Είναι ο προστατευτισμός και ο νεο-εθνικισμός εναλλακτικές λύσεις στο ελεύθερο διεθνές εμπόριο (ως συστατικό στοιχείο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας), όπως υποστηρίζεται τόσο από ακροδεξιά όσο και από ακροαριστερή σκοπιά;
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από τη διεθνοποίηση του τρόπου ζωής των ανθρώπων των δυτικών κοινωνιών, ανεξάρτητα από έθνος, φυλή, γλώσσα και θρησκεία μέσω της αποεθνικοποίησης των κοινωνικών προτύπων, η οποία διευκολύνθηκε από τη συνεχώς επιταχυνόμενη τεχνολογική πρόοδο. Αυτή επέτρεψε την αστραπιαία μετάδοση πληροφοριών και συνέβαλε στο σταδιακό ξεπέρασμα των εθνικών προκαταλήψεων, όχι μόνο λόγω του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού (κινηματογράφος, μόδα, μουσική, τηλεόραση), αλλά και λόγω του τουρισμού, του Διαδικτύου, των ενδοεταιρικών συναλλαγών, των διεθνών κινήσεων κεφαλαίων και του διεθνούς εμπορίου. Η παγκοσμιοποίηση ως διαδικασία ενοποίησης αγορών και παραγωγικών συντελεστών οδηγεί μέσω της αλληλεξάρτησης και αλληλοσύνδεσης των εθνικών οικονομιών στη διαμόρφωση μιας νέας παγκόσμιας τάξης.
Στη σύγχρονη εποχή, έχουμε απομακρυνθεί από ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο οι αγορές εθνικών κρατών είναι απομονωμένες από τις άλλες με εμπόδια δασμών, απόστασης, χρόνου και κουλτούρας, κατευθυνόμενοι προς ένα σύστημα όπου οι εθνικές αγορές συγχωνεύονται σε μια τεράστια παγκόσμια αγορά.
Κάθε χώρα έχει συμφέρον να εξάγει προϊόντα που παράγονται με χαμηλότερο συγκριτικά κόστος στο εσωτερικό και να εισάγει προϊόντα που παράγονται με χαμηλότερο κόστος στο εξωτερικό. Οι διαφορές κόστους οφείλονται στα διαφορετικά σχετικά πλεονεκτήματα κάθε χώρας λόγω κλίματος, εδάφους, φυσικών πόρων, τεχνολογίας, τεχνογνωσίας, ποσότητας και ποιότητας των χρησιμοποιούμενων συντελεστών παραγωγής και μεγέθους εσωτερικής αγοράς (οικονομίες κλίμακας).
Το ελεύθερο εμπόριο συντελεί στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία λόγω ορθολογικότερου καταμερισμού της εργασίας, επίτευξης οικονομιών κλίμακας και επακολούθως μείωσης των τιμών, μεγαλύτερου ανταγωνισμού σε ποιότητα και εξυπηρέτηση, συμβάλλοντας τελικά στην ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των χωρών μέσω της καθιέρωσης μιας σειράς διεθνώς συμφωνημένων κανόνων, που αποσκοπούν στη δημιουργία ενός συστήματος ελευθέρων συναλλαγών χωρίς προστατευτικούς φραγμούς.
Η απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου επιταχύνθηκε από τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (1947), που μετεξελίχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου – ΠΟΕ (1995). Σύμφωνα με αυτόν, οι χώρες υποχρεώθηκαν να ανοίξουν τις αγορές τους, καταργώντας τις διακρίσεις μεταξύ εγχωρίων και ξένων προϊόντων, δεσμεύτηκαν από τους κανόνες του πολυμερούς συστήματος εμπορίου και υποχρεώθηκαν να σέβονται τις αποφάσεις της διαιτησίας. Μετά 15 έτη διαπραγματεύσεων η Κίνα έγινε, το 2001, μέλος του ΠΟΕ. Η απόφαση εξυπηρέτησε τις ανάγκες των πολυεθνικών επιχειρήσεων που στόχευσαν στην παραγωγή προϊόντων με υποπολλαπλάσιο κόστος για τις ανάγκες όχι μόνο της τεράστιας κινεζικής, αλλά και της διεθνούς αγοράς. Βέβαια η αγνόηση των ανθρωπίνων και εργατικών δικαιωμάτων στην Κίνα, στην οποία η δημοκρατία και οι εργατικές διεκδικήσεις περιορίζονται στο πλαίσιο ενός μοναδικού κόμματος, δημιούργησε προβλήματα ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στις δυτικές χώρες με συνεπαγόμενα προβλήματα την επιδείνωση των εμπορικών τους ισοζυγίων, αλλά και τη σταδιακή περιστολή πολλών εργασιακών παροχών που τους εξασφάλιζαν την κοινωνική ειρήνη. Η συσσώρευση δολαρίων στην Κίνα δημιούργησε στη συνέχεια, μέσω του δανεισμού τους, προβλήματα υπερχρέωσης των ΗΠΑ.
Ο απομονωτισμός των οικονομιών δεν μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση στην παγκοσμιοποίηση, δεδομένου ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η παγκόσμια οικονομία θα στερηθεί τα θετικά αποτελέσματα του διεθνούς εμπορίου (αριστοποίηση της κατανομής των παραγωγικών μέσων και αποφυγή διασπάθισής τους για την παραγωγή προϊόντων που τους λείπει το συγκριτικό πλεονέκτημα), ενώ παράλληλα οι όποιες ωφέλειες των εγχώριων παραγωγών δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις απώλειες των καταναλωτών (λόγω υψηλότερων τιμών).
Ανεξάρτητα από τις σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με τις δυνατότητες εξαγωγής της δημοκρατίας και τις αποκρυπτόμενες στρατηγικές ελέγχου των ενεργειακών πηγών κυρίως από τις ΗΠΑ, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ουτοπία αντιστροφής της περαιτέρω εξέλιξης της παγκοσμιοποίησης.
Οι αδυναμίες του διεθνούς εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης, όμως, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε συμπεράσματα περιορισμού τους και στην οπισθοδρόμηση ενός νεο-εθνικιστικού προστατευτισμού, ως παραλλαγή του δόγματος Μονρόε, αλλά να μας υποδείξουν την επείγουσα αναγκαιότητα αποτελεσματικότερου ελέγχου τους μέσω ενός νέου, διεθνώς αποδεκτού ρυθμιστικού πλαισίου, ιδίως σε θέματα που αφορούν τις εμπορικές σχέσεις με τον αναπτυσσόμενο κόσμο, τους όρους εργασίας και τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων, τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οπως τόνισε ο πρόεδρος Ομπάμα στην ιστορική ομιλία του στην Αθήνα, «…οι σημαντικότερες ελπίδες για την ανθρώπινη πρόοδο παραμένουν οι ανοικτές αγορές σε συνδυασμό με τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα».
* Ο δρ Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος είναι τ. καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων Πανεπιστημίου Αιγαίου.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ