Συνάντηση στη Ρώμη με τον Ιταλό υπουργό Εσωτερικών, Μάρκο Μινίτι, είχε σήμερα ο υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας.
«Στη συνάντησή μας αυτή επικεντρωθήκαμε στο θέμα των μεταναστευτικών ροών», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο κύριος Μουζάλας. «Συμφωνήσαμε, δε, ότι η εφαρμογή της συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης-Toυρκίας, για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό, πρέπει να συνεχισθεί», πρόσθεσε.
Ο κύριος Μουζάλας υπογράμμισε, επίσης, ότι «και οι δυο χώρες παραπονιούνται για το ότι η Ευρώπη δεν έδωσε συνέχεια στις υποσχέσεις της, από τη στιγμή που το 2016 οι μετεγκαταστάσεις από την Ελλάδα και την Ιταλία προς τις υπόλοιπες χώρες μέλη ήταν μόλις εκατόν ογδόντα». Ο υπουργός υπενθύμισε ότι το σχέδιο δράσης που συμφωνήθηκε με την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει από τον μήνα στον οποίο βρισκόμαστε, 2.000 μετεγκαταστάσεις κάθε τριάντα ημέρες, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχουν ουσιαστικά αποτελέσματα.
Σχετικά με την αναθεώρηση του κανονισμού του Δουβλίνου, ο υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής τόνισε πως το κύριο ζητούμενο είναι να μη σηκώσουν και πάλι οι χώρες πρώτης εισόδου όλο το βάρος του προβλήματος. Και η ιταλική κυβέρνηση συμμερίζεται την διαπίστωση αυτή.
Οι κύριοι Μινίτι και Μουζάλας αναφέρθηκαν, επίσης, στην ανάγκη να δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός υποχρεωτικού επαναπατρισμού, ώστε να ξεπεραστούν οι επιμέρους δυσκολίες κάθε χώρας-μέλους της Ένωσης, στο να καταφέρει να επαναπατρίσει μετανάστες από διάφορα αφρικανικά και ασιατικά κράτη. «Οι διμερείς συμφωνίες πρέπει να γίνουν ευρωπαϊκές», τόνισε ο κύριος Μουζάλας, «προσφέροντας παραδείγματος χάρη, σε χώρες της Αφρικής ή της Ασίας, βοήθεια στον τομέα της εκπαίδευσης».
Παράλληλα, οι δυο υπουργοί συζήτησαν την ιδέα να διοργανωθεί μια σύνοδος των χωρών πρώτης υποδοχής των μεταναστών και προσφύγων, με τη συμμετοχή της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Κύπρου, της Μάλτας και της Βουλγαρίας. «Η συνάντησή μου με τον Μάρκο Μινίτι ήταν ιδιαίτερα θετική και συνεχίζει την κοινή προσπάθεια που καταβάλλαμε με τον προκάτοχό του, Αντζελίνο Αλφάνο. Μια συνεργασία η οποία βοηθά και ενισχύει αναμφίβολα τις δυο χώρες μας», κατέληξε ο κύριος Μουζάλας.