Άρειος Πάγος 443/2016 Απόλυση μέλους συνδικαλιστικής οργάνωσης – Διαδικασία καταγγελίας – Σπουδαίος λόγος – Συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους μισθωτού εξέρχεται από τα όρια της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσεως Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση
Περίληψη Κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5 του ν.1264/1982 είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας των μελών της διοικήσεως συνδικαλιστικής οργανώσεως, μεταξύ των οποίων, αν δεν προβλέπεται από το καταστατικό της, προστατεύονται κατά σειρά ο Πρόεδρος, Αναπληρωτής Πρόεδρος, ή Αντιπρόεδρος, Γενικός Γραμματέας, κλπ., κατά τη διάρκεια της θητείας τους και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, εκτός αν υπάρχει ένας από τους λόγους που αναφέρονται στην παρ. 10 του ίδιου άρθρου και διαπιστωθεί η ύπαρξη του κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 ίδιου νόμου. Η απαρίθμηση των λόγων είναι περιοριστική και έτσι δεν επιτρέπεται η καταγγελία για λόγους άλλους από εκείνους που προβλέπει η παρ. 10 του άρθρου 14 ούτε με διεύρυνση τους με τη μέθοδο της αναλογίας. Εφόσον δεν τηρήθηκε η προαναφερόμενη διαδικασία η γενόμενη καταγγελία είναι άκυρη και ο εργοδότης, εκτός της υποχρεώσεως του προς καταβολή των αποδοχών του μισθωτού συνδικαλιστικού στελέχους κατά το χρόνο της υπερημερίας του, είναι υποχρεωμένος σε επαναπρόσληψη αυτού, απειλουμένων μάλιστα των ποινών των προβλεπομένων από το άρθρο 23. Είναι αλήθεια, όπως προεκτέθηκε, ότι διεύρυνση των λόγων απολύσεως για τους οποίους είναι, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 10 του ν. 1264/1982, επιτρεπτή η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως, απαγορεύεται, γιατί η πιο πάνω διάταξη αποτελεί εξαίρεση του απαγορευτικού κανόνα και η απαρίθμηση των λόγων καταγγελίας είναι περιοριστική. Σε περίπτωση όμως που η συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους μισθωτού εξέρχεται από τα όρια της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσεως, με την οποία πράγματι επιδιώκεται, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν.δ. 1264/1982, η διαφύλαξη και η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, και εξικνείται μέχρι διαπράξεως ποινικού αδικήματος σε βάρος του εργοδότη ή μέχρι σημείου παραβάσεως θεμελιωδών υποχρεώσεων του προστατευόμενου συνδικαλιστή, ή με πράξεις ή παραλείψεις του εκ κακοβουλίας του έχει καταστήσει αδύνατη ή έχει θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχειρήσεως ή του τμήματος στο οποίο εργάζεται, τότε η επίκληση προστασίας του λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως ως συνδικαλιστικού στελέχους, για απόληψη αποδοχών υπερημερίας και επαναπρόσληψή του, μπορεί να αποκρουστεί από τον εργοδότη ως καταχρηστική. Γιατί είναι αλήθεια ότι οι πιο πάνω προστατευτικές διατάξεις τέθηκαν για να διαφυλαχθεί το συνδικαλιστικό στέλεχος, το οποίο, λόγω της αναπτυσσόμενης συνδικαλιστικής του δράσεως, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη, με αποτέλεσμα την όξυνση της σχέσεως του με αυτόν. Όταν όμως επέδειξε την προαναφερόμενη συμπεριφορά, ο εξαναγκασμός του εργοδότη να έχει στη εργασία του τέτοιο κακόβουλο μισθωτό υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών. Είναι αυτονόητο ότι την έλλειψη κλίματος συνεργασίας και την προαναφερόμενη αναταραχή στον εργασιακό χώρο μπορεί να επικαλεστεί ο εργοδότης όταν δεν είναι υπαίτιος της δημιουργίας τους. Η διαπίστωση της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος δεν είναι έργο της επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 1264/1982, η οποία αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι κάποιος νόμιμος λόγος για την εγκυρότητα της απολύσεως του συνδικαλιστικού στελέχους, αλλά των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται σχετικής αγωγής, για καταβολή αποδοχών υπερημερίας και για επαναπρόσληψη του ακύρως απολυθέντος συνδικαλιστικού στελέχους. Περαιτέρω κατά το άρθρο 672 Α.Κ. καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση εργασίας για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία.. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία. Σπουδαίο λόγο, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, αποτελούν πραγματικά περιστατικά τα οποία κατ’ αντικειμενική κρίση καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή για τον καταγγέλοντα τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας. Έτσι, η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του μισθωτού αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας. Αρκεί δε ακόμα και ένα περιστατικό, το οποίο αντικειμενικά θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της συμβατικής σχέσης για εκείνον που δικαιούται να την καταγγείλει. Εξάλλου, κατά το εδάφιο β’ του άρθρου 672 Α.Κ. θεσπίζεται αναγκαστικού δικαίου διάταξη, κατά την οποία το δικαίωμα της καταγγελίας για σπουδαίο λόγο δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία των μερών. Ακολουθεί ότι η πρόβλεψη στον κανονισμό του εργοδότη, που έχει συμβατική ισχύ, πειθαρχικών παραπτωμάτων και αντιστοίχων ποινών, δεν αφαιρεί από τον εργοδότη το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, χωρίς προηγούμενη τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας, διότι επιδιώκονται διαφορετικοί σκοποί με την πειθαρχική διαδικασία και την καταγγελία για σπουδαίο λόγο της εργασιακής σχέσης, αφού με την πρώτη και όταν προβλέπεται από τον κανονισμό η ποινή της οριστικής παύσεως επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, ενώ με τη δεύτερη απομακρύνεται ο εργαζόμενος του οποίου η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη. Η καταγγελία αυτή κατά παράλειψη της πειθαρχικής διαδικασίας ελέγχεται από τα δικαστήρια κατά τις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ. Το δικαστήριο επίσης ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση με την άσκηση του δικαιώματος απολύσεως παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκομένου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστεως και της αρχής της μη καταχρήσεως των δικαιωμάτων και απορρέει από τη Συνταγματική αρχή του Κράτους δικαίου, έχει δε καθιερωθεί με την πρόσφατη αναθεώρηση, στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Στην συγκεκριμένη απόφαση: Σύμφωνα δε με όσα έγιναν ανελέγκτως δεκτά, εφόσον με πλήρη αιτιολογία δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο ενάγων επέδειξε την προαναφερόμενη συμπεριφορά που συνιστά παράβαση θεμελιωδών υποχρεώσεων του ενάγοντα έναντι της εργοδότιδός του Τραπέζης, ο εξαναγκασμός του εργοδότη να έχει στη εργασία του τέτοιο κακόβουλο μισθωτό υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών. Περαιτέρω, κατά τα άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, μετά σαφηνείας, πληρότητος και χωρίς αντιφάσεις, κρίθηκε ότι αυτά συνιστούν, κατ’ αντικειμενικήν κρίση, σπουδαίο λόγο για την αναιρεσίβλητη προς καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως που την συνδέει συνδεούσης αυτή με τον αναιρεσείοντα εργασιακής συμβάσεως, η οποία δεν υπερβαίνει προφανώς τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. όρια και στην οποία, (καταγγελία) είχε κατά τις άνω διατάξεις δικαίωμα να προβεί, παρά και την προβλεπόμενη, από τον, κατά το αναιρετήριο, έχοντα συμβατική ισχύ κανονισμό της, πειθαρχική διαδικασία, το δε ληφθέν από αυτήν μέτρο που έλαβε αυτή μέτρον, δεν τελεί σε δυσαναλογία σε σχέση με την περιγραφείσα και ανελέγκτως δεκτή γενόμενη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος κατά την εκπλήρωση των από την εργασιακή σύμβαση απορρεουσών υποχρεώσεών του. Επίσης αιτιολογεί πλήρως το γεγονός ότι οι αναφερόμενες στην καταγγελία παραλείψεις έγιναν από τα εποπτευόμενα από αυτόν πρόσωπα και ότι αυτός είχε την ευθύνη επίβλεψης και ελέγχου των υφισταμένων του. Επομένως, οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως , με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΑΠ 443/2016 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1′ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανή Γιαννούκου, Γεώργιο Αναστασάκο, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Σ. Β. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ρήγο και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “…” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “….”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Κλεισιούνη και κατέθεσε προτάσεις. Των προσθέτως παρεμβαινουσών υπέρ του αναιρεσείοντος: 1) Δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία “…” (….) που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία “… …” (…) που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Νικόλαο Φιλιππόπουλο και Άννα Δάρρα αντίστοιχα με δηλώσεις του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και δεν κατέθεσαν προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-12-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 209/2012 και 973/2012 (μετά από αίτηση διόρθωσης) του ίδιου δικαστηρίου και 2173/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 22-9-2014 αίτησή του. Εκδόθηκε η 562/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με την από 14-7-2015 κλήση του αναιρεσείοντος. Υπέρ του αναιρεσείοντος άσκησαν τις από 9-11-2015 και από 10-11-2015 πρόσθετες παρεμβάσεις τους οι πρώτη και δεύτερη προσθέτως παρεμβαίνουσες αντίστοιχα. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Καρυστηναίου ανέγνωσε την από 19-2-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αίτησης και να απορριφθούν οι λοιποί. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τη διάταξη του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ., με την οποία ορίζεται ότι αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση από κάποιο πρόσωπο μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου. Από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα προκύπτει επίσης ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρεμβάσεως είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 669 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., η οποία κατά το άρθρο 675Α του ίδιου κώδικα εφαρμόζεται και επί αιτήσεως αναιρέσεως, αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα να παρέμβουν υπέρ διαδίκου εφόσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση (Α.Π. 960/2013). Στην προκείμενη περίπτωση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου άσκησαν τις από 9-11-2015 και από 10-11-2015 πρόσθετες παρεμβάσεις τους η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία “… και η πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία “… …” (…), ισχυριζόμενες η μεν δεύτερη ότι είναι μέλος της ο αναιρεσείων, η δε πρώτη ότι είναι μέλος της η δεύτερη και επικαλούμενες ως έννομο συμφέρον την προστασία των εργασιακών και οικονομικών συμφερόντων των μελών τους. Συνεπώς οι πρόσθετες παρεμβάσεις έχουν ασκηθεί παραδεκτά και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω συνεκδικαζόμενες με την αίτηση (άρθρο 31 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., λόγος αναίρεσης, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, Κατά δε τη έννοια το άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται αν αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως αιτιολογίες της απόφασης νοούνται τα απ’ αυτήν γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της, δηλαδή το αποδεικτικό πόρισμά της, στο οποίο στήριξε το νομικό συμπέρασμά της. Τον παραπάνω λόγο αναίρεσης δεν θεμελιώνουν ελλείψεις της απόφασης αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί απ’ αυτές εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5 του ν.1264/1982 είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας των μελών της διοικήσεως συνδικαλιστικής οργανώσεως, μεταξύ των οποίων, αν δεν προβλέπεται από το καταστατικό της, προστατεύονται κατά σειρά ο Πρόεδρος, Αναπληρωτής Πρόεδρος, ή Αντιπρόεδρος, Γενικός Γραμματέας, κλπ., κατά τη διάρκεια της θητείας τους και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, εκτός αν υπάρχει ένας από τους λόγους που αναφέρονται στην παρ. 10 του ίδιου άρθρου και διαπιστωθεί η ύπαρξη του κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 ίδιου νόμου. Η απαρίθμηση των λόγων είναι περιοριστική και έτσι δεν επιτρέπεται η καταγγελία για λόγους άλλους από εκείνους που προβλέπει η παρ. 10 του άρθρου 14 ούτε με διεύρυνση τους με τη μέθοδο της αναλογίας. Εφόσον δεν τηρήθηκε η προαναφερόμενη διαδικασία η γενόμενη καταγγελία είναι άκυρη και ο εργοδότης, εκτός της υποχρεώσεως του προς καταβολή των αποδοχών του μισθωτού συνδικαλιστικού στελέχους κατά το χρόνο της υπερημερίας του, είναι υποχρεωμένος σε επαναπρόσληψη αυτού, απειλουμένων μάλιστα των ποινών των προβλεπομένων από το άρθρο 23. Είναι αλήθεια, όπως προεκτέθηκε, ότι διεύρυνση των λόγων απολύσεως για τους οποίους είναι, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 10 του ν. 1264/1982, επιτρεπτή η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως, απαγορεύεται, γιατί η πιο πάνω διάταξη αποτελεί εξαίρεση του απαγορευτικού κανόνα και η απαρίθμηση των λόγων καταγγελίας είναι περιοριστική. Σε περίπτωση όμως που η συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους μισθωτού εξέρχεται από τα όρια της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσεως, με την οποία πράγματι επιδιώκεται, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν.δ. 1264/1982, η διαφύλαξη και η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, και εξικνείται μέχρι διαπράξεως ποινικού αδικήματος σε βάρος του εργοδότη ή μέχρι σημείου παραβάσεως θεμελιωδών υποχρεώσεων του προστατευόμενου συνδικαλιστή, ή με πράξεις ή παραλείψεις του εκ κακοβουλίας του έχει καταστήσει αδύνατη ή έχει θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχειρήσεως ή του τμήματος στο οποίο εργάζεται, τότε η επίκληση προστασίας του λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως ως συνδικαλιστικού στελέχους, για απόληψη αποδοχών υπερημερίας και επαναπρόσληψή του, μπορεί να αποκρουστεί από τον εργοδότη ως καταχρηστική. Γιατί είναι αλήθεια ότι οι πιο πάνω προστατευτικές διατάξεις τέθηκαν για να διαφυλαχθεί το συνδικαλιστικό στέλεχος, το οποίο, λόγω της αναπτυσσόμενης συνδικαλιστικής του δράσεως, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη, με αποτέλεσμα την όξυνση της σχέσεως του με αυτόν. Όταν όμως επέδειξε την προαναφερόμενη συμπεριφορά, ο εξαναγκασμός του εργοδότη να έχει στη εργασία του τέτοιο κακόβουλο μισθωτό υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών. Είναι αυτονόητο ότι την έλλειψη κλίματος συνεργασίας και την προαναφερόμενη αναταραχή στον εργασιακό χώρο μπορεί να επικαλεστεί ο εργοδότης όταν δεν είναι υπαίτιος της δημιουργίας τους. Η διαπίστωση της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος δεν είναι έργο της επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 1264/1982, η οποία αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι κάποιος νόμιμος λόγος για την εγκυρότητα της απολύσεως του συνδικαλιστικού στελέχους, αλλά των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται σχετικής αγωγής, για καταβολή αποδοχών υπερημερίας και για επαναπρόσληψη του ακύρως απολυθέντος συνδικαλιστικού στελέχους (Α.Π. 860/2015, 1684/2010, 364/2007, 199/1990, 197/1990). Περαιτέρω κατά το άρθρο 672 Α.Κ. καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση εργασίας για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία.. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία. Σπουδαίο λόγο, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, αποτελούν πραγματικά περιστατικά τα οποία κατ’ αντικειμενική κρίση καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή για τον καταγγέλοντα τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας. Έτσι, η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του μισθωτού αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας. Αρκεί δε ακόμα και ένα περιστατικό, το οποίο αντικειμενικά θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της συμβατικής σχέσης για εκείνον που δικαιούται να την καταγγείλει. Εξάλλου, κατά το εδάφιο β’ του άρθρου 672 Α.Κ. θεσπίζεται αναγκαστικού δικαίου διάταξη, κατά την οποία το δικαίωμα της καταγγελίας για σπουδαίο λόγο δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία των μερών. Ακολουθεί ότι η πρόβλεψη στον κανονισμό του εργοδότη, που έχει συμβατική ισχύ, πειθαρχικών παραπτωμάτων και αντιστοίχων ποινών, δεν αφαιρεί από τον εργοδότη το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, χωρίς προηγούμενη τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας, διότι επιδιώκονται διαφορετικοί σκοποί με την πειθαρχική διαδικασία και την καταγγελία για σπουδαίο λόγο της εργασιακής σχέσης, αφού με την πρώτη και όταν προβλέπεται από τον κανονισμό η ποινή της οριστικής παύσεως επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, ενώ με τη δεύτερη απομακρύνεται ο εργαζόμενος του οποίου η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη. Η καταγγελία αυτή κατά παράλειψη της πειθαρχικής διαδικασίας ελέγχεται από τα δικαστήρια κατά τις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ. Το δικαστήριο επίσης ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση με την άσκηση του δικαιώματος απολύσεως παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκομένου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστεως και της αρχής της μη καταχρήσεως των δικαιωμάτων και απορρέει από τη Συνταγματική αρχή του Κράτους δικαίου, έχει δε καθιερωθεί με την πρόσφατη αναθεώρηση, στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. 3. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφασή του το εφετείο δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: “Ο ενάγων είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γνωρίζει την αγγλική γλώσσα, έχει πιστοποιημένες γνώσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών και από το έτος 1993 τυγχάνει μέλος και συγκεκριμένα αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου Επιστημονικού Προσωπικού της Εμπορικής Τράπεζας. Προσλήφθηκε από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στις 4-12-1981 στο λογιστικό κλάδο και τοποθετήθηκε με το βαθμό του δόκιμου λογιστή στο κατάστημα της … νομού Πέλλας για να εργασθεί ως υπεύθυνος υπάλληλος καταθέσεων συναλλάγματος και χορηγήσεων. Στις 1-2-1986 μετατέθηκε στο κατάστημα της εναγομένης στη … για να εργασθεί ως υπάλληλος στην κίνηση κεφαλαίων μέχρι την 30-11-1987. Από 1-12-1987 έως 31-3-1989 διετέλεσε προϊστάμενος λογιστηρίου και προϋπολογιστικού ελέγχου στο κατάστημα της … με δικαίωμα Β υπογραφής, με υπαγόμενα καταστήματα ως προς τη λογιστική τους παρακολούθηση την περιφέρεια Βορείου Ελλάδος και τα μικρά ως προς τη στελέχωση και τα όρια πιστοδότησης καταστήματα (θυρίδες) …. Από 1-4-1989 μέχρι 30-3-1995 διετέλεσε προϊστάμενος εμπλοκών στο κατάστημα … με δικαίωμα Β υπογραφής, ενώ από 1-4-1995 έως 31-5-2001 διετέλεσε τμηματάρχης πελατείας επιχειρήσεων στο κατάστημα ομάδα … με δικαίωμα Α υπογραφής. Από 1-6-2001 μέχρι 31-7-2002 υπηρέτησε στη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού στην Αθήνα, αποσπασμένος στο Σύλλογο Επιστημονικού Προσωπικού της Εμπορικής Τραπέζης, εκτελώντας χρέη γραμματέα, διατηρώντας τη θέση του τμηματάρχη και το δικαίωμα Α υπογραφής. Από 1-8-2002 έως 31-12-2004 εργάσθηκε στην περιφέρεια Βορειοδυτικής Ελλάδος με έδρα τη … ως τμηματάρχης διαχειριστής Α Καθυστερήσεων με δικαίωμα Α υπογραφής και από 1-1-2005 υπηρέτησε ως διευθυντής του καταστήματος ΚΠΕ (Κατάστημα Πλήρους Εξυπηρέτησης) … με δικαίωμα Α υπογραφής, καθήκοντα τα οποία άσκησε μέχρι την 26-2-2009. Από 27-2-2009 μέχρι και την 5-10-2009, που η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβασή του, τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Α Δικτύου με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ως διευθυντής καταστήματος χωρίς αρμοδιότητες. Έχει αξιολογηθεί με άριστα και το κατάστημα Βέροιας, στο οποίο από 1-1-2005 υπηρέτησε ως διευθυντής με δικαίωμα Α υπογραφής, βραβεύτηκε ως πρώτο σε όλη την επικράτεια για την ποιότητα του χαρτοφυλακίου στη χρήση 2005, ενώ το έτος 2006 ο τομέας επιχειρήσεων του εν λόγω καταστήματος υπερκάλυψε τον προϋπολογιστικό στόχο κατά 136%. Φέρει το βαθμό του τμηματάρχη Α από 23-5-2003. Στις 5-10-2009 η εναγομένη του επέδωσε δια δικαστικού επιμελητή το από 23-9-2009 έγγραφό της, με το οποίο κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας για σπουδαίο λόγο κατ’ άρθρο 672 Α.Κ. Η καταγγελία αυτή έχει ως εξής: “…Με απόφαση της Διοίκησης της Τράπεζας και σύμφωνα με το άρθρο 672 του Αστικού Κώδικα και το άρθρο 31 του Οργανισμού Προσωπικού, καταγγέλλουμε από σήμερα την εργασιακή σας σχέση για τους ακόλουθους σπουδαίους λόγους: Διότι ως Διευθυντής Καταστήματος επιδείξατε λειτουργικότητα που δεν συμβιβάζεται με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που έχετε ως εξουσιοδοτημένος λειτουργός της Τράπεζας, με συνέπεια να εκτεθούν σε σοβαρό κίνδυνο τα συμφέροντα και η καλή φήμη της Τράπεζας. Ειδικότερα, από τον ειδικό έλεγχο των πιστοδοτήσεων του κατ/τος …, ο οποίος ολοκληρώθηκε την 20.1.2009, διήρκησε 10 ημέρες και αφορούσε δάνεια που χορηγήθηκαν στο διάστημα από 18.6.07 μέχρι και 9.4.08, διαπιστώθηκε η δημιουργία σημαντικού ύψους πιθανής ζημίας από λειτουργικούς κινδύνους λόγω συνεχούς καταστρατήγησης των πιστωτικών κριτηρίων και της πιστοδοτικής διαδικασίας από τους λειτουργούς του Κατ/τος. Συγκεκριμένα: Προέβησαν σε εννέα χρηματοδοτήσεις προς ανώνυμη εταιρία, το χρονικό διάστημα από 18.6.07 μέχρι 22.4.08 συνολικού ποσού 838,2 χιλ. ευρώ για κεφάλαιο κίνησης έναντι εκχωρήσεων γεγενημένων απαιτήσεων (πιστοποιήσεις έργων), χωρίς να τηρήσουν τους εγκριτικούς όρους της από 30.6.07 εγκριτικής απόφασης της Περιφερειακής Δ/νσης, ήτοι διαπιστώθηκε η: Μη νομότυπη εκχώρηση των πιστοποιήσεων έργων -γεγενημένων απαιτήσεων. Μη λήψη βεβαιώσεων από τις αρμόδιες αρχές περί μη εκχώρησης των σχετικών συμβάσεων έργων σε τρίτους. Συνεπεία των παραπάνω παραλείψεων ήταν να εισπραχθεί μόνο ποσό 91,2 χιλ ευρώ από πιστοποιήσεις ενώ στο μεγαλύτερο μέρος εισπράχθηκε από τρίτους ή δεν είναι γνωστή η τύχη τους. Προέβησαν σε επτά χρηματοδοτήσεις προς ανώνυμη εταιρία, το χρονικό διάστημα από 27.12.07 μέχρι 9.4.08 συνολικού ποσού 145 χιλ. ευρώ, για κεφάλαιο κίνησης έναντι υπεγγύων επιταγών, χωρίς όμως να τηρηθούν οι όροι της 30.5.07 εγκριτικής απόφασης της Περιφερειακής Δ/νσης ήτοι: – Χωρίς έλεγχο της εμπορικότητας των υπεγγύων επιταγών (προβλεπόταν η λήψη τιμολογίων και ιδιωτικών συμφωνητικών). – Χωρίς έλεγχο της φερεγγυότητας των εκδοτών, αφού έδιναν δεκτές, μίας (1) επιταγής εκδότη του οποίου οι προγενέστερες υπέγγυες επιταγές επεστράφησαν απλήρωτες, καθώς και μία (1) επιταγή άλλου εκδότη σε βάρος του οποίου υπήρχαν βαριά δυσμενή στοιχεία. Συνέπεια των παραπάνω παραλείψεων ήταν το να εμφανισθούν ως απλήρωτες έξι (6) επιταγές συνολικού ποσού 122,9 χιλ. ευρώ. Προέβησαν στην έκδοση δύο εγγυητικών επιστολών συνολικού ποσού 101,3 χιλ. ευρώ υπέρ τρίτων με χρήση του αντίστοιχου ορίου της ανώνυμης εταιρίας, κατά παρέκκλιση των εγκριτικών όρων της από 30.5.07 απόφασης της Περιφερειακής Δ/νσης ήτοι: – Χωρίς την προσκόμιση αντιγράφου της σχετικής σύμβασης. Χωρίς να είναι ανάδοχος ή να συμμετέχει η ανώνυμη εταιρία στο συγκεκριμένο έργο. Συνεπεία των παραπάνω παραλείψεων ήταν να παραμείνει άγνωστη η εξέλιξη των έργων και η τύχη των δύο εγγυητικών επιστολών. Επίσης δεν ελήφθη η τριτεγγύηση στις συμβάσεις των Ε/Ε από τους τρίτους υπέρ των οποίων παρεσχέθη η εγγύηση, ώστε να διασφαλίζεται η ενοχική σχέση αυτών. Υπέβαλαν εισήγηση στις 23.11.07 για τη θεώρηση των ορίων, χωρίς να αξιολογήσουν και χωρίς να αναφέρουν τα ως άνω προβλήματα στις εξασφαλίσεις. Ανανέωσαν/παρέτειναν τέσσερις χρηματοδοτήσεις συνολικού ποσού 485,5 χιλ. ευρώ το χρονικό διάστημα από 27.12.07 μέχρι 22.4.08: Κατά παρέκκλιση της Εγκ. 42950, η οποία δεν επιτρέπει την ανανέωση/παράταση των χρηματοδοτήσεων κεφαλαίου κίνησης σε τεχνικές επιχειρήσεις. Χωρίς να αξιολογήσουν τα προβλήματα στις εξασφαλίσεις. Αναφέροντας ψευδώς ότι ‘οι πιστοδοτήσεις καλύπτονται κανονικά’, παρότι δεν είχαν πληρωθεί οι εκχωρηθείσες πιστοποιήσεις. Χορήγησαν στις 28.2.08 ανοικτό επιχειρηματικό δάνειο Easy Business σε εταιρία με πιστωτικό όριο 100 χιλ ευρώ, καθ’ υπέρβαση του εγκριτικού ορίου αρμοδιότητας του Κατ/τος και ειδικότερα, χωρίς να συνεκτιμηθεί ο αναλαμβανόμενος πιστωτικός για το σύνολο των πιστοδοτήσεων Ομίλου Επιχειρήσεων. Διαχειρίστηκαν επί επτά περίπου μήνες, τα σοβαρά προβλήματα της πιστοδότησης, χωρίς, ως όφειλαν, να προβούν σε επανεξέταση της πιστοδότησης και στην ενημέρωση του αρμοδίου εγκριτικού κλιμακίου, προκειμένου να ληφθούν έγκαιρα τα επιβαλλόμενα διορθωτικά μέτρα και όλα αυτά παρά τις σαφείς οδηγίες του ΣΠ. Η κακοδιαχείριση των παραπάνω πιστοδοτήσεων είχε ως συνέπεια το να περιέλθουν όλες οι πιστοδοτήσεις του Ομίλου σε εμπλοκή (ΕΜ) και τη δημιουργία πιθανής ζημιάς συνολικού ποσού 1.289,3 χιλ. ευρώ από λειτουργικούς κινδύνους. Την κύρια ευθύνη της ζημιάς που υπέστη η Τράπεζα έχετε εσείς ως Διευθυντής του Καταστήματος διότι ως έχων τη γενικότερη ευθύνη της τήρησης των διαδικασιών του Καταστήματος, επιδείξατε διοικητική ανεπάρκεια στην άσκηση των καθηκόντων σας, επιτρέψατε την ευνοϊκή μεταχείριση συγκεκριμένων πιστούχων από την Τράπεζα και δεν διασφαλίσατε: – Την τήρηση των εγκριτικών όρων στην διαδικασία εκτέλεσης. Την τήρηση των διαδικασιών παρακολούθησης και εκτέλεσης των πιστοδοτήσεων. Την λήψη των προβλεπόμενων καλυμμάτων. Τον περιοδικό έλεγχο των καλυμμάτων. Την έγκαιρη ενημέρωση του εγκριτικού κλιμακίου για τις αδυναμίες στα καλύμματα προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη λήψη των αναγκαίων διορθωτικών μέτρων, την αναγραφή όλων των σοβαρών αδυναμιών στις υποβαλλόμενες από το Κατάστημα εισηγήσεις. Εκτός αυτών συναινέσατε στην ανανέωση και παράταση των χρηματοδοτήσεων παρότι δεν πληρούνταν οι εγκριτικοί όροι. Επειδή τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά όπως αυτά προέκυψαν από τον έλεγχο της Διεύθυνσης Επιθεώρησης είχαν σαν αποτέλεσμα να κλονιστεί η εμπιστοσύνη της Τράπεζας στο πρόσωπό σας και συνιστούν αντικειμενικά κρινόμενα και ένα έκαστο εξ αυτών σπουδαίους λόγους για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας σας. Την έρευνα στο κατάστημα … διενήργησε ο Επιθεωρητής Κ. Λ., ο οποίος στο από 23-1-2009 ειδικό σημείωμα αναφέρει ειδικότερα: Κύριε Διευθυντά, Κατόπιν οδηγιών σας, διενήργησα ειδικό έλεγχο των πιστοδοτήσεων του Ομίλου Σ. (…), από τον οποίο διαπιστώθηκε βαριά αμέλεια λειτουργών του Κατ/τος … στη διαχείριση των ανωτέρω πιστοδοτήσεων, που είχε σαν αποτέλεσμα την επιδείνωση της θέσης της Τράπεζας και τη δημιουργία πιθανής ζημιάς ποσού €1.289,3 χιλ, από την οποία €1.183 χιλ αφορούν την πρώτη πιστούχο και €106,3 την δεύτερη. …. Ανάλυση οφειλών (06.11.08) … (Τεχνική εταιρεία κατασκευών) €846,6 χιλ. Υπόλοιπο από χρημ/σεις για κεφ. Κίνησης έναντι εκχωρημένων απαιτήσεων 6μηνης διάρκειας (10 λογ/σμοι – κωδ. 1012) €116,9 χιλ. Υπόλοιπο από χρημ/σεις για κεφ. Κίνησης έναντι αξιογράφων (1012) €157,3 χιλ. Υπόλοιπο από χρημ/σεις για κ.κ., με προσωπικές εγγυήσεις (1012) €101,2 χιλ Υπόλοιπο δύο εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης. €1222 χιλ. … €106,3 χιλ. Υπόλοιπο ανοιχτού επιχ. Δανείου Easy Business (αρχικό ποσό €100 χ 28/2/08) €1328,3 χιλ. ΣΥΝΟΛΟ ΟΦΕΙΛΩΝ … 30/9/08. Οφειλές 20.12.08 €1289,3 χιλ. Η πρώτη πιστούχος έχει οφειλές και στη θυγατρική … €154,9 σε καθ/ση €46,3 χ από δάνειο αρχικού ποσού €197,8 χ (14/11/07) λήξεως 13/12/2012. A2. Καθυστερήσεις: Το σύνολο της πρώτης οφειλής από απλήρωτες υποσχετικές λήξεως από 28/5/08 έως 23/10/08 και €6,3 χιλ της δεύτερης οφειλής (πάνω από 6 μήνες). A3. Εξασφαλίσεις Την … της Α’ πιστούχου εγγυώνται με τις προσωπικές εγγυήσεις οι τρεις μέτοχοι Θ. Σ. Σ., Ι. Σ. Σ. και Σ. Θ. Σ. Σύμφωνα με την από 18/5/07 Φ.Α.Π., οι ανωτέρω ήταν κάτοχοι ακινήτων (έρευνα 15/5/07) για τα οποία δεν υπάρχει εκτίμηση, ενώ βαρύνονται με προσ/σεις συνολικού ποσού €750 χιλ., οπότε η προσωπική τους εγγύηση δεν αξιολογείται ως ισχυρή. Στο χαρτοφυλάκιο του Επιχ. Κέντρου Περιφ. Οδού (…) υπάρχουν 13 απλήρωτες σφραγισμένες υπέγγυες επιταγές συνολικού ποσού €122,9 χιλ. που αφορούν 6 εκδότες και διαβιβάστηκαν στη Δ/νση Νομικών Συμβούλων την 10/2008 για έναρξη δικαστικών ενεργειών. Α4. Διαπιστώσεις ελέγχου: Πρόκειται για συνεργασία η οποία ξεκίνησε την 30/01/2007 με έγκριση πιστωτικού ορίου €500 χιλ. από το Κατ/μα …. Ακολούθησε την 4/5/07 εισήγηση για αύξηση των ορίων σε €1.500 χιλ., η οποία εγκρίθηκε από την Π/Δ (συνέγκριση ΔΕΠ) στις 30/5/07, με λήξη την 31/5/08 και ενδιάμεση θεώρηση την 30/11/07 (συνημμένο Φωτ….). – Στο διάστημα που μεσολάβησε από την ανωτέρω έγκριση μέχρι την θεώρηση της πιστοδότησης από το όριο έναντι εκχώρησης γεγενημένων απαιτήσεων, έγιναν τρεις εκταμιεύσεις συνολικού ποσού €335,5 χιλ. (18/6/07 €37 χιλ. 5/10/07 €74,6 και 10/10/07 €223,9 χιλ.) έναντι εκχωρημένων πιστοποιήσεων συνολικού ποσού €387,2 χιλ. (συν. Φωτ….). Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι, αφ’ ενός και στις τρεις εκταμιεύσεις δεν τηρήθηκε ο εγκριτικός όρος για λήψη βεβαίωσης από τις αρμόδιες υπηρεσίες περί μη εκχώρησης των σχετικών συμβάσεων έργων και αφ’ ετέρου δεν έγινε νομότυπη επίδοση των συμβάσεων εκχώρησης συνολικού ποσού €346,2 χιλ. στις δύο περιπτώσεις (5/10/07 €99,9 χιλ. και 10/10/07 €246,3 χιλ.). – Στις 24/7/07 και 22/8/07 εκδόθηκαν οι δύο σε ισχύ Ε/Ε καλής εκτέλεσης (αορίστου χρόνου) €1,9 χιλ. και €99,3 χιλ. αντίστοιχα και απευθύνονται στον Δήμο …. η πρώτη και στον Δήμο … η δεύτερη. Εκδόθηκαν με την υπογραφή της … υπέρ τρίτων, ήτοι, των Εταιρειών … (β’ πιστούχος), χωρίς αυτό να προβλέπεται στην σχετική εγκριτική απόφαση. Σημειώνουμε ότι δεν έχει ληφθεί η υπογραφή τους στις σχετικές συμβάσεις, ούτε προσκομίσθηκαν οι συμβάσεις έργων, την καλή εκτέλεση των οποίων εγγυηθήκαμε (συν. Φωτ….). Αφορούν καλή εκτέλεση έργων για τα οποία έχουμε τις εκχωρήσεις του 2ου λογ/σμού από τον Δήμο … και 1ου λογ/σμού του Δήμου … (σχολιάζεται πιο κάτω). Σχετικά με την τύχη των προαναφερθέντων πιστοποιήσεων σημειώνουμε ότι οι δύο συνολικού ποσού €346,3 χιλ. πληρώθηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες σε τρίτους, πριν την επίδοση των δικών μας συμβάσεων εκχώρησης, η οποία έγινε με καθυστέρηση άνω των έξι (6) μηνών στις 28/5/08 και 2/6/08, ενώ η τρίτη ποσού €40,9 χιλ., από τα στοιχεία των φακέλων φαίνεται ότι κοινοποιήθηκε έγκαιρα στις 25/6/07 (σύμβαση εκχώρησης 18/6/07), αλλά τελικά πληρώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση (18 μήνες) πρόσφατα στις 19/12/08 και ο σχετικός λογαριασμός εξοφλήθηκε ολοσχερώς (υπόλοιπο €37903). Επίσης από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ο τέως Δ/ντης Επιχ/σεων του Κατ/τος κος Σ. Μ. στις 18/6/07 θεώρησε με Α’ υπογραφή παραστατικό εκταμίευσης ποσού €37 χιλ. σε βάρος του ορίου έναντι εκχώρησης γεγενημένων απαιτήσεων, παρότι δεν πληρούταν ο εγκριτικός όρος λήψης βεβαίωσης από την αρμόδια Νομαρχιακή Αυτ/ση Πέλλας περί μη εκχώρησης της σχετικής σύμβασης έργου σε τρίτους. Η ανωτέρω θεώρηση ενέπιπτε στην περιοχή ευθύνης των αρμοδιοτήτων της Τμηματάρχη Εργασιών του Κατ/τος, η οποία λόγω απουσίας της Προϊσταμένης πιστοδοτήσεων θεώρησε με Β’ υπογραφή την ως άνω εκταμίευση. Η συγκεκριμένη πιστοδότηση των €37 χιλ., έχει ήδη εξοφληθεί. Στις 23/11/07 υποβλήθηκε εισήγηση για την προβλεπόμενη θεώρηση της πιστοδότησης (συν. Φωτ….), χωρίς να γίνει καμία αναφορά: -για την μη πιστή τήρηση των ως άνω οφειλόμενων εγκριτικών όρων, για την μη ουσιαστική κατοχύρωση των εξασφαλίσεων, και για τις αδυναμίες ρευστοποίησης υπεγγύων αξιόγραφων. Μετά την έγκριση θεώρησης της πιστοδότησης από την αρμόδια Π/Δ στις 30/11/07, διαπιστώθηκαν τα παρακάτω: – Την 28/11/07 έγινε εκταμίευση ποσού €125 χιλ. έναντι δύο πιστοποιήσεων συνολικού ποσού €137,5 χιλ., χωρίς να τηρηθεί ο εγκριτικός όρος για λήψη βεβαίωσης περί μη εκχώρησης των έργων και νομότυπης επίδοσης των συμβάσεων εκχώρησης. Όπως διαπιστώθηκε η επίδοση της σύμβασης εκχώρησης στην αρμόδια υπηρεσία έγινε με καθυστέρηση 6 μηνών στις 29/5/08, με αποτέλεσμα να πληρωθεί μόνο η μία πιστοποίηση ποσού €51,5 χιλ. και να μείνει ακάλυπτη χρηματοδότηση ύψους €78,7 χιλ (συν. φωτ….). – Την 3/12/07 έγινε εκταμίευση ποσού €61,1 χιλ, έναντι πιστοποίησης ποσού €67,3 χιλ., χωρίς να τηρηθεί ο εγκριτικός όρος για λήψη βεβαίωσης περί μη εκχώρησης των έργων και νομότυπης επίδοσης της σύμβασης εκχώρησης. Όπως διαπιστώθηκε η επίδοση της σύμβασης στην αρμόδια υπηρεσία έγινε με καθυστέρηση 6 μηνών στις 29/5/08, αφού ήδη είχε εισπραχθεί από τρίτους η σχετική απαίτηση, με αποτέλεσμα να μείνει ακάλυπτη η ανωτέρω χρημ/ση ποσού €61,1 χιλ (συν. φωτ….). – Την 29/1/08 και 6/2/08 έγιναν δύο εκταμιεύσεις συνολικού ποσού €289 χιλ (€207 χιλ. και €82,7 χιλ. αντίστοιχα), χωρίς να τηρηθεί ο εγκριτικός όρος για λήψη βεβαίωσης περί μη εκχώρησης των σχετικών συμβάσεων έργων σε τρίτους και χωρίς να ληφθούν οι προσβλεπόμενες εξασφαλίσεις, ήτοι, γεγενημένες απαιτήσεις, αφού οι πιστοποιήσεις που προσκομίστηκαν και εκχωρήθηκαν συνολικού ποσού €319,1 χιλ. δεν είχαν τις απαιτούμενες υπογραφές (συν. φωτ….). – Την 29/1/08 και 22/4/08 πραγματοποιήθηκαν δύο εκταμιεύσεις συνολικού ποσού €26,9 χιλ., χωρίς να τηρηθεί ο εγκριτικός όρος για λήψη βεβαίωσης περί μη εκχώρησης των σχετικών συμβάσεων έργων σε τρίτους και χωρίς να ληφθούν οι προσβλεπόμενες εξασφαλίσεις. Προσκομίσθηκαν και εκχωρήθηκαν δύο πιστοποιήσεις γεγενημένων απαιτήσεων συνολικού ποσού €26,9 χιλ., οι οποίες όμως δεν αφορούσαν τον πιστούχο και ως εκ τούτου ουδέποτε εισπράχθηκαν (συν. φωτ….). Συμπερασματικά αναφέρουμε ότι στο διάστημα 28/11/07 μέχρι 22/4/08 πραγματοποιήθηκαν εκταμιεύσεις συνολικού ποσού €456,4 χιλ., χωρίς να ληφθούν οι προβλεπόμενες από τους εγκριτικούς όρους εξασφαλίσεις, ήτοι νομότυπη εκχώρηση γεγενημένων απαιτήσεων συνολικού ποσού €502 χιλ. – Στο διάστημα 27/12/07 μέχρι 9/4/08, από το όριο έναντι επιταγών έγιναν επτά (7) εκταμιεύσεις συνολικού ποσού €145 χιλ. για τις οποίες εκχωρήθηκαν υπέγγυες επιταγές συνολικού ποσού €157,6 χιλ. Πληρώθηκαν επιταγές ποσού €34,7 χιλ. και παρέμειναν απλήρωτες/ σφραγισμένες 13 επιταγές ποσού €122,9 χιλ. που αφορούν 6 εκδότες. Σε όλες τις ανωτέρω δεν τηρήθηκε ο εγκριτικός όρος που προέβλεπε ότι οι επιταγές, πέραν του αυστηρού ελέγχου τους από πλευράς φερεγγυότητας, θα συνοδεύονταν από τιμολόγια πώλησης και ιδιωτικά συμφωνητικά, (με επιδίωξη θεώρησής τους από τη Δ.Ο.Υ.), με αποτέλεσμα το σημερινό υπόλοιπο του ορίου €116,9 χιλ. να είναι ακάλυπτο (συν.φωτ….). Συγκεκριμένα: – Για όλες τις ακάλυπτες επιταγές δεν λήφθηκαν ιδιωτικά συμφωνητικά. Για απλήρωτες επιταγές ύψους €105,9 χιλ. δεν ελήφθησαν τιμολόγια πώλησης. Για μία απλήρωτη επιταγή ποσού €7,5 χιλ. υπήρχαν δυσμενή στοιχεία σε βάρος του εκδότη (Π. Κ.), ήτοι διαταγή πληρωμής, καταγγελίες δανείων και καρτών. Για μία απλήρωτη επιταγή ποσού €12 χιλ., ο εκδότης της (Ι. Γιάννας) είχε ήδη παρουσιάσει επιστροφή 3 απλήρωτων επιταγών ποσού €38,7 χιλ. στο προηγούμενο πριν την υπεγγυοποίησή της διάστημα. Την 27/12/07, 4/3/08 και 22/4/08 έγιναν τρία εσωτερικά εισηγητικά κατ/τος με σκοπό την για 6 μήνες παράταση 4 ληγμένων δανείων, στα πλαίσια της εγκυκλίου …/26.6.01, η οποία όμως ρητά αναφέρει ότι εξαιρούνται από την εφαρμογή της, οι χρηματοδοτήσεις σε τεχνικές και ξενοδοχειακές επιχ/σεις. Σε αυτά αναφέρεται ότι ‘οι πιστοδοτήσεις μας καλύπτονται κανονικά’, παρότι αυτό δεν ίσχυε (συν. φωτ….). Η οφειλή της δεύτερης πιστούχου αφορά ανοικτό επιχειρηματικό δάνειο Easy Business το οποίο δόθηκε στις 28/2/08 (€100 χ) χωρίς να συνεκτιμηθεί σαν όμιλος επιχ/σεων που απαιτούσε έγκριση από το ανώτερο κλιμάκιο, δεδομένου ότι κύριοι εταίροι στην Ε.Τ.Ε. είναι και κύριοι μέτοχοι στην Α.Ε., με εκπρόσωπο και των δύο τον Σ. Σ., ο οποίος συμμετέχει με ποσοστό 80% στην β’ πιστούχο (συν. φωτ….). Συμπερασματικά σημειώνουμε ότι, η μη τήρηση των εγκριτικών όρων της Π/Δ, η μη διασφάλιση της λήψης των προβλεπόμενων καλυμμάτων ουσίας, η μη παρακολούθηση των καλυμμάτων, η απόκρυψη στα οικεία εισηγητικά των αδυναμιών στα καλύμματα, στη ρευστοποίησή τους και στο έλλειμμα καλυμμάτων ουσίας, είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πιθανής ζημιάς συνολικού ποσού €1289,3 χιλ. από λειτουργικούς κινδύνους. Β. ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Για τις παραλήψεις που διαπιστώθηκαν, υποβλήθηκαν ερωτηματολόγια στους εμπλεκόμενους λειτουργούς (συν. φωτ….) και ελήφθησαν απαντήσεις (συν. φωτ….), από τις οποίες δεν προκύπτει καμία ουσιώδης διαφοροποίηση σε ότι αφορά τις παρεκκλίσεις και παραλείψεις που διαπιστώθηκαν από τον έλεγχο και αναφέρθηκαν προηγουμένως, εκτός των απαντήσεων τόσο του Δ/ντή του Κατ/τος κ Σ. Β. όσο και της Πρώην Συμβούλου Πελατείας του Κατ/τος κας Μ. Π., στο ερώτημά μας γιατί συναίνεσαν στην χορήγηση (28/2/08) ανοικτού επιχειρηματικού δανείου Easy Business €100 χιλ. στη θυγατρική εταιρεία …, χωρίς να συνεκτιμηθούν οι κίνδυνοι στα πλαίσια εξέτασης και αξιολόγησης των δύο πιστοδοτήσεων ως ομίλου και χωρίς να ληφθεί έγκριση από το αρμόδιο κλιμάκιο. Στις απαντήσεις τους και οι δύο αναφέρουν ότι η ανωτέρω χρημ/ση έγινε στα πλαίσια της εγκυκλίου …/3.8.05, βάσει της οποίας υπήρχε η δυνατότητα να δοθεί σκοροποιημένο ή τυποποιημένο προϊόν σε πελάτη που είναι ήδη πιστούχος, χωρίς να ακολουθηθεί η εγκριτική διαδικασία για αξιολόγηση του συνόλου της πιστοδότησης και στην επόμενη ανανέωση του εισηγητικού να ληφθεί υπ’ όψη και το συγκεκριμένο προϊόν. Σχετικά με τις πιο προαναφερθείσες απαντήσεις επισημαίνουμε ότι: α Σύμφωνα με την ίδια εγκύκλιο που επικαλούνται στην παράγραφο 2.3 Εγκριτική Διαδικασία (σελ. 15), ρητά αναφέρεται ότι ‘Σε περίπτωση ομίλου όπου τα επιμέρους όρια των εταιριών που συνιστούν τον όμιλο είναι εντός των εγκριτικών ορίων καταστημάτων αλλά το σύνολο αυτών (συμπεριλαμβανομένου και πιστοδοτήσεων ιδιωτών) υπάγεται σε ανώτερα κλιμάκια, τότε ο λειτουργός δεν προβαίνει στη διαδικασία της Έγκρισης, όπως αναφέρεται πιο πάνω, για καμία από τις επιμέρους πιστοδοτήσεις αλλά ακολουθεί τη διαδικασία της εισήγησης, όπως προβλέπεται στο Σύστημα Πιστοδοτήσεων, για έγκριση από ανώτερο εγκριτικό κλιμάκιο’. β. Οι δύο ανωτέρω λειτουργοί δεν έπρεπε να συναινέσουν στην προαναφερθείσα πιστοδότηση, επειδή υπήρχαν σοβαρά προβλήματα σχετικά με τις εξασφαλίσεις της πιστοδότησης της συγγενούς εταιρείας …, τα οποία όφειλαν να γνωρίζουν ως εκ της θέσεώς τους και να συνεκτιμήσουν τους κινδύνους περαιτέρω επέκτασης της συνολικής πιστοδότησης”. Από την παραπάνω έρευνα αποδίδονται ευθύνες στον ενάγοντα, οι οποίες συνίστανται στα εξής: Ότι ευθύνεται διότι, αν και είχε τη γενικότερη ευθύνη τήρησης των διαδικασιών στο κατάστημα, δεν έδειξε την απαιτούμενη επάρκεια στην άσκηση των καθηκόντων του με συνέπεια την ευνοϊκή μεταχείριση των συγκεκριμένων πιστούχων. Ειδικότερα: – Δεν διασφάλισε την τήρηση των εγκριτικών όρων στη διαδικασία εκτέλεσης και την λήψη των προβλεπόμενων καλυμμάτων. – Δεν διασφάλισε την αναγραφή των αδυναμιών στις υποβαλλόμενες από το Kατάστημα εισηγήσεις και την ενημέρωση του εγκριτικού κλιμακίου για τις αδυναμίες αυτές και την έγκαιρη λήψη διορθωτικών μέτρων. Συγκεκριμένα στις 23-11-2007 υπέγραψε εισηγητικό θεώρησης των ορίων της πρώτης πιστοδότησης. – Συναίνεσε στην ανανέωση και παράταση των χρηματοδοτήσεων, παρότι δεν πληρούνταν οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι οδηγίες της Τράπεζας. Ειδικότερα στο διάστημα από 27-12-2007 μέχρι 22-4-2008 με έγκρισή του ανανεώθηκαν/παρατάθηκαν τέσσερις χρηματοδοτήσεις συνολικού ποσού 485,5 χιλ. – Κατά παρέκκλιση της εγκυκλίου …, η οποία δεν επιτρέπει την ανανέωση/παράταση των χρηματοδοτήσεων κεφαλαίου κίνησης σε τεχνικές επιχειρήσεις και – Xωρίς να αξιολογήσει τα προβλήματα στις εξασφαλίσεις, παρότι δεν είχαν πληρωθεί οι εκχωρηθείσες πιστοποιήσεις. Στις 28-2-2008 ενέκρινε ανοικτό επιχειρηματικό δάνειο Easy Business στην συγγενή εταιρεία … με πιστωτικό όριο 100 χιλ, χωρίς να συνεκτιμήσει τους κινδύνους στα πλαίσια εξέτασης και αξιολόγησης των δύο πιστοδοτήσεων ως ομίλου επιχειρήσεων. – Δεν διασφάλισε τον περιοδικό έλεγχο των καλυμμάτων. – Δεν επέβλεψε τη διαχείριση επί επτά περίπου μήνες της με σοβαρά προβλήματα πιστοδότησης χωρίς να προβεί το Κατάστημα στην επανεξέταση της πιστοδότησης για ενημέρωση του αρμόδιου εγκριτικού κλιμακίου, προκειμένου να ληφθούν έγκαιρα τα επιβαλλόμενα διορθωτικά μέτρα, κατά παρέκκλιση του Σ.Π. Οι ανωτέρω παραλείψεις-παρεκκλίσεις είχαν σαν αποτέλεσμα την δημιουργία πιθανής ζημίας συνολικού ποσού 1.289,3 χιλ. προερχόμενη από λειτουργικούς κινδύνους”. Ο ενάγων δεν αρνείται τις ανωτέρω παραλείψεις και στις απαντήσεις που έδωσε στον ανωτέρω επιθεωρητή ο βασικός υπερασπιστικός του ισχυρισμός είναι ότι ήταν ανυποψίαστος για τις εκ των υστέρων διαπιστωθείσες παρεκκλίσεις και ότι όλες οι ενέργειές του ελάμβαναν χώρα μετά από εισήγηση των αρμοδίων συναδέλφων του, τους οποίους κατονομάζει και οι οποίοι συναινούσαν θετικά στις εγκρίσεις των ενεργειών που τελικώς δημιούργησαν την ανωτέρω ζημία στην εναγομένη. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε καμία από τις απαντήσεις του που έδωσε στον ανωτέρω επιθεωρητή δεν αναφέρει ότι η εναγομένη σκόπιμα του αποδίδει κατηγορίες εξαιτίας της εμπάθειας λόγω της συνδικαλιστικής του ιδιότητας ούτε άλλωστε επικαλείται για οποιοδήποτε λόγο την ιδιότητά του αυτήν. Ο ανωτέρω ισχυρισμός του ενάγοντος, δηλαδή ότι δεν γνώριζε εν τοις πράγμασι τι ακριβώς συνέβαινε στο κατάστημα Βέροιας και ότι ελάμβανε υπόψη του μόνο τη γνώμη των συναδέλφων του, δεν κρίνεται βάσιμος από το δικαστήριο, δεδομένου ότι κατείχε θέση διευθυντή, ήταν επικεφαλής μονάδας, έμπειρος τραπεζικός υπάλληλος και ήταν περιεχόμενο των συμβατικών του υποχρεώσεων προς την εναγομένη να ελέγχει όλους τους παράγοντες, ακόμη και την αξιοπιστία των συνεργατών του και να διαπιστώνει τις τυχόν αδυναμίες στην κρίση τους ώστε να αποφύγει η εναγομένη τόσο την υλική ζημία όσο και την τρώση της φήμης και αξιοπιστίας της. Η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος της προστασίας των άρθρων 14 και 15 του ν. 1264/1982 διότι η εναγομένη δεν τήρησε τη διαδικασία ενώπιον των επιτροπών που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις με αποτέλεσμα την ακυρότητα της απόλυσής του, και η άσκηση αξιώσεων για καταβολή μισθών υπερημερίας και για πραγματική απασχόληση, υπερβαίνει προφανώς τα όρια του 281 Α.Κ. και είναι καταχρηστική… δεδομένου ότι το γεγονός ότι ο ενάγων ήταν συνδικαλιστικό στέλεχος δεν επηρέασε την απόφαση της εναγομένης… για την καταγγελία της εργασιακής του σχέσης αλλά η βαριά αμέλειά του ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων του ήταν αυτή που κλόνισε, κατ’ αντικειμενική κρίση, σε τέτοιο βαθμό το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία της σχέσεως εργασίας στο μέλλον. Η επίδειξη τέτοιας βαριάς αμέλειας ξεπερνά τα αξιολογικά όρια του άρθρου 281 Α.Κ. και δεν μπορεί να υποχρεώσει τον εργοδότη να έχει στην εργασία του έναν εργαζόμενο με τον οποίο έχει διαταραχθεί το μεταξύ τους κλίμα εμπιστοσύνης… Από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν περαιτέρω τα ακόλουθα: Από την υπ’ αριθ. 43698/597/10-2-2004 εγκύκλιο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της εναγομένης με τίτλο “Οργανωτικές Μεταβολές Περιφερειακής Δομής” αναφέρονται σε σχέση με το διευθυντή καταστήματος πλήρους εξυπηρέτησης (ΚΠΕ) τα ακόλουθα: “ΒΑΣΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΘΕΣΗΣ: Η εποπτεία, ο συντονισμός και ο έλεγχος όλων των παραγωγικών και εκτελεστικών μονάδων του Καταστήματος. Η φροντίδα για την ανάπτυξη και την ενίσχυση υψηλού επιπέδου σχέσεων εξυπηρέτησης, η εξασφάλιση άριστου επιπέδου ικανοποίησης της πελατείας. Η ορθή εφαρμογή των κανονισμών, οδηγιών και εγκυκλίων της Τράπεζας. Η σύνθεση του σχεδίου δράσης και προϋπολογισμού καθώς και η εναργή παρακολούθηση της πορείας των εμπορικών δραστηριοτήτων του Καταστήματος ώστε να εξασφαλίζεται η επίτευξη των στρατηγικών και τακτικών στόχων όπως αυτοί καθορίζονται από την Τράπεζα. Η ανάπτυξη και η εξέλιξη του προσωπικού του Καταστήματος. Ανάμεσα δε στις υπευθυνότητες του είναι α) να εξασφαλίζει την απαιτούμενη συνεργασία, συντονισμό και συνεκτική υποστήριξη των επιμέρους Υπηρεσιών του Καταστήματος, να διευθύνει τις Υπηρεσίες εκτελεστικών εργασιών του Καταστήματος και να κατανέμει τις ανάλογες αρμοδιότητες στο προσωπικό ώστε να συμβάλλει στην επίτευξη των στρατηγικών και τακτικών στόχων της Τράπεζας και του Ομίλου, β) να ευθύνεται για την πιστή τήρηση και εφαρμογή των οδηγιών, εγκυκλίων και κανονισμών της Τράπεζας καθώς επίσης και συστημάτων επιθεώρησης, να υπογράφει την Έκθεση της Διεύθυνσης Επιθεώρησης για το Κατάστημά του και να εξασφαλίζει την υλοποίηση των διορθωτικών ενεργειών όπως αυτές ορίζονται από τη Διεύθυνση Επιθεώρησης, γ) να ευθύνεται για την ορθή εφαρμογή της πιστοδοτικής διαδικασίας και πολιτικής στο Κατάστημα, να καλύπτει την πιστωτική λειτουργία και να εγκρίνει ή εισηγείται πιστοδοτήσεις μέχρι τα όρια όπως αυτά ορίζονται από το σύστημα Πιστοδοτήσεων, δ) να συμμετέχει στην κατάρτιση και να ελέγχει σε βαθμό πραγματοποίησης των ετήσιων προγραμμάτων δράσης, μάρκετινγκ και προϋπολογισμού, να εξασφαλίζει την συστηματική ροή πληροφόρησης προς την Περιφερειακή Διεύθυνση για την ενημέρωση και το συντονισμό της δράσης του Περιφερειακού Δικτύου σύμφωνα με τις προβλεπόμενες, από τα ανάλογα συστήματα διαδικασίες”. Οι αιτιάσεις που αποδίδει η εναγομένη στον ενάγοντα συνιστούν παραβάσεις της ανωτέρω εγκυκλίου, οι ισχυρισμοί δε του ενάγοντος ότι ο ίδιος είχε επιφυλάξεις για τις ικανότητες κάποιων συνεργατών του, όπως της Δ. Α., επιτείνουν την ευθύνη του αφού έπρεπε να ελέγχει με πολύ πιο αυστηρό τρόπο τους συνεργάτες του και δεν αποτελεί επιχείρημα περί του αντιθέτου ότι οι εν λόγω συνεργάτες ήταν ανώτατα και εξειδικευμένα στελέχη με πολυετή εμπειρία που έφεραν τον ίδιο βαθμό με τον ίδιο (ενάγοντα). Από όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι υπήρχε σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος διότι υπήρχε κλονισμός της εμπιστοσύνης δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται για διευθύνοντα υπάλληλο… Περαιτέρω η εναγομένη (πρώην …) διατηρεί το δικαίωμα να προβεί στην καταγγελία της ορισμένου χρόνου συμβάσεως εργασίας του υπαλλήλου της για σπουδαίο λόγο, χωρίς τούτο να αποκλείεται ή περιορίζεται από το άρθρο 27 του οργανισμού της που προβλέπει τις πειθαρχικές ποινές, αφού ο λόγος της καταγγελίας είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος από το λόγο λύσεως της σύμβασης συνεπεία πειθαρχικού παραπτώματος… και επομένως ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η καταγγελία του είναι άκυρη διότι η εναγομένη δεν τήρησε την πειθαρχική διαδικασία είναι απορριπτέος. Εξάλλου ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εναγομένη δεν τήρησε την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού και συγκεκριμένα ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πειθαρχικά μέσα αντί της καταγγελίας της σύμβασης του ενόψει της πολυετούς υπηρεσίας του σ’ αυτή, της οικογενειακής του κατάστασης, της άψογης καθόλα τα έτη συμπεριφοράς του, είναι απορριπτέος και τούτο διότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά του ήταν σαφώς αντίθετη προς τις εγκυκλίους της εναγομένης και τις συμβατικές του υποχρεώσεις και συνεπεία αυτής κλονίστηκε δικαιολογημένα η εμπιστοσύνη της εναγομένης προς το πρόσωπό του και διαταράχθηκε η ομαλή συνεργασία τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, δεν μπορεί να αξιωθεί από την εναγομένη η συνέχιση της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος. Έτσι, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, κατέστη αναγκαία. Η λήψη ηπιότερων μέτρων ή η επιβολή κάποιας από τις προβλεπόμενες στον οργανισμό προσωπικού της εναγομένης πειθαρχικές ποινές δεν ήταν αρκετή για την ομαλοποίηση των σχέσεων των διαδίκων. Και αυτό γιατί ο ενάγων ήταν έμπειρος τραπεζικός υπάλληλος, καθόσον είχε εργαστεί επί 28 έτη στην Τράπεζα Ελλάδος και γι’ αυτό τοποθετήθηκε από την εναγομένη ως διευθυντής του καταστήματος. Δηλαδή η εναγομένη του επέδειξε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, την οποία εκείνος κλόνισε με συνεχείς παράτυπες ενέργειες, ενώ η επιβολή πειθαρχικής ποινής (ακόμα και πιο αυστηρής) δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε να τον αποτρέψει από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Η παραπάνω καταγγελία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική και υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, καθόσον η προηγούμενη συνεπής υπηρεσιακή συμπεριφορά του ενάγοντος στην τράπεζα και οι εν γένει ατομικές και οικογενειακές του συνθήκες, δεν μπορούν να αναιρέσουν το δικαίωμα της εναγομένης για καταγγελία της σύμβασης εργασίας… Τέλος ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εναγομένη δεν κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας των λοιπών συναδέλφων του που προέβησαν σε υπαίτιες πράξεις αλλά μόνο τη δική του, είναι επίσης απορριπτέος και τούτο διότι ο ίδιος ήταν διευθυντής του καταστήματος στο οποίο συνέβησαν οι ανωτέρω παραλείψεις και παρατυπίες και είχε τη μεγαλύτερη υπευθυνότητα για τον έλεγχο και των συναδέλφων του, ενώ εξάλλου ο τρόπος που η εναγομένη αντιμετωπίζει κάθε στέλεχός της αποτελεί και μέρος του διευθυντικού της δικαιώματος το οποίο δεν μπορεί να της αφαιρεθεί”. Με βάση αυτές τις παραδοχές το εφετείο δέχθηκε την έφεση της εναγομένης κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, την απέρριψε στο σύνολό της. Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο παρόν δικαστήριο, με την κρίση του αυτή το εφετείο δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, ούτε και στα πλαίσια της αναλογικότητας, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 14 αριθμ. 5 ν. 1264/1982, 672, 281, 288, 361 και 653 Α.Κ., 5 του ν. 2112/1920, 7 του ν. 3198/1955 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα όσον αφορά το άρθρο 14 αριθμ. 5 του ν.1264/1982, ορθά δεν προέβη στην εφαρμογή του, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο αριθμό 4 της απόφασης αυτής, η προβλεπόμενη από το άρθρο τούτο διαφύλαξη και η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων δεν εξικνείται μέχρι διαπράξεως ποινικού αδικήματος σε βάρος του εργοδότη ή μέχρι σημείου παραβάσεως θεμελιωδών υποχρεώσεων του προστατευόμενου συνδικαλιστή, όταν με πράξεις ή παραλείψεις του εκ κακοβουλίας του έχει καταστήσει αδύνατη ή έχει θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχειρήσεως ή του τμήματος στο οποίο εργάζεται (ΑΠ 860/2015). Σύμφωνα δε με όσα έγιναν ανελέγκτως δεκτά, εφόσον με πλήρη αιτιολογία δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο ενάγων επέδειξε την προαναφερόμενη συμπεριφορά που συνιστά παράβαση θεμελιωδών υποχρεώσεων του ενάγοντα έναντι της εργοδότιδός του Τραπέζης, ο εξαναγκασμός του εργοδότη να έχει στη εργασία του τέτοιο κακόβουλο μισθωτό υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών. Περαιτέρω, κατά τα άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, μετά σαφηνείας, πληρότητος και χωρίς αντιφάσεις, κρίθηκε ότι αυτά συνιστούν, κατ’ αντικειμενικήν κρίση, σπουδαίο λόγο για την αναιρεσίβλητη προς καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως που την συνδέει συνδεούσης αυτή με τον αναιρεσείοντα εργασιακής συμβάσεως, η οποία δεν υπερβαίνει προφανώς τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. όρια και στην οποία, (καταγγελία) είχε κατά τις άνω διατάξεις δικαίωμα να προβεί, παρά και την προβλεπόμενη, από τον, κατά το αναιρετήριο, έχοντα συμβατική ισχύ κανονισμό της, πειθαρχική διαδικασία, το δε ληφθέν από αυτήν μέτρο που έλαβε αυτή μέτρον, δεν τελεί σε δυσαναλογία σε σχέση με την περιγραφείσα και ανελέγκτως δεκτή γενόμενη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος κατά την εκπλήρωση των από την εργασιακή σύμβαση απορρεουσών υποχρεώσεών του. Επίσης αιτιολογεί πλήρως το γεγονός ότι οι αναφερόμενες στην καταγγελία παραλείψεις έγιναν από τα εποπτευόμενα από αυτόν πρόσωπα και ότι αυτός είχε την ευθύνη επίβλεψης και ελέγχου των υφισταμένων του. Επομένως, οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως , με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, είναι απορριπτέοι: α) ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της μη εφαρμογής του άρθρου 14 του ν. 1265/1982 και β) ο δεύτερος λόγος εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο αποδίδεται σ’ αυτήν η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 672 Α.Κ. και της εκ πλαγίου παραβιάσεως του ίδιου άρθρου και γ) ο τρίτος λόγος κατά τα δεύτερο και τρίτο σκέλη του εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ιδίου άρθρου, για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 281 Α.Κ. 4. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του δικαστηρίου, της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ευφημίας Λαμπροπούλου: Κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 5 ν. 1264/1982 “για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων”: “Είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας: α) των μελών της διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρ. 92 Α.Κ., της συνδικαλιστικής οργάνωσης. β) των μελών της προσωρινής, σύμφωνα με το άρθρ. 79 Α.Κ., διοίκησης συνδικαλιστικής οργάνωσης που διορίζει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρ. 69 του Αστικού Κώδικα και γ) των μελών της διοίκησης που εκλέγονται προσωρινά κατά την ίδρυση συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η απαγόρευση ισχύει κατά τη διάρκεια της θητείας και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους της παρ. 10 και διαπιστωθεί κατά τη διαδικασία του άρθρου 15”. Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες θεσπίστηκε αυξημένη ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, προκύπτει ότι κατ’ αρχήν απαγορεύεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 10 του εν λόγω άρθρου 14 και διαπιστωθεί αυτός κατά τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Αν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία, η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας αυτόν με το συνδικαλιστικό στέλεχος συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 180 Α.Κ.) και ο εργοδότης, αρνούμενος μετά την άκυρη αυτή καταγγελία να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού (συνδικαλιστικού στελέχους), περιέρχεται σε υπερημερία εργοδότη και οφείλει μισθούς υπερημερίας. Για την προστασία αυτή απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις, οι οποίες αποτελούν και ουσιώδη στοιχεία της σχετικής αγωγής, που πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφό της: α) έγκυρη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (μισθωτοί), στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι στο δημόσιο ή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (άρθρο 1 ν. 1264/1982), β) ο μισθωτός να είναι νόμιμα εκλεγμένο μέλος της διοικήσεως νομίμως συσταθέντος συνδικαλιστικού σωματείου ή νόμιμα διορισμένο μέλος της προσωρινής διοικήσεώς του ή μέλος της προσωρινώς εκλεγείσας διοικήσεως υπό ίδρυση σωματείου, γ) ο εργοδότης να τελεί σε γνώση της ιδιότητας αυτής του μισθωτού του και δ) δυνατότητα απασχόλησης του συνδικαλιστικού στελέχους στην επιχείρηση του εργοδότη. Η διεύρυνση των λόγων για τους οποίους είναι, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 10 ν. 1264/1982, επιτρεπτή η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως απαγορεύεται, γιατί η πιο πάνω διάταξη δημόσιας τάξεως αποτελεί εξαίρεση του απαγορευτικού κανόνα και η απαρίθμηση των λόγων καταγγελίας είναι περιοριστική (ΑΠ 363/2015, ΑΠ 1218/2013). Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει επίσης ότι, για την αντίκρουση αγωγής με την οποία το συνδικαλιστικό στέλεχος επικαλείται ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 14 παρ. 10 ν. 1264/1982 ή/και λόγω μη τηρήσεως των διατυπώσεων του άρθρου 15 του ίδιου νόμου, ο εναγόμενος εργοδότης δεν μπορεί να προβάλει ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος. Τούτο διότι: α) η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση ακυρότητας της δικαιοπραξίας που επήλθε λόγω παραβάσεως του νόμου, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 180 Α.Κ. η άκυρη δικαιοπραξία (άρα και η άκυρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, η οποία αποτελεί μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία και επί της οποίας κατά τα προαναφερθέντα έχει εφαρμογή η τελευταία αυτή διάταξη) θεωρείται σαν να μην έγινε, δεν καθίσταται δε έγκυρη έστω και αν η πρόταση της ακυρότητας είναι καταχρηστική (πρβλ. ΑΠ 2029/2013, ΑΠ 188/2009, ΑΠ 1791/2006) και β) όπως ήδη έχει εκτεθεί, απαραίτητες προϋποθέσεις για την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας των συνδικαλιστικών στελεχών, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, είναι η συνδρομή ενός από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 10 ν. 1264/1982 και η διαπίστωση αυτού κατά τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Η παραδοχή της αντίθετης απόψεως (ότι δηλαδή η αγωγή με την οποία το συνδικαλιστικό στέλεχος επικαλείται την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων ή/και λόγω μη τηρήσεως των διατυπώσεων που προαναφέρθηκαν, μπορεί να αντικρουσθεί με την επίκληση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος) έχει ως συνέπεια την πλήρη άρση της προστασίας του ν. 1264/1982, ιδίως δε όταν τα περιστατικά που επικαλείται ο εργοδότης για τη θεμελίωση της ενστάσεως αυτής συνιστούν σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί την καταγγελία, ο οποίος όμως δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναφερομένων στο άρθρο 14 παρ. 10 ν. 1264/1982. Ενόψει όλων των ανωτέρω το εφετείο, το οποίο (χωρίς προηγουμένως να έχει δεχθεί ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του ενάγοντος συνδικαλιστικού στελέχους ένας από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 10 ν. 1264/1982 και ότι τούτο είχε διαπιστωθεί κατά τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου) δέχθηκε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος δεν είναι άκυρη για το λόγο ότι η άσκηση του δικαιώματός του για επίκληση της ακυρότητας είναι καταχρηστική αφού συνέτρεχε σπουδαίος λόγος γι’ αυτήν, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα εσφαλμένα μεν δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 5 και 10 ν. 1264/1982 και του άρθρου 15 του ίδιου νόμου, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, εσφαλμένα δε εφάρμοσε εκείνες των άρθρων 281 και 672 Α.Κ., οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες. Συνεπώς έπρεπε, κατά τη γνώμη του μειοψηφούντος μέλους, να γίνουν δεκτοί οι πρώτος, δεύτερος κατά το πρώτο σκέλος του και τρίτος κατά το τρίτο σκέλος του λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πιο πάνω πλημμέλειες. 5. O προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.Α.Π. 25/2003, 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο κατά το πρώτο σκέλος του λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι δεν έλαβε υπόψη τον αγωγικό ισχυρισμό του περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της εναγομένης για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του λόγω παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας και συγκεκριμένα λόγω της μη επιβολής σ’ αυτόν άλλων ηπιότερων μέτρων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης προκύπτει ότι ο ανωτέρω αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντος ελήφθη υπόψη από το εφετείο και απορρίφθηκε. 6. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως παρέχεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα νομίμως προσκομισθέντα με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 295/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τα εξής έγγραφα, τα οποία αυτός επικαλέσθηκε και προσκόμισε για την απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής του, ήτοι: α) το …/16-12-2008 υπηρεσιακό σημείωμα της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού της αναιρεσίβλητης και β) την …/9-3-2009 εγκύκλιο της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού – Διεύθυνσης Εργασιακών Σχέσεων της αναιρεσίβλητης, από τα οποία προκύπτει ότι οι καταγγελίες συμβάσεως εργασίας των εργαζομένων της γίνονταν για βαρύτατα μόνο παραπτώματα τα οποία είχαν διαπράξει οι ίδιοι και γ) την από 25-1-2001 εγκύκλιο της αναιρεσίβλητης, στην οποία αναγράφεται κατά λέξη ότι: “Η ευθύνη της έγκαιρης αναγνώρισης των προβληματικών πιστοδοτήσεων και η λήψη των κατάλληλων και αποτελεσματικών κατά περίπτωση διορθωτικών μέτρων ανήκει στους υπεύθυνους διαχείρισης λογαριασμών πελατείας, στους διευθυντές των μονάδων πελατείας και στα στελέχη της Μ.Ε.Π….”. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι από τη γενική μνεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι το εφετείο σχημάτισε την κρίση του και από “τα έγγραφα που οι διάδικοι μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν” σε συνδυασμό με τις προπαρατεθείσες αιτιολογίες της, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και τα έγγραφα αυτά, των οποίων δεν ήταν αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση. 7. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ του αναιρεσείοντος, να συμψηφιστούν όμως στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων διότι κρίνεται ότι η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 περ.β και 183 Κ.Πολ.Δ.). 8. Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. “Αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Αρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση”. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι ενώπιον του Αρείου Πάγου το αίτημα επαναφοράς μπορεί να υποβληθεί μόνο από τον αναιρεσείοντα όταν γίνεται δεκτή η αίτηση αναιρέσεως κατά της εκτελεσθείσης εφετειακής αποφάσεως και όχι από τον αναιρεσίβλητο όταν απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως κατά της εφετειακής αποφάσεως που εξαφάνισε την εκτελεσθείσα πρωτόδικη, αφού άλλωστε στην τελευταία περίπτωση το αίτημα μπορούσε να υποβληθεί ενώπιον του εφετείου. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσίβλητη με τις έγγραφες προτάσεις που υπέβαλε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου εκθέτει ότι σε εκτέλεση της πρωτόδικης αποφάσεως που εξαφανίσθηκε με την προσβαλλομένη κατέβαλε στον ήδη αναιρεσείοντα το ποσό των 20.000 ευρώ, ζητεί δε να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της πρωτόδικης αποφάσεως. Το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο αφού, όπως ήδη έχει εκτεθεί, ενώπιον του Αρείου Πάγου τέτοιο αίτημα δεν μπορεί να υποβληθεί από τον αναιρεσίβλητο όταν απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως κατά της εφετειακής αποφάσεως που εξαφάνισε την εκτελεσθείσα πρωτόδικη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22-9-2014 αίτηση για αναίρεση της 2173/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και τις από 9-11-2015 και 10-11-2015 πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ του αναιρεσείοντος. Απορρίπτει το αίτημα της αναιρεσίβλητης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της πρωτόδικης αποφάσεως. Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 28 Ιουνίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: taxheaven.gr