Ετος κομβικής σημασίας για το τραπεζικό σύστημα, την οικονομία και τη χώρα θα είναι το 2017, καθώς υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει το έτος της μεγάλης φυγής προς τα εμπρός και της οριστικής εξόδου της χώρας από την κρίση. Επιτέλους, έπειτα από 7 χρόνια μεγάλης κρίσης, τράπεζες και οικονομία μπορεί να μπουν σε μια νέα τροχιά, βιώσιμης ανάπτυξης. Ωστόσο, η έξοδος από την κρίση μόνο μονόδρομος δεν είναι: κακές επιλογές, από αυτές που έχουμε χορτάσει τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσαν να διαταράξουν την εύθραυστη ισορροπία που έχει διαμορφωθεί, απελευθερώνοντας και πάλι τις διαλυτικές δυνάμεις της αβεβαιότητας και της αστάθειας, να εκτροχιάσουν –για άλλη μια φορά– το πρόγραμμα, να καθηλώσουν την οικονομία σε ύφεση και τις τράπεζες. Είναι βέβαιο ότι αν η οικονομία δεν επιστρέψει σε πορεία ανάκαμψης, οι τράπεζες θα χρειαστούν και πάλι κεφάλαια. Ωστόσο, με το νέο θεσμικό πλαίσιο, το κόστος διάσωσης μιας τράπεζας θα βαρύνει και τους καταθέτες. Η «Κ» επιχειρεί σήμερα να δώσει απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα για την κατάσταση των τραπεζών και τις μεγάλες προκλήσεις που φέρνει το νέο έτος.
– Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που έχουν ν’ αντιμετωπίσουν οι τράπεζες;
– Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, καθηγητή Γιάννη Στουρνάρα, η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση και εκεί οι τράπεζες θα πρέπει να επικεντρώσουν τις δυνάμεις τους. Με το νέο θεσμικό πλαίσιο, πλέον έχουν μεγαλύτερο οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων αλλά και των «στρατηγικών» κακοπληρωτών, δηλαδή όσων έχουν την οικονομική δυνατότητα αλλά δεν αποπληρώνουν τα τραπεζικά τους δάνεια. Είναι κρίσιμο οι τράπεζες να «πιάσουν» τους στόχους που έχουν τεθεί για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, κάτι που θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη: βελτίωση ποιότητας χαρτοφυλακίου δανείων, ενίσχυση ρευστότητας, ενίσχυση κεφαλαιακής επάρκειας τραπεζών, διάσωση επιχειρήσεων που σήμερα φυτοζωούν και εν τέλει την αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου της οικονομίας. Εξαιρετικά κρίσιμα ζητήματα αποτελούν η επιστροφή καταθέσεων και η συνδεόμενη χαλάρωση των κεφαλαιακών περιορισμών.
– Από τι θα εξαρτηθεί η πορεία των τραπεζών το 2017;
– Οι τράπεζες είναι συνυφασμένες με την οικονομία. Τόσο η εξέλιξη των «κόκκινων» δανείων όσο και η ρευστότητα εξαρτώνται από το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον. Σε ένα θετικό περιβάλλον μια τράπεζα εμφανίζει αύξηση καταθέσεων, που της επιτρέπει να χορηγεί νέα δάνεια, τα οποία φέρνουν νέα έσοδα και όλα μαζί οδηγούν υψηλότερα την οικονομία. Αντίθετα, σε ένα αρνητικό περιβάλλον, οι καταθέσεις μειώνονται, οι τράπεζες δεν μπορούν να δίνουν δάνεια, η αύξηση των «κόκκινων» δανείων προκαλεί μεγάλες ζημίες και η οικονομία συρρικνώνεται. Ετσι, η πορεία των τραπεζών το 2017 και ο βαθμός επιτυχίας τους στην αντιμετώπιση των προκλήσεων θα εξαρτηθεί από την οικονομία. Η έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, το αργότερο μέχρι το τέλος Ιανουαρίου, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η ένταξη της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ θα αποτελέσουν τα σημεία που θα κάνουν τη μεγάλη διαφορά και θα σφραγίσουν την επιστροφή της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης. Τα παραπάνω θα ενισχύσουν αποφασιστικά την εμπιστοσύνη, θα τονώσουν το επενδυτικό κλίμα και θα απομακρύνουν την ανησυχία για τον κίνδυνο εκτροχιασμού του προγράμματος, διαμορφώνοντας ένα πολύ θετικό κλίμα που θα οδηγήσει στην επιστροφή καταθέσεων, στη χαλάρωση των κεφαλαιακών περιορισμών και τελικά σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.
– Είναι ασφαλείς οι τράπεζες; Ή μπορεί να χρειαστούν νέα χρήματα;
– Μετά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, οι εγχώριες τράπεζες είναι κεφαλαιακά πολύ ισχυρές και με τα σημερινά δεδομένα είναι υπερκεφαλαιοποιημένες. Ωστόσο, ακριβώς όπως και τις προηγούμενες φορές, οι ανακεφαλαιοποιήσεις εδράζονται σε πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις: ότι οι μεταρρυθμίσεις θα υλοποιούνταν, το πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας θα ολοκληρωνόταν με επιτυχία και η ελληνική οικονομία θα επέστρεφε, με ισχυρές βάσεις, σε ανοδική πορεία. Τα πράγματα, όμως, δεν ακολούθησαν αυτή τη διαδρομή. Από το 2010 και μετά κυριάρχησαν η αβεβαιότητα και η πολιτική αστάθεια, με πρόωρες εκλογές σχεδόν κάθε χρόνο και πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις. Η αβεβαιότητα και η ανησυχία ακόμα και για την εκδίωξη της χώρας από την Ευρωζώνη διέλυσαν την οικονομία και τις τράπεζες, παγιδεύοντας τη χώρα σε μια άνευ προηγουμένου, σε καιρό ειρήνης, ύφεση. Η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση θα καταστεί ανεπαρκής αν το πρόγραμμα εκτροχιαστεί, η αβεβαιότητα επιστρέψει και η οικονομία παραμείνει σε ύφεση. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι καταθέσεις θα μειωθούν περαιτέρω, τα «κόκκινα» δάνεια θα ανέλθουν σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα και οι τράπεζες θα χρειαστούν νέα κεφάλαια.
– Τι γίνεται με τις καταθέσεις; Υπάρχει κίνδυνος «κουρέματος»;
– Οι καταθέσεις βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 13 ετών. Από τις αρχές της κρίσης έχουν μειωθεί κατά περίπου 100 δισ. ευρώ, ενώ μόνο το 2015 οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 37 δισ. ευρώ. Πλέον, οι τράπεζες δεν κινδυνεύουν από κρίσεις… πανικού, καθώς τα capital controls δεν επιτρέπουν ούτε μεγάλες αναλήψεις μετρητών ούτε μετακίνηση των χρημάτων στο εξωτερικό. Οι αποταμιεύσεις των πολιτών και των επιχειρήσεων είναι «κλειδωμένες». Με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος «κουρέματος» καταθέσεων, ωστόσο αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι η κατάσταση στη χώρα θα βελτιωθεί. Αν όμως οι συνθήκες επιδεινωθούν και οι τράπεζες χρειαστούν νέα κεφάλαια, τότε η τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση θα γίνει με το νέο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο που περιλαμβάνει και bail in, δηλαδή τη συμμετοχή και των καταθετών στο κόστος διάσωσης μιας τράπεζας. Ο μεγάλος αυτός κίνδυνος καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την επιστροφή της οικονομίας σε θετική τροχιά. Διότι ακριβώς όπως στις αρχές του 2015 (όταν κυριαρχούσαν αφέλειες του τύπου «το να κλείσουν οι τράπεζες είναι τόσο πιθανό όσο να μην ανατείλει αύριο ο ήλιος»), υπήρχαν φωνές που προειδοποιούσαν ότι εκτροχιασμός του προγράμματος θα οδηγούσε σε κλείσιμο των τραπεζών και σε capital controls και τώρα πρέπει να είναι σαφές ότι η μη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, μια νέα σύγκρουση με τους δανειστές και μια πολύμηνη περίοδο αβεβαιότητας και αστάθειας οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε νέα ανακεφαλαιοποίηση και «κούρεμα» των αποταμιεύσεων των πολιτών και των κεφαλαίων κίνησης των επιχειρήσεων.
– Πότε θα αποσυρθούν οι κεφαλαιακοί περιορισμοί;
– Το ζητούμενο σε πρώτο χρόνο είναι να χαλαρώσουν περαιτέρω. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις, να μπούμε στο QE, να επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας και να μπει οριστικό τέλος στην αβεβαιότητα και στην ανησυχία για την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Ζητήματα που στα τελευταία 7 χρόνια έχουμε αποτύχει.
– Ποια είναι η κατάσταση στα «κόκκινα» δάνεια;
– Δραματική και οριακή για την επιβίωση των τραπεζών. Το προβληματικά δάνεια φτάνουν τα 100 δισ. ευρώ, δηλαδή αποτελούν το 50% των συνολικών δανείων. Οι τράπεζες έχουν δεσμευθεί για συγκεκριμένες δράσεις σε καθορισμένο χρόνο για τη μείωσή τους. Μέχρι το τέλος του 2019, τα «κόκκινα» δάνεια θα πρέπει να έχουν μειωθεί στα 60 δισ. ευρώ, σε διαφορετική περίπτωση οι τράπεζες απειλούνται με ποινές. Η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων μπορεί να γίνει μόνο μέσα σε ένα θετικό οικονομικό περιβάλλον.
Η επιστροφή των καταθέσεων και τα νέα δάνεια
– Γιατί οι τράπεζες, έπειτα από τόσες ανακεφαλαιοποιήσεις, δεν χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία;
– Με τις ανακεφαλαιοποιήσεις, μεγάλο μέρος των οποίων κάλυψαν οι φορολογούμενοι, οι τράπεζες απλά αποκτούν τα ελάχιστα εκείνα κεφάλαια που απαιτούνται προκειμένου να είναι φερέγγυες και να μπορούν να λειτουργούν. Χονδρικά τα κεφάλαια αντιστοιχούν περίπου στο 10% του ισολογισμού των τραπεζών. Το να δίνουν δάνεια, είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία, καθώς η τράπεζα θα πρέπει να έχει την απαιτούμενη ρευστότητα, δηλαδή καταθέσεις. Πριν από την κρίση, οι τράπεζες είχαν περίπου 230 δισ. καταθέσεις, περίπου 240 δισ. δάνεια και 25 δισ. κεφάλαια. Δηλαδή για να μπορέσουν οι τράπεζες να χρηματοδοτούν με επάρκεια επιχειρήσεις και νοικοκυριά, θα πρέπει να κατορθώσουν να προσελκύσουν καταθέσεις, που επίσης απαιτεί ένα θετικό οικονομικό περιβάλλον. Επιπλέον, έπειτα από 7 χρόνια ύφεσης υπάρχει ένας ακόμα σοβαρός περιορισμός: ο αριθμός των επιχειρήσεων που παραμένουν οικονομικά υγιείς και μπορούν να αντλήσουν νέα δάνεια έχει συρρικνωθεί δραματικά.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ