Εννέα στις 10 υποθέσεις για διαφθορά στο σύστημα υγείας καταλήγουν σε απαλλαγή των κατηγορουμένων/υπόπτων είτε στα δικαστήρια είτε στα δικαστικά συμβούλια. Το θέμα έχει απασχολήσει τις τρεις τελευταίες ηγεσίες του υπουργείου Υγείας. Ο αναπλ. υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης απλώς το διατύπωσε και δημόσια. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» και τα δύο πορίσματα του ΣΕΥΠ τόσο για το συνέδριο του ΙΣΠΟΡ στο Βερολίνο το 2012, όσο και για πληρωμές σε λογαριασμούς φαρμακοποιού, αλλά και γιατρού του νοσοκομείου «Θεαγένειο» της Θεσσαλονίκης, κατέληξαν σε απαλλαγή. Μάλιστα το δικαστικό συμβούλιο απάλλαξε τον γιατρό τον Οκτώβριο του 2016.
Το 2012 οι επιθεωρήτριες Αν. Αργυρίου και Ελ. Κατιρτζή, του ΣΕΥΥΠ Μακεδονίας – Θράκης, συνέταξαν πορισματική έκθεση για «διερεύνηση δωροληψίας νοσοκομειακής φαρμακοποιού ΕΣΥ του ΑΝΘ Θεαγένειο». Στο πόρισμα (που έχει στην κατοχή της η «Κ») καταγράφονται πληρωμές από διάφορες εταιρείες στη φαρμακοποιό του νοσοκομείου με τρεις από τις οποίες η δημόσια λειτουργός είχε και… σύμβαση (σ.σ. προφανώς για να καλύπτονται στην εσωτερική κανονιστική τους συμμόρφωση, compliance).
Μεταξύ των εταιρειών αυτών ήταν και η Novartis, στέλεχος της οποίας, από το Business Unit των ογκολογικών φαρμάκων που είχε μετατεθεί στο Λονδίνο, κατέθεσε ότι η διευθύντρια του νοσοκομείου παρείχε «συμβουλευτικές υπηρεσίες» στην ελβετική εταιρεία. Μάλιστα κατέθεσε ότι «οι συμβουλευτικές υπηρεσίες παρέχονταν απευθείας» στη μητρική εταιρεία. Σε μια άλλη περίπτωση, της Sanofi Aventis, ιατρικός επισκέπτης της οποίας διέθετε κοινό λογαριασμό με τη φαρμακοποιό, η εγκαλούμενη φέρεται να έχει αυξήσει την ποσότητα παραγγελιών, από 690.000 ευρώ το 2002, σε 1,96 εκατ. τον επόμενο χρόνο. Παρ’ όλα αυτά η φαρμακοποιός απηλλάγη, διότι θεωρήθηκε, όπως και ο ογκολόγος συνάδελφός της, ότι δεν είχε δόλο.
Τιμολόγηση
Στην αρχή της εποχής των μνημονίων η τρόικα σε συμφωνία με την τότε ηγεσία του υπουργείου Υγείας είχε αποφασίσει να μην τιμολογούνται τα λεγόμενα ακριβά φάρμακα, καθώς «πίεζαν» προς τα πάνω τις τιμές των φαρμάκων. Επειτα ήρθε το καλοκαίρι του 2011 οπότε εντάχθηκαν στο δελτίο τιμών ελάχιστα καινοτόμα φάρμακα.
Μεταξύ τους και το Gilenya της Novartis, ένα πρωτοπόρο φάρμακο για τη σκλήρυνση κατά πλάκας, που στοίχιζε νοσοκομειακή τιμή 1.679,10 ευρώ και χονδρική 1.930 ευρώ. Σε αυτό δεν υπήρχε τίποτα περίεργο – παρόλο που βγήκε συμπληρωματικό ΦΕΚ για την τιμή στις 14 Αυγούστου.
Δύο χρόνια αργότερα, μια αμερικανική ανταγωνίστρια εταιρεία παρασκεύασε ένα παρόμοιο φάρμακο, το Teqfidera, που εγκρίθηκε από τον ευρωπαϊκό οργανισμό φαρμάκου τον Ιανουάριο του 2014. Ενάμιση χρόνο αργότερα, το φάρμακο εντάχθηκε στη θετική λίστα ως ανταγωνιστής του Gilenya, ήταν φθηνότερο και με λιγότερες παρενέργειες, αλλά παράγοντες κοντά στη διαδικασία λένε ότι ένα μέρος της καθυστέρησης οφείλεται στο ότι αρχικά η ηγεσία του υπουργείου Υγείας προσπαθούσε –επί Ν.Δ.– να εξασφαλίσει καλύτερες τιμές.
Αργότερα το 2015, όταν το σκεύασμα περιελήφθη στο σχέδιο της θετικής λίστας, εκ παραδρομής δεν μπήκε αρχικά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ), με αποτέλεσμα να μην περιλαμβάνεται στη λίστα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Για να μπει, έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι συγγενικό πρόσωπο ανώτερου κυβερνητικού στελέχους χρειαζόταν άλλο φάρμακο της ίδιας εταιρείας, το Imnovid, στο οποίο επίσης δεν είχαν πρόσβαση όλοι οι ασθενείς. Η ανάγκη να μπει αυτό το δεύτερο σκεύασμα στη λίστα «έσπρωξε» και το Teqfidera. Οι συνθήκες της τιμολόγησης των νέων καινοτόμων φαρμάκων είναι στο φάσμα της έρευνας των αμερικανικών αρχών για την υπόθεση Novartis.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ