Αποζημίωση σε περίπτωση καθυστέρησης της πτήσης – Η έκτακτη περίσταση ως λόγος απαλλαγής της υποχρέωσης του αερομεταφορέα. (Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διάταξη στην υπόθεση C-394/14 Sandy Siewert κ.λπ. κατά Condor Flugdienst): “H πρόσκρουση της κινητής σκάλας επιβίβασης σε αεροσκάφος δεν αποτελεί έκτακτη περίσταση δυνάμει της οποίας ο αερομεταφορέας μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση καθυστερήσεως της πτήσεως υπερβαίνουσας τις τρεις ώρες.
Ειδικότερα, μια τέτοια πρόσκρουση πρέπει να θεωρείται ως γεγονός σύμφυτο προς την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα Δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, οι αερομεταφορείς υποχρεούνται να αποζημιώνουν τους επιβάτες σε περίπτωση ματαιώσεως της πτήσεως ή καθυστερήσεως άνω των τριών ωρών.[1] Ο αερομεταφορέας απαλλάσσεται όμως από την υποχρέωσή του αποζημιώσεως εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση ή η καθυστέρηση προκλήθηκαν από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.
Οι Sandy, Emma και Nele Siewert έκλεισαν θέσεις σε πτήση του αερομεταφορέα Condor από την Αττάλεια (Τουρκία) προς τη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία). Η πτήση αυτή είχε καθυστέρηση έξι και πλέον ωρών κατά την άφιξη. Η Condor υποστηρίζει ότι αιτία της καθυστερήσεως αυτής ήταν οι ζημίες τις οποίες είχε υποστεί το αεροσκάφος στο αεροδρόμιο της Στουτγάρδης την προηγουμένη. Eιδικότερα, στο αεροσκάφος προσέκρουσε κινητή σκάλα επιβίβασης, πράγμα που προκάλεσε ζημία στον σκελετό μιας πτέρυγας και κατέστησε αναγκαία την αντικατάσταση του αεροσκάφους. Η Condor προβάλλει ότι τούτο συνιστά «έκτακτη περίσταση» η οποία την απαλλάσσει από την υποχρέωσή της αποζημιώσεως. Έχοντας επιληφθεί της υποθέσεως, το Amtsgericht Rüsselsheim (Ειρηνοδικείο Rüsselsheim, Γερμανία) ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν γεγονός όπως η πρόσκρουση μιας κινητής σκάλας επιβίβασης σε αεροσκάφος πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «έκτακτη περίσταση», έτσι ώστε ο αερομεταφορέας να απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του αποζημιώσεως. Στη διάταξή του[2]της 14ης Νοεμβρίου 2014[3] , το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα τεχνικά προβλήματα μπορούν να θεωρηθούν ως έκτακτες περιστάσεις υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν γεγονός το οποίο δεν είναι σύμφυτο προς την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα και εκφεύγει του αποτελεσματικού ελέγχου του λόγω της φύσεως ή των αιτίων του[4]. Ως προς την πρόσκρουση μιας κινητής σκάλας επιβίβασης σε αεροσκάφος, επισημαίνεται ότι τέτοιες κινητές σκάλες ή γέφυρες οπωσδήποτε χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο αεροπορικής μεταφοράς επιβατών (προκειμένου να τους επιτρέψουν να ανέλθουν στο αεροσκάφος και να κατέλθουν από αυτό), με συνέπεια οι αερομεταφορείς να έρχονται σε τακτική βάση αντιμέτωποι με καταστάσεις που προκύπτουν από τη χρήση του εν λόγω εξοπλισμού. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η σύγκρουση μεταξύ αεροσκάφους και κινητής σκάλας πρέπει να θεωρείται ως γεγονός σύμφυτο προς την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα. Εξάλλου, ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι η ζημία την οποία υπέστη εν προκειμένω το αεροσκάφος προκλήθηκε από πράξη ξένη προς τις κανονικές υπηρεσίες ενός αεροδρομίου, όπως μια πράξη δολιοφθοράς ή τρομοκρατική ενέργεια (δεδομένου ότι οι πράξεις αυτές εμπίπτουν στην έννοια του όρου «έκτακτες περιστάσεις»). Το Δικαστήριο συνάγει εξ αυτού ότι ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «έκτακτη περίσταση», οπότε, δεδομένης της μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως, ο αερομεταφορέας δεν απαλλασσόταν από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τους επιβάτες”. (curia.europa.eu)
[1] Άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 295/91 (ΕΕ L 46, σ. 1) και αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-402/07 και C-432/07, Sturgeon κ.λπ. (βλ. επίσης ανακοινωθέν Τύπου αριθ.102/09), και της 23ης Οκτωβρίου 2012 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-581/10 και C-629/10, Nelson (βλ. επίσης ανακοινωθέν Τύπου αριθ.135/12).
[2] Όταν η απάντηση σε ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που προσήκει στο ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη (άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας).
[3] Οι διατάξεις κοινοποιούνται στους διαδίκους και δημοσιεύονται μετά από επτά ημέρες στον ιστοτόπο www.curia.europa.eu.
[4] Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση C-549/07, Wallentin-Hermann