Η διάταξη σχετικά με τις δαπάνες των επιχειρήσεων που πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο μέσω τραπέζης ήταν λίγα έως πολύ γνωστή. Ήδη παρόμοιες κινήσεις και προσπάθειες είχαν σταδιακά ξεκινήσει από το 2010, με μεγαλύτερο όριο, το όριο σταδιακά μειώθηκε και φτάσαμε στο 2014 που έφτασε μόλις τα 500 ευρώ. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το πρόβλημα ο νομοθέτης ήταν με την περίπτωση β του άρθρου 23 του Ν.4172/2013, γνωστότερου ως κώδικα φορολογίας εισοδήματος.
Ειδικότερα, στο τμήμα της φορολογίας από επιχειρηματική δραστηριότητα υποχρεώνει τους επιτηδευματίες να πραγματοποιούν συναλλαγές άνω των 500 ευρώ όταν πραγματοποιούν δαπάνες, με τραπεζικά μέσα ειδάλλως η δαπάνη δεν θα εκπίπτει από τα έσοδα της επιχείρησής με αποτέλεσμα ο επιτηδευματίας να φορολογείται περισσότερο. Ο Ν.4172/2013 επίσης παραθέτει έναν επιπλέον κατάλογο με είδη δαπανών που δεν εκπίπτουν ή εκπίπτουν υπό προϋποθέσεις και μέχρι ενός ορίου χρηματικού.
Πιο αναλυτικά οι μη εκπιπτόμενες είναι:
“α) τόκοι από δάνεια που λαμβάνει η επιχείρηση από τρίτους, εκτός από τα τραπεζικά δάνεια “διατραπεζικά δάνεια, καθώς και τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν ανώνυμες εταιρείες”[1], κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τους τόκους που θα προέκυπταν εάν το επιτόκιο ήταν ίσο με το επιτόκιο των δανείων αλληλόχρεων λογαριασμών προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό αναφέρεται στο στατιστικό δελτίο οικονομικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος για την πλησιέστερη χρονική περίοδο πριν την ημερομηνία δανεισμού,
β) κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής,
γ) οι μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές,
δ) προβλέψεις [2] εκτός των οριζομένων στο άρθρο 26,
ε) πρόστιμα και ποινές, περιλαμβανομένων των προσαυξήσεων,
στ) η παροχή ή λήψη αμοιβών σε χρήμα ή είδος που συνιστούν ποινικό αδίκημα,
ζ) ο φόρος εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων του τέλους επιτηδεύματος και των έκτακτων εισφορών, που επιβάλλεται για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Ε., καθώς και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) που αναλογεί σε μη εκπιπτόμενες δαπάνες, εφόσον δεν είναι εκπεστέος ως Φ.Π.Α. εισροών,
η) το τεκμαρτό μίσθωμα της παραγράφου 2 του άρθρου 39 σε περίπτωση ιδιόχρησης κατά το μέτρο που υπερβαίνει το τρία τοις εκατό (3%) επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου,
θ) οι δαπάνες για την οργάνωση και διεξαγωγή ενημερωτικών ημερίδων και συναντήσεων που αφορούν στη σίτιση και διαμονή πελατών ή εργαζομένων της κατά το μέτρο που υπερβαίνουν το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά συμμετέχοντα και κατά το μέτρο που η συνολική ετήσια δαπάνη υπερβαίνει το μισό τοις εκατό (0,5%) επί του ετήσιου ακαθάριστου εισοδήματος της επιχείρησης,
ι) οι δαπάνες για τη διεξαγωγή εορταστικών εκδηλώσεων, σίτισης και διαμονής φιλοξενούμενων προσώπων κατά το μέτρο που υπερβαίνουν το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά συμμετέχοντα και κατά το μέτρο που η συνολική ετήσια δαπάνη υπερβαίνει το μισό τοις εκατό (0,5%) επί του ετήσιου ακαθάριστου εισοδήματος της επιχείρησης,
ια) οι δαπάνες ψυχαγωγίας. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η επιχειρηματική δραστηριότητα του φορολογούμενου έχει ως κύριο αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ψυχαγωγίας και οι δαπάνες αυτές πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής,
ιβ) προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες και
ιγ) Tο σύνολο των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο ή που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του Κ.Φ.Ε., εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίων με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν αποκλείει την έκπτωση των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εφόσον υπάρχει η νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ελλάδας και αυτού του κράτους μέλους”.
Στα πλαίσια αυτά, η ΓΓΔΕ, εξέδωσε εγκύκλιο, την ΠΟΛ 1216/01.10.2014 όπου διευκρινίζει το ζήτημα των δαπανών άνω των 500 ευρώ. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι: “Για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής, στην έννοια της αγοράς των αγαθών και της λήψης των υπηρεσιών εμπίπτουν οι αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών, εμπορευμάτων, υλικών, παγίων, κ.λπ., οι πάσης φύσεως δαπάνες της επιχείρησης καθώς και οι πάσης φύσεως υπηρεσίες που λαμβάνει η επιχείρηση, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013 και δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις λοιπές περιπτώσεις του παρόντος άρθρου.”
Επίσης, προστίθεται ότι “η μη εξόφληση των ως άνω δαπανών με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής δεν συνιστά, από μόνη της, εικονικότητα ως προς τη συναλλαγή και δεν έχει ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό του εισοδήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ιδίου νόμου, εφόσον δεν συντρέχουν και άλλοι λόγοι”.
Οι εξαιρέσεις
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η πληρωμή δαπανών με μετρητά δεν θεωρείται αυτόματα εικονική αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλοι λόγοι οι οποίοι προφανώς εξαρτώνται από την κρίση του ελέγχου. Το βασικότερο είναι όμως ότι η ΠΟΛ 1216/2014 αναφέρει και έναν κατάλογο δαπανών των επιχειρήσεων και των επιτηδευματιών για τις οποίες δεν ισχύει η απαίτηση της πληρωμής με τραπεζικό μέσο όταν ξεπερνούν τα 500 ευρώ. Αυτές οι δαπάνες είναι:
α. Μισθούς, ημερομίσθια προσωπικού, απολαβές διευθυντών ή μελών του ΔΣ εταιρείας ή κάθε άλλου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, έκτακτες αμοιβές προσωπικού, αμοιβές καταβαλλόμενες σε υπαλλήλους πέραν των συμβατικών ή νομίμων, πάγια μηνιαία αποζημίωση η οποία συνιστά συγκεκαλλυμένη επαύξηση μισθού, που χορηγούνται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, καθόσον οι ανωτέρω δαπάνες δεν αφορούν στη λήψη υπηρεσιών αλλά στην παροχή μισθωτής εργασίας.
β. Μισθώματα ακινήτων, καθότι δεν πρόκειται για λήψη υπηρεσιών αλλά για χρήση μισθίου (εισόδημα από κεφάλαιο για τον εκμισθωτή, σχετ. άρθρο 39 ν.4172/2013).
γ. Τόκους και συναφή έξοδα, καθόσον δεν εμπεριέχουν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της παροχής υπηρεσίας.
Ως αξία συναλλαγής λαμβάνεται υπόψη το καθαρό ποσό της αξίας της συναλλαγής, προ ΦΠΑ.
Ποια είναι τα τραπεζικά μέσα πληρωμής
Ως τραπεζικό μέσο πληρωμής, προκειμένου για την εφαρμογή των κοινοποιούμενων διατάξεων, νοείται:
– Η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή, είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα),
– Η χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών της εταιρείας που πραγματοποιεί την πληρωμή,
– Η έκδοση τραπεζικής επιταγής της επιχείρησης ή η εκχώρηση επιταγών τρίτων,
– Η χρήση συναλλαγματικών οι οποίες εξοφλούνται μέσω τραπέζης,
– Η χρήση ταχυδρομικής επιταγής – ταχυπληρωμής ή η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων.
Τέλος στην ίδια ΠΟΛ διευκρινίζεται ότι επιτρέπονται οι λογιστικοί συμψηφισμοί μεταξύ πελατών-προμηθευτών οι οποίο εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να γίνουν με τραπεζικά μέσα, με την προϋπόθεση ότι η διαφορά που απομένει αν είναι μεγαλύτερη των 500 ευρώ, θα εξοφληθεί μέσω τράπεζας. Επίσης αναφέρεται ότι τα τραπεζικά μέσα πληρωμής για συναλλαγές άνω των 500 ευρώ είναι υποχρεωτικά στην πώληση αγαθών ή υπηρεσιών για λογαριασμό τρίτων (μεσιτείες, πρακτορεύσεις κ.λ.π.), επίσης τις μέρες και ώρες που οι τράπεζες δεν είναι ανοικτές προκειμένου η δαπάνη να αναγνωρισθεί φορολογικά από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, η εταιρεία που παρέχει την υπηρεσία ή πουλάει τα αγαθά, υποχρεούται να καταθέσει εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την έκδοση του παραστατικού (απόδειξη είσπραξης μετρητών ή παραλαβής συναλλαγματικών εκτός τραπεζικού συστήματος) σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί σε οποιαδήποτε αναγνωρισμένη τράπεζα.
Τέλος για τις περιπτώσεις αντικαταβολών με courrier όπου δεν είναι δυνατόν να μεσολαβήσει τραπεζική εξόφληση τότε η εταιρεία ταχυμεταφορών εκδίδει, κατά το χρόνο είσπραξης των μετρητών ή παραλαβής των αξιόγραφων, το προβλεπόμενο από τον ΚΦΑΣ στοιχείο είσπραξης, στο σώμα του οποίου αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του πελάτη (ΑΦΜ, επωνυμία, ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, τηλέφωνο επικοινωνίας) με την υποχρέωση να καταθέσει συνολικά τα ποσά εντός δύο (2) ημερών από την έκδοση του παραστατικού σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Στο τέλος του έτους η εταιρεία υποχρεούται να εκδώσει εκκαθάριση με τα δαπανηθέντα ποσά ανά πελάτη, υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών, αναγράφοντας και τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού που έγινε η κατάθεση.
Αρκετά πράγματα για να μας απασχολήσουν στο επόμενο διάστημα και μπόλικο το κόστος συμμόρφωσης των επιχειρηματιών οι οποίοι θέλουν χρόνο ώστε να συγχρονισθούν απόλυτα με αυτά που απαιτεί ο νόμος. Προσοχή όμως διότι όλα αυτά ισχύουν από την αρχή του 2014 αν και οι διευκρινήσεις συνεχίζονται.
moneyguru.gr