Το έγγραφο βασισμένο σε πληροφορίες και σε εκτιμήσεις εξέφραζε ανησυχίες για τυχόν επεισόδια και συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ενώ δεν απέκλειαν και επέμβαση του κατοχικού στρατού. Όλα αυτά, βεβαίως, δεν επιβεβαιώθηκαν στην πορεία.
Ενδιαφέρον έχει και οι συζητήσεις που έγιναν για το διαχωρισμό των πληθυσμών και την επιβολή της διχοτόμησης. Το έγγραφο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών αποχαρακτηρίστηκε πρόσφατα, μαζί με πλειάδα άλλων.
Στο έγγραφο της CIA αναφέρεται ότι στήθηκε, τον Ιανουάριο του 1975, αερογέφυρα για τη μεταφορά Τουρκοκυπρίων από τη βρετανική βάση (τίτλος εγγράφου: Διακοινοτικές συγκρούσεις και της περαιτέρω παρέμβασης της Τουρκίας στην Κύπρο). Μας ανησυχεί, αναφέρεται, ότι η οργισμένη αντίδραση των Ελλήνων Κυπρίων στην μεταφορά των Τ/κ, θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες διακοινοτικές μάχες και πιθανόν να προκαλέσει μια βίαιη αντίδραση από τις τουρκικές δυνάμεις στην Κύπρο.
Στο ίδιο έγγραφο, επισημαίνεται πως υπήρξαν διαδηλώσεις Ελληνοκυπρίων κατά της ενέργειας των Βρετανών να μεταφέρουν τους Τουρκοκύπριους, που κατοικούσαν στα χωριά της Λεμεσού στις περιοχές που είχαν καταλάβει οι τουρκικές κατοχικές δυνάμεις τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974. Οι πρώτες διαδηλώσεις έγιναν στην πόλη της Λεμεσού, στη συνέχεια μεταφέρθηκαν και στις βάσεις.
Σύμφωνα με το έγγραφο, Έλληνες Κύπριοι διαδηλωτές έσπασαν την περίμετρο του Ακρωτηρίου (στρατιωτική βάση) . Όπως αναφέρεται, οι Έλληνες Κύπριοι διαδηλωτές κατάφεραν να μπλοκάρουν τον δρόμο που οι (Τ/Κ) «πρόσφυγες» θα έπρεπε να ταξιδέψουν για να φτάσουν στο σημείο επιβίβασης για την αερογέφυρα που είχε στηθεί για να μεταφερθούν στην τουρκική ενδοχώρα (και από εκεί στα κατεχόμενα).
Οι διαδηλωτές, όπως αναφέρεται, συγκρούστηκαν με τα βρετανικά στρατεύματα που χρησιμοποιούσαν μάνικες με νερό και δακρυγόνα, «σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τον όχλο». Ένας Έλληνας Κύπριος σκοτώθηκε όταν χτυπήθηκε από τεθωρακισμένο όχημα (αναφέρεται στον Πανίκο Δημητρίου, τον 17χρονο μαθητή του Λανιτείου Γυμνασίου Λεμεσού). Μέχρι στιγμής, όπως αναφέρεται στο έγγραφο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, «δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι Έλληνες Κύπριοι θα στρέψουν την οργή τους στις περίπου 12.000 Τουρκοκύπριους που εξακολουθούν να ζουν σε περιοχές του νησιού που ελέγχονται από τους Έλληνες».
Αυτό που προκύπτει από το έγγραφο-μήνυμα της CIA είναι η ανησυχία που υπήρχε κατά πόσο οι αντιδράσεις που υπήρχαν από τους Ελληνοκύπριους για αποτροπή της επιχείρησης που στήθηκε με την αερογέφυρα θα αυξάνονταν και θα οδηγούσε σε συγκρούσεις μεταξύ Ε/Κ και Τ/Κ σε διάφορες άλλες περιοχές. Το ενδιαφέρον είναι πως εκφραζόταν μια εκτίμηση πως θα μπορούσαν τουρκικά στρατεύματα («μερικά από τις 34.000 στρατού», που υπήρχαν ήδη στα κατεχόμενα) να σταλούν στην περιοχή για να προστατεύσουν τη διαδικασία εκκένωσης του τουρκοκυπριακού πληθυσμού.
Όπως σημειώνεται δεν έχει εντοπιστεί σημαντικός στόλος της Τουρκίας στην περιοχή. Κατά την εκτίμηση της αμερικανικής υπηρεσίας είναι ότι, ενώ διαδηλώσεις θα συνεχίζονταν αλλά δεν θα είναι επαρκούς κλίμακας για να σταματήσουν.
Αναφέρεται πως και «οι δύο κυπριακές κοινότητες είναι καλά οπλισμένες, αν και η ελληνοκυπριακή Εθνική Φρουρά κατά πάσα πιθανότητα θα αναπτυχθεί σε μια προσπάθεια να αποτρέψει σοβαρά περιστατικά». Αναφέρεται επίσης επιγραμματικά πως Κληρίδης και Ντενκτάς συναντήθηκαν εκείνη την ημέρα στα πλαίσια των συζητήσεων για το Κυπριακό πρόβλημα.
Οι Βρετανοί σκότωσαν τον Πανίκο Δημητρίου
Ο Πανίκος Δημητρίου γεννήθηκε στην Αμμόχωστο στις 10 Φεβρουαρίου 1957. Οι γονείς του Γιώργος και Κωνσταντία Δημητρίου κατοικούσαν, πριν από την τουρκική εισβολή και κατοχή, στον τον Άγιο Μέμνονα Αμμοχώστου. Ο Πανίκος ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας και είχε άλλα 4 αδέλφια. Το σπίτι που πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του και τα πρώτα μαθητικά του χρόνια ήταν στην οδό Εσπερίδων 193 στον Άγιο Μέμνονα.
Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο της ενορίας του με άριστα και μετά φοίτησε για 5 χρόνια στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων Αμμοχώστου, στο πρακτικό τμήμα, γιατί το όνειρό του ήταν να σπουδάσει αρχιτέκτονας. Ήταν ένα ήσυχο παιδί που δεν δημιουργούσε ποτέ προβλήματα στην οικογένειά του και στο σχολείο του. Μόνη του έγνοια ήταν να είναι καλός μαθητής και να γίνει ένας έντιμος πολίτης και ένας καλός επιστήμονας. Σε ειρηνική διαδήλωση των μαθητών της Λεμεσού, ένα άρμα των Άγγλων τον παρέσυρε θανάσιμα. Μάλιστα ο χειριστής του άρματος μετά που τον είχε κτυπήσει και τον παρέσυρε, έκανε και όπισθεν, κτυπώντας τον εκ νέου.
Ο Ντενκτάς με τη συνοδεία Τούρκου αξιωματικού επισκέφτηκε τις βάσεις
Ο δημοσιογράφος Φίλιππος Στυλιανού έγραψε, στον B τόμο της ιστορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, που εξέδωσε ο «Φ», ότι η τουρκική πλευρά φαινόταν αποφασισμένη να προχωρήσει χωρίς χρονοτριβή στην εφαρμογή των χωριστικών της σχεδίων πάνω σε γεωγραφική και πληθυσμιακή βάση. Είχε ήδη αρχίσει να χρησιμοποιεί τον όρο ‘διζωνική’ και με αυτή την άμεση προοπτική ασκούσε από τη μια αφόρητες πιέσεις στους Ελληνοκύπριους εγκλωβισμένους να φύγουν προς νότο κι από την άλλη χαλούσε τον κόσμο για να μην παρεμποδίζονται οι Τουρκοκύπριοι να μετακινηθούν από τα ελεύθερα στα κατεχόμενα πλέον εδάφη. Όσον αφορά τους τελευταίους, η πραγματικότητα είναι ότι η συντριπτική τους πλειοψηφία τελούσε υπό συνεχείς απειλές και εκβιασμούς της Ντενκτασικής ηγεσίας να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να συγκεντρωθεί όλος ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός στον κατεχόμενο βορρά.
Η ίδια τρομοκρατική τακτική εφαρμοζόταν και για τις χιλιάδες των Τουρκοκυπρίων που είχαν καταφύγει για ασφάλεια, είτε από μόνοι τους είτε βάσει οργανωμένου σχεδίου, στη Βρετανική Βάση Ακρωτηρίου/Επισκοπής. Με το πέρασμα του χρόνου και ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του Μακαρίου, πολλοί από αυτούς ζητούσαν να επιστρέψουν στα χωριά και τα σπίτια τους στη Λεμεσό και την Πάφο, αλλά δεν τους επιτρεπόταν να βγουν από τις Βάσεις.
Εκτός από τους ανθρώπους του Ντενκτάς και της ΤΜΤ που δεν έλειπαν από εκεί, η Άγκυρα –όπως και ο ίδιος ο Ντενκτάς– ζητούσε επιτακτικά από τη Βρετανική κυβέρνηση να επιτρέψει τη μεταφορά των Τουρκοκυπρίων από τις Βάσεις στην Τουρκία. Από εκεί βέβαια θα μεταφέρονταν στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου για να καταλάβουν τα σπίτια των Ελληνοκυπρίων προσφύγων.
Τους καταυλισμούς τους στο Χάππι Βάλλεϊ και το Παραμάλι επισκέφθηκε ο ίδιος ο Ντενκτάς, και μάλιστα με τη συνοδεία Τούρκου αξιωματικού των στρατευμάτων εισβολής. Οι συνθήκες πραγματοποίησης της επίσκεψης παραμένουν αδιευκρίνιστες. Όταν ο Πρόεδρος Μακάριος δοκίμασε να επισκεφθεί κι εκείνος –οδικώς– τους προσφυγοποιημένους Τουρκοκύπριους στο Ακρωτήρι, τα εξτρεμιστικά στοιχεία ανάμεσά τους οργάνωσαν βίαιες διαδηλώσεις εναντίον της επίσκεψης, αναγκάζοντάς τον να γυρίσει πίσω.
…Σε συνάντηση των υπουργών εξωτερικών του ΝΑΤΟ τον Δεκέμβριο του 1974, ο Κίσσιγκερ παρότρυνε τον Βρετανό ομόλογό του Τζέημς Κάλλαχαν να στείλει τους Τουρκοκύπριους «πρόσφυγες» από το Ακρωτήρι στην Τουρκία, με το επιχείρημα ότι αυτό θα ωθούσε την τελευταία σε αντισταθμιστικές παραχωρήσεις, βοηθώντας έτσι τον ίδιο να αντικρούσει τις προσπάθειες στο Αμερικανικό Κογκρέσο για επιβολή εμπάργκο όπλων στην Άγκυρα εξαιτίας της εισβολής στην Κύπρο.
«Κι αυτό παρά το γεγονός ότι πολλοί (Τουρκοκύπριοι) είχαν εκφράσει σαφώς την προτίμηση να μείνουν στις πατρογονικές τους εστίες», παρατηρεί ο Χίτσενς.
Τελικά, η απόφαση για εκκένωση της Βάσης από τους Τουρκοκύπριους κοινοποιήθηκε στις 14 Ιανουαρίου και άρχισε να εφαρμόζεται κιόλας την επομένη με μια μαζική αεροπορική επιχείρηση. Σύμφωνα με τον Τούρκο δημοσιογράφο Αλί Μπιράντ, που τον έκαναν γνωστό τα βιβλία του για την τουρκική εισβολή, την απόφαση μετέφερε στην Άγκυρα ο εκεί Βρετανός πρέσβης Φίλιπ Χόρας με αυτά τα λόγια: «Αύριο αφήνονται ελεύθεροι οι 8.000 Τουρκοκύπριοι που βρίσκονται στις αγγλικές βάσεις. Θα μεταφερθούν με αερογέφυρα στην Τουρκία και από εκεί θα τους πάτε όπου θέλετε».
Γράφει: Κώστας Βενιζέλος