Οι νέες διατάξεις για την ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή ακόμη και εκείνες για τις οποίες έχει ορισθεί δικάσιμος κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου
Με το άρθρο 23 του πρόσφατου νόμου 4446/2016 εισάγεται στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης σε συμβούλιο των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις.
Ο νέος αυτός θεσμός, έχοντας ως πηγή έμπνευσης μεταξύ άλλων και το άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ «για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές», (ενσωμάτωση με το ν. 4152/2013), αποβλέπει στην επιτάχυνση της διαδικασίας, προκειμένου να επιτευχθεί η επίλυση των ως άνω διαφορών σε σύντομο χρόνο.
Όπως ορίζει μάλιστα ο νέος νόμος, η εφαρμογή των διατάξεων του νέου άρθρου 126Β για την ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή ακόμη και εκείνες για τις οποίες έχει ορισθεί δικάσιμος κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου.
Αναλυτικά το νέο άρθρο 126Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας:
Ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση σε συμβούλιο των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις
1. Οι διαφορές από αγωγές για απαιτήσεις από την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων αρμοδιότητας των διοικητικών εφετείων υπόκεινται στη διαδικασία ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης σε συμβούλιο, σύμφωνα με τους όρους των επόμενων παραγράφων.
2. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής, αμέσως μετά την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ορίζει με πράξη του επ’ αυτού το αρμόδιο τμήμα για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ορίζει εισηγητή δικαστή με πράξη του, η οποία κοινοποιείται στους διαδίκους. Εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση, οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να προσκομίσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς. Ο εισηγητής επιμελείται τη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων από τους διαδίκους, από τους οποίους μπορεί να ζητά, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, και οργανώνει την επικοινωνία με αυτούς προς το σκοπό επίλυσης της διαφοράς. Προς τούτο οι διάδικοι καλούνται σε κοινή συνάντηση από τον εισηγητή σε ημερομηνία που ορίζεται από τον ίδιο. μετά την ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας, η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο και συντάσσεται πρακτικό, το οποίο περιέχει τις δηλώσεις των διαδίκων και την απόφαση του συμβουλίου, με την οποία επιλύεται η διαφορά ή διαπιστώνεται η μη επίτευξη της ενδοδικαστικής επίλυσής της.
3. Η απόφαση ενδοδικαστικής επίλυσης, η οποία περιέχει το ύψος της απαίτησης χωρίς παράθεση του πραγματικού, το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας και τον προσδιορισμό του επιτοκίου, έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 199 του παρόντος Κώδικα.
4. Η διαδικασία ενδοδικαστικής επίλυσης διεξάγεται κατά τρόπο που να διασφαλίζεται το απόρρητο αυτής.
5. Οι διάδικοι, πλην του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τους οποίους έχει εφαρμογή η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του παρόντος Κώδικα, εκπροσωπούνται στη διαδικασία του παρόντος άρθρου από δικηγόρους, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, εφαρμοζόμενης και της διάταξης της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του παρόντος Κώδικα. Για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα».
Δείτε αναλυτικά το νόμο 4446/2016 εδώ.
Lawspot