβάλλουν λόγο ακυρώσεως περί μη δημοσίευσης των κειμένων της προτάσεως των θεσμών, ώστε να λάβει γνώση ο Ελληνικός Λαός. Και τούτο διότι , ήδη τα κείμενα είχαν δημοσιευθεί από τα ΜΜΕ, προ της προκηρύξεως του Δημοψηφίσματος και εν όψει του ιδιαίτερου εθνικού ενδιαφέροντος που έχουν εκδηλώσει οι πολίτες ως προς την διαπραγμάτευση και την έκβασή της που αφορά την ρύθμιση των σχέσεων της Ελλάδας με τους Θεσμούς. Προσέτι, όπως ανωτέρω εκθέτουμε, είναι ανηρτημένα με επίσημη μετάφραση από το Υπουργείο Εξωτερικών στον επίσημο ιστότοπο του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και δεδομένου του κατακόρυφα αυξημένου ενδιαφέροντος των πολιτών και της συνεχούς ενημέρωσης από τα ΜΜΕ, δεν καταλίπεται καμμιά αμφιβολία ότι δεν υφίσταται έλλειμα ενημέρωσης των πολιτών και συνεπώς και ο προκείμενος λόγος θα πρέπει να απορριφθεί.
Ε. Τέλος, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις τυγχάνουν ακυρωτέες ως δήθεν εκδοθείσες κατά κατάχρηση εξουσίας και εξεδόθησαν για σκοπό τάχα τελείως διάφορο από τον συνταγματικά προβλεπόμενο. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι, καταρχάς, αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής κρίσης, καθόσον οι αιτούντες αναφέρονται σε κατάχρηση εξουσίας, χωρίς να την εξειδικεύουν σε τι συνίσταται, δηλαδή ποια ακριβώς είναι η υφιστάμενη υπέρβαση και ποιο το μέτρο της κατάχρησης. Εν συνεχεία, αναφέρονται στην σκοπιμότητα, ισχυριζόμενοι ότι εξεδόθησαν οι προσβαλλόμενες πράξεις για διάφορο σκοπό, χωρίς όμως να προσδιορίζουν ποιος ακριβώς ήταν ο αληθής σκοπός που δήθεν υποκρύπτεται. Σε κάθε περίπτωση, τόσο το ερώτημα όσο και ο σκοπός του Δημοψηφίσματος κατατείνουν στο να επιλυθεί ένα κρίσιμο εθνικό θέμα για την Χώρα που αφορά όλους τους Έλληνες Πολίτες, σχετίζεται με την εφαρμογή μιας σειράς νομοθετικών μέτρων και επεμβάσεων στην Εθνική Κυριαρχία, με υποχρεωτικότητα και καθορισμό πλείστων θεμάτων Δημοσιονομικών, Διοίκησης και Δικαιοσύνης αλλά και με σημαντικές τροποποιήσεις σε θεμελιώδη ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ώστε ευλόγως να εντάσσεται στην έννοια του «κρίσιμου εθνικού θέματος» του άρθρου 44 παρ. 2 εδ. Α του Συντάγματος.
3. ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΣ
Άπαντες οι παρεμβαίνοντες είμαστε Έλληνες Πολίτες, οι οποίοι γεννηθήκαμε και εξακολουθούμε να διαβιούμε στην Ελλάδα, ασκώντας ενεργή δικηγορία, είμαστε εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και δεν έχουμε απωλέσει το δικαίωμα ψήφου για οιοδήποτε λόγο, ήτοι δεν διατελούμε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, ούτε στερηθήκαμε το πολιτικό μας δικαίωμα λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης, σε κάποιο από τα εγκλήματα που ορίζονται από τον ποινικό και στρατιωτικό ποινικό κώδικα. Ακολούθως, εάν τυχόν γίνει δεκτός έστω και ένας λόγος ακυρώσεως θα απωλέσουμε το δικαίωμα να εκφράσουμε την άποψή μας για την διαχείριση του κρίσιμου, όπως άνω λεπτομερώς έχουμε παραθέσει, εθνικού θέματος, εν όψει και του γεγονότος, ότι το Δημοψήφισμα αποτελεί την ύψιστη μορφή άμεσης δημοκρατίας και έκφρασης της βούλησης της λαϊκής κυριαρχίας. Σημειωτέον, ότι το εκλογικό σώµα µετέχει στη λειτουργία του πολιτεύµατος, κατά κανόνα µεν, κατά τρόπο έµµεσο, µέσω της ανάδειξης των αντιπροσώπων του στα νοµοθετικά σώµατα, κατ’ εξαίρεση δε, κατά τρόπο άµεσο µε το δηµοψήφισµα.
Ως προς δε το εμπρόθεσμο ασκήσεως της παρούσης παρεμβάσεως, δέον να λεχθεί ότι θα πρέπει να κριθεί ως εμπροθέσμως ασκηθείσα, δοθέντος ότι η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως κατετέθη την 1-7-2015, η δικάσιμος της οποίας, ευλόγως, ορίστηκε για την δικάσιμο της 3-7-2015, εμείς δε λάβαμε γνώση του κειμένου στις 2-7-2015. Συνεπώς, εφόσον λόγω της έκτακτης και επείγουσας περίπτωσης , για να μην καταστεί μετά την διενέργεια του δημοψηφίσματος άνευ αντικειμένου, ορίσθηκε η εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως εντός δύο ημερών, κατά παρέκκλιση των προθεσμιών που προβλέπονται στο Π.Δ. 18/1989, είναι εύλογο η ίδια σύντμηση προθεσμιών να εφαρμοστεί και στην υποβολή παρεμβάσεως, ώστε να ικανοποιηθεί το κατ’ άρθρο 20 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ δικαίωμα προσφυγής στην δικαιοσύνη για εμάς, τους τρίτους έχοντες έννομο συμφέρον ως προς την διατήρηση ισχύος της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως.
Επειδή έχουμε έννομο προς τούτο συμφέρον και η Παρέμβαση είναι, νόμιμη, βάσιμη και αληθής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ
Να γίνει δεκτή η Παρέμβασή μας,
Να απορριφθεί η υπό κρίση με αρ. κατ. 1728/2015 αίτηση ακυρώσεως των αιτούντων.
Να διατηρηθεί η ισχύς των προσβαλλομένων πράξεων
Να καταδικαστούν οι αντίδικοι στην δικαστική μας δαπάνη
Αθήνα, 3 Ιουλίου 2015
Οι παρεμβαίνοντες