Posted by olympiada στο Δεκεμβρίου 5, 2014
Εκμεταλλευόμενος την αποχή των δικηγόρων (λόγω του κατατεθέντος Κώδικα Τραπεζικής Οικονομίας με Πολιτική Νομιμοποίηση) σκέφτηκα ότι θα είχε ιδιαίτερη αξία, η έρευνα, με τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων συναδέλφων (και, γιατί όχι, Δικαστών) της νομιμότητας της χορήγησης δανείων σε συνάλλαγμα.
Παραθέτω μια πρώτη σκέψη, στη νομική της διάσταση, εκκινώντας από την έρευνα της Πράξης Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας με αριθμό 2325/1994, ώστε να ξεκινήσει η αναζήτηση.
Η ΠΔΤΕ 2325/1994
Η εν λόγω Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ ΠΔΤΕ 2342/1994, ορίζοντας η ίδια ότι έλκει την ισχύ της από: α) Το άρθρο 1 του Ν. 1266/82 «όργανα ασκήσεως της νομισματικής, πιστωτικής και συναλλαγματικής πολιτικής και άλλες διατάξεις», β) την ΠΔ/ΤΕ 1955/2.7.91, όπως ισχύει, γ) την ΠΔ/ΤΕ 1976/19.9.91, (η οποία, όπως προαναφέρθηκε, καταργήθηκε), δ) την απόφαση ΕΝΠΘ 499/16/18.5.92, ε) την απόφαση ΥΔΣ
640/13/4.8.81, στ) τις Π.Δ./ΤΕ 2302/16.5.94 και 2303/16.5.94 και ζ) τα Π.Δ. 96/23.3.93 και 104/14.5.94, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Για πρώτη φορά με την εν λόγω Πράξη, επιτρέπεται, η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα φυσικών και νομικών προσώπων, κατοίκων εσωτερικού, από πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, για την κάλυψη πάσης φύσεως αναγκών τους, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, για τις οποίες επιτρέπεται αντίστοιχα η χρηματοδότηση σε δραχμές.
Ωστόσο, η ανωτέρω Πράξη πάσχει από πλευράς νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, αφού, καταρχάς, στηρίζεται στο άρθρο 1 του Ν.1266/82, περί των αρμοδιοτήτων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας. Στο άρθρο αυτό, όμως, δεν παρέχεται η αρμοδιότητα προς τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας να καθορίζει ευρύτερα πλαίσια δανεισμού, από αυτά που ορίζει ο Νόμος, αποφασίζοντας και καθορίζοντας το νόμισμα του δανεισμού ή πολύ περισσότερο, την υποκατάσταση των δανειακών προϊόντων από προϊόντα επενδυτικής φύσης, που έλκουν την καταγωγή τους, όχι από τη λιανική τραπεζική αλλά από τις χρηματαγορές. Εξάλλου, οι αρμοδιότητες του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, ως προϊόντα νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, δεν εμπλουτίστηκαν ούτε μεταγενέστερα, ώστε να αποκτήσει περισσότερες αρμοδιότητες από όσες αναφέρονται στο άρθρο 1 του Ν.1266/1982.
Κατά δεύτερο λόγο, η υπό έρευνα Πράξη, επικαλείται την υπ’ αριθμ ΠΔΤΕ 1955/1991. Ωστόσο, η ΠΔΤΕ 1955/1991 αναφέρεται στις προϋποθέσεις και τους ειδικότερους όρους χορηγήσεως δραχμικών δανείων και όχι δανείων σε συνάλλαγμα και μάλιστα, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν ήταν δυνατή η δανειοδότηση κατοίκων της Ελλάδας με συνάλλαγμα (1991). Απεναντίας, κατά το χρόνο εκδόσεως και ισχύος της 1955/1991, ίσχυαν δημοσίας τάξεως συναλλαγματικοί περιορισμοί και περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων.
Εξάλλου, στην παράγραφο ΣΤ της υπ’ αριθμ 1955/1991 πράξης ορίζεται ρητά ότι: «Διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις που απαγορεύουν τη χορήγηση ορισμένων κατηγοριών δανείων από συγκεκριμένα πιστωτικά ιδρύματα ή κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων».
Με τα δεδομένα αυτά αποδεικνύεται το προφανές: Δραχμικά δάνεια μπορούσαν να διατίθενται προς τους Έλληνες πολίτες. Αλλά, η διάθεση συναλλάγματος, μπορούσε να γίνεται μόνο εφόσον τηρούνται οι συναλλαγματικοί και νομισματικοί κανόνες, που είχαν τεθεί και ήταν σε τότε ισχύ και πάντως, όχι υπό τη μορφή δανειακής χορήγησης. Συνεπώς, η επίκληση της εν λόγω Πράξης, είναι προδήλως άστοχη, στην περίπτωση που με αυτήν επιχειρείται να νομιμοποιηθεί η χορήγηση δανείων συναλλάγματος. Κάθε απόπειρα ανάλογης εφαρμογής διατάξεων, όρων και προϋποθέσεων που ίσχυαν για τη χορήγηση δραχμικών δανείων, ώστε οι ίδιες διατάξεις, όροι και προϋποθέσεις να εφαρμοστούν κι επί δανείων συναλλάγματος είναι ήδη, από το νομοθετικό καθεστώς της εποχής, απολύτως απαγορευμένη και ως εκ τούτου παράνομη.
Κατά τρίτο λόγο, η εξεταζόμενη Πράξη επικαλείται την υπ’ αριθμ ΠΔΤΕ 1976/1991, η οποία, όμως καταργείται με τις διατάξεις του παρόντος νομοθετήματος και ειδικότερα, με την παράγραφο 7 της ίδιας της πράξης. Εξάλλου, και πάλι κάθε απόπειρα ανάλογης εφαρμογής διατάξεων, όρων και προϋποθέσεων που ίσχυαν για τη χορήγηση δραχμικών όρων, ώστε οι ίδιες διατάξεις, όροι και προϋποθέσεις να εφαρμοστούν κι επί δανείων συναλλάγματος είναι ήδη με το νομοθετικό καθεστώς της εποχής, απολύτως παράνομη.
Τέλος, επικαλείται δυο Προεδρικά Διατάγματα, ήτοι τα υπ’ αριθμ 96/1993 και 104/1994, που είχαν ως σκοπό, το μεν πρώτο (ΠΔ 96/1993) την προσαρμογής της Ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 88/361/ΕΟΚ και της Οδηγίας 92/122/ΕΟΚ σχετικά με την κίνηση κεφαλαίων και το μεν δεύτερο (ΠΔ 104/1994), τροποποίησε το ΠΔ 96/1993 «περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας αρ. 88/361/ΕΟΚ και της Οδηγίας 92/122/ΕΟΚ σχετικά με την κίνηση κεφαλαίων».
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ΠΔ 96/1993 «Καταργείται κάθε υφιστάμενος περιορισμός στην κίνηση κεφαλαίων μεταξύ κατοίκων της Ελλάδος και άλλων κρατών μελών των Ε.Κ.».
Ωστόσο, όπως είναι γνωστό η Ελβετία δεν αποτέλεσε ποτέ μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ώστε η ελεύθερη διακίνηση του νομίσματός της να νομιμοποιείται εντός της Ελληνικής επικράτειας, δυνάμει του εν λόγω νομοθετήματος.
Εξάλλου, ναι μεν δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ΠΔ 104/1994, ορίζεται ότι «2. Καταργείται κάθε υφιστάμενος περιορισμός στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ κατοίκων της Ελλάδος και όλων των άλλων κρατών, οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙΙ του άρθρου 9 του Προεδρικού Διατάγματος 96/93» αλλά, αφενός, η τράπεζα που χορήγησε το εκάστοτε ερευνώμενο δάνειο δεν είναι κάτοικος κανενός άλλου κράτους. Αντιθέτως, εδρεύει και δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις καταστατικές της ρυθμίσεις, τους Νόμους και τις Υπουργικές Αποφάσεις της Ελληνικής Πολιτείας και καταναλωτές των προϊόντων της υπήρξαν (ως επί το πλείστον) Έλληνες πολίτες, κάτοικοι Ελλάδας (ιδία δε για την αγορά στέγης)
Αλλά με μιοα προσεκτικότερη ανάγνωση διαπιστώνει κανείς ότι με την παραπεμπτική αναφορά στο Παράρτημα ΙΙΙ, του ΠΔ 96/1993, οι αναφερόμενες και ως εκ τούτου επιτρεπόμενες πράξεις αφορούν σε άλλου είδους χρηματοοικονομικές κινήσεις (πχ μετοχές και ομολογίες που διαπραγματεύονται ή δεν διαπραγματεύονται σε χρηματιστήριο) και επ’ ουδενί στην συνομολόγηση δανείων σε ξένο νόμισμα.
Για του λόγου το αληθές, παρατίθεται αυτούσιο το κείμενου του Παραρτήματος ΙΙΙ, του ΠΔ 96/1993, που έχει επί λέξει ως ακολούθως:
«ΙΙΙ. ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΠΙ ΤΙΤΛΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΗΘΩΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΙΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
(μη συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών Ι, ΙV και V)
α) Μετοχές και λοιποί τίτλου που έχουν χαρακτήρα συμμετοχής (1)
β) Ομολογίες (1)
Α. Συναλλαγές επί τίτλων στις αγορές κεφαλαίων.
1. Απόκτηση από μη κατοίκους εθνικών τίτλων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο (1).
2. Απόκτηση από κατοίκους ξένων τίτλων που είναι διαπραγματεύσιμοι στο χρηματιστήριο.
3. Απόκτηση από μη κατοίκους εθνικών τίτλων που δεν είναι διαπραγματεύσιμοι στο χρηματιστήριο (1).
4. Απόκτηση από κατοίκου ξένων τίτλων που δεν είναι διαπραγματεύσιμοι στο χρηματιστήριο.
Β. Εισαγωγή τίτλων στις κεφαλαιαγορές (1).
I) Εισαγωγή στο χρηματιστήριο (1).
II) Εκδοση και τοποθέτηση σε κεφαλαιαγορά (1).
1. Εισαγωγή εθνικών τίτλων σε αλλοδαπή κεφαλαιαγορά.
2. Εισαγωγή ξένων τίτλων στην εθνική κεφαλαιαγορά.»
Ώστε, εν τέλει, ακόμα και στην αδόκητη εκείνη περίπτωση, κατά την οποία ήθελε θεωρηθεί ότι ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας είχε την νομοθετική εξουσιοδότηση να ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, και το νόμισμα δανεισμού, παρόλα ταύτα, τα νομοθετήματα στα οποία αποπειράται να θεμελιωθεί η νομοθετική εξουσιοδότηση, αφενός φέρονται να είναι άσχετα, όχι μόνο με τον ενιαίο ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο, που οριοθετήθηκε με την δημιουργία της ΕΕ και στην οποία επ’ ουδενί δεν εντάχθηκε ποτέ η Ελβετία και το νόμισμά της, αλλά και αφετέρου, διότι με τα εν λόγω νομοθετήματα επιχειρείται να επιτευχθεί η ελευθερία της διασυνοριακής κινήσεως των κεφαλαίων, η οποία πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερη και δεν μπορεί να γνωρίζει συνοριακούς και γεωγραφικούς περιορισμούς.
Ωστόσο, οι τράπεζες (ιδίως δε οι 4 συστημικές που απέμειναν και διασώθηκαν με κεφάλαια του Ελληνικού Δημοσίου, μετά από την κοινωνικοποίηση της πτώχευσής τους) εδρεύουν στην Ελλάδα και εμείς είμαστε μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος.
Συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση διασυνοριακής κίνησης κεφαλαίων.
Επομένως, το επιτρεπτικό ρυθμιστικό πεδίο των δυο Προεδρικών Διαταγμάτων κείται εκτός των ορίων της δανειοδότησης Ελλήνων πολιτών με δάνεια σε συνάλλαγμα.
Αφετέρου, με τα εν λόγω Προεδρικά Διατάγματα, επιχειρούνται να ρυθμιστούν χρηματιστηριακές και εξωχρηματιστηριακές πράξεις συναλλάγματος, σχετικά με ομολογίες και μετοχές, οι οποίες, προφανώς, είναι πράξεις επί επενδυτικών χρηματοοικονομικών προϊόντων και προϊόντων των δευτερογενών οικονομικών αγορών (παραγώγων – ιδίως κατά το μέρος που κάθε δομημένο ομόλογο -CDO- καθίστατο ως αντικείμενο χρηματοοικονομικών συναλλαγών) και ουδεμία συνάφεια ή έστω και παρεμπίπτουσα σχέση έχουν με την συνομολόγηση δανείων των καταναλωτών σε συνάλλαγμα, και ειδικότερα, σε Ελβετικό Φράγκο.
Δοθέντος, ότι η τυχόν ακυρότητα διοικητικής πράξης, μπορεί να προταθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον και να ληφθεί αυτεπάγγελτα υπόψη από το πολιτικό δικαστήριο, που δικαιούται σε παρεμπίπτουσα έρευνα του κύρους της (Σπ. Ψυχομάνης, Τραπεζικό Δίκαιο-Δίκαιο των Τραπεζικών Συμβάσεων, τόμος ΙΙ, σελ 100, σημείωση 143, με σχετικές παραπομπές), ένεκα απολύτως άκυρων κανονιστικών διοικητικών πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, την ακυρότητα των οποίων ήδη προτείνv προς, έστω και παρεμπίπτουσα κρίση του Δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι ουδέποτε επετράπη, άλλως ουδέποτε επετράπη νομίμως η χορήγηση δανείων σε ξένο νόμισμα και δη σε συνάλλαγμα στην Ελλάδα. Μετά την εναρμόνιση της Ελληνικής νομοθεσίας με τις ανωτέρω Οδηγίες, επετράπη μόνο η ελεύθερη διασυνοριακή κίνηση κεφαλαίων και μόνο επί σκοπώ διενέργειας συγκεκριμένων χρηματιστηριακών και εξωχρηματιστηριακών πράξεων, οι οποίες αναφέρονται ρητά στο παράρτημα των Προεδρικών Διαταγμάτων και στις οποίες δεν εντάσσονται τα ερευνώμενα δάνεια σε συνάλλαγμα, όπως τα δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο.
640/13/4.8.81, στ) τις Π.Δ./ΤΕ 2302/16.5.94 και 2303/16.5.94 και ζ) τα Π.Δ. 96/23.3.93 και 104/14.5.94, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.