Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, σε σχετική ανάλυσή του ο κ. Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος, επιστημονικός σύμβουλος της εταιρείας πιστοποιημένων εκτιμητών Solum Property Solutions και τέως πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Εκτιμητικής (ΕΛΙΕ), προσθέτοντας ότι «η υπερφορολόγηση με άμεσους και έμμεσους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, έρχεται να βάλει το κερασάκι στην τούρτα». Σε κάθε περίπτωση, οι αξίες των κατοικιών, οι οποίες έχουν υποχωρήσει κατά 43,5% στην Αθήνα και κατά 45% στη Θεσσαλονίκη από το 2008 έως το τρίτο τρίμηνο του 2016, δύσκολα θα ανακάμψουν φέτος.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον κ. Χαραλαμπόπουλο, σε περιπτώσεις παλιών, απαξιωμένων κατοικιών σε υποβαθμισμένες περιοχές, κυρίως στο κέντρο της Αθήνας, οι αξίες έχουν μειωθεί σε ποσοστό που αγγίζει ακόμα και το 70%. «Σε περιοχές-γκέτο της Αθήνας έχουμε καταγράψει διαμερίσματα, τα οποία πωλούνται ακόμα και με 4.000 ευρώ, ενώ ακόμα και σπίτια που βρίσκονται σε εξαιρετική κατάσταση, ηλικίας 30-40 ετών, πωλούνται προς 10.000-20.000 ευρώ», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
«Ελλείψει αγοραστών, με τους ξένους να απέχουν από την αγορά εξοχικών, με τις επιχειρήσεις να φυτοζωούν και να μην προχωρούν σε μισθώσεις νέων κτιρίων και με το εμπόριο να πνέει τα λοίσθια, θεωρείται δεδομένο ότι θα έχουμε μία ακόμα χαμένη χρονιά», τονίζει ο κ. Χαραλαμπόπουλος, τη στιγμή που, όπως υπενθυμίζει, η ανάκαμψη αναμένεται ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του 2015, χωρίς μέχρι σήμερα να έχουν επιβεβαιωθεί οι σχετικές προβλέψεις. Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν τα παγιωμένα προβλήματα της οικονομίας που πλήττουν την ζήτηση ακινήτων, δηλαδή η έλλειψη ρευστότητας, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, η αβεβαιότητα για την οικονομία και τα εισοδήματα των νοικοκυριών, η υψηλή ανεργία, το μεγάλο απόθεμα απούλητων κατοικιών και τα σενάρια για μαζικό ξεπούλημα των κατοικιών που συνδέονται με «κόκκινα» δάνεια. «Το πλαίσιο που δημιουργούν οι παραπάνω παράγοντες είναι ασφυκτικό και απαγορευτικό για οποιαδήποτε σκέψη ανάκαμψης της αγοράς το 2017», σημειώνει ο κ. Χαραλαμπόπουλος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η απαξίωση της ακίνητης περιουσίας από το 2008 και μετά έχει δημιουργήσει ένα σκηνικό πλήρους στρέβλωσης. Από τη μια πλευρά, οι δανειολήπτες έχουν μια περιουσία που δεν αξίζει ούτε το μισό απ’ ό,τι όταν την απέκτησαν και από την άλλη, πληρώνουν δάνειο αλλά και φόρους, με βάση τις εξωπραγματικές τιμές στις οποίες αγόρασαν τα ακίνητα αυτά πριν από μερικά χρόνια. Εν μέσω αυτής της κατάστασης, τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά ξεπερνούν σε αξία τα 40 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 42% του συνόλου του χαρτοφυλακίου των στεγαστικών δανείων. Το 2008, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν λίγο πάνω από το 8%.
Ενα ακόμα μείζον πρόβλημα αφορά την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών. «Μέχρι τώρα είμαστε σε αναμονή νέων τιμών, αλλά και ενός νέου συστήματος που θα εφαρμόσει η πολιτεία για τη φορολογία της ακίνητης περιουσίας. Ομως, εν όψει της επίτευξης εισπρακτικών στόχων, είναι σαφές ότι ακόμα κι αν μειωθούν οι αντικειμενικές τιμές, θα υπάρξει ανάλογη αύξηση των φορολογικών συντελεστών, προκειμένου να επιτευχθεί αντίστοιχο δημοσιονομικό αποτέλεσμα». Επομένως, οι ιδιοκτήτες θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται με υπέρογκα φορολογικά βάρη, που ουσιαστικά λειτουργούν αποτρεπτικά για την αύξηση των αγοραπωλησιών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ