Αραγε απειλείται η κ. Μέρκελ; Το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) άρχισε την προεκλογική εκστρατεία για τις ομοσπονδιακές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου με μία έκπληξη. Ο ηγέτης του κόμματος, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, αποφάσισε να παραχωρήσει στον Μάρτιν Σουλτς, πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τη θέση του υποψήφιου καγκελαρίου. Θα καταφέρει ο κ. Σουλτς να κάνει τη διαφορά; Πιθανότατα όχι ιδιαίτερα. Είναι λίγο πιο δημοφιλής από τον κ. Γκάμπριελ, ωστόσο η Κεντροδεξιά των Χριστιανοδημοκρατών (CDU)/Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) της κ. Μέρκελ συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις ποσοστό 37% έναντι 21% των Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Αν παραμείνει πρώτο κόμμα το CDU/CSU, όπως είναι πολύ πιθανό, η μόνη ελπίδα που θα είχε ο κ. Σουλτς για να γίνει καγκελάριος θα ήταν να σχηματίσει συνασπισμό με άλλα κόμματα, τα οποία θα πρέπει να έχουν λάβει αθροιστικά περίπου το 48% των ψήφων. Προς το παρόν, Σοσιαλδημοκράτες, το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) και οι Πράσινοι συγκεντρώνουν στις δημοσκοπήσεις περίπου 40%.
Φυσικά, απομένουν οκτώ μήνες ώς τις εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις μπορεί να πέφτουν έξω. Ωστόσο, τα βασικά ζητήματα που κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο –εσωτερική ασφάλεια, μετανάστευση, εξωτερική πολιτική και οι απειλές που σχετίζονται με τους κυρίους Τραμπ και Πούτιν, το μέλλον της Ευρώπης– δεν ευνοούν την Κεντροαριστερά. Συνήθως το SPD έχει ανάγκη από θέματα όπως η ανακατανομή εισοδήματος και το κράτος πρόνοιας προκειμένου να κυριαρχήσει στον δημόσιο διάλογο και να κερδίσει ψήφους. Το να στοιχηματίσει κανείς πως η συνδυασμένη Κεντροαριστερά (SPD και Πράσινοι) και άκρα Αριστερά (Die Linke) θα καταφέρει να κερδίσει 8% επιπλέον ώς τις εκλογές είναι παρακινδυνευμένο, για να το θέσουμε ευγενικά.
Ποια θα ήταν, όμως, η διαφορά εάν κέρδιζε ο κ. Σουλτς τις εκλογές, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη; Σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής θα υπήρχε μικρή διαφορά. Το SPD ως κυβερνητικός εταίρος της κ. Μέρκελ έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική οικονομική ατζέντα (κατώτατος μισθός, συνταξιοδότηση στα 63 για ορισμένες κατηγορίες κτλ.). Συνεπώς οι διαφορές θα ήταν μικρές. Σε εθνικά ζητήματα ζωτικής σημασίας –την Ε.Ε., το ευρώ και το ΝΑΤΟ– ο κ. Σουλτς υποστηρίζει θερμά την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ και δεν τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για τον κ. Πούτιν. Ακόμη και στη δημοσιονομική πολιτική μια κυβέρνηση υπό το SPD πιθανότατα δεν θα τολμούσε να επιφέρει μεγάλη αλλαγή από την πολιτική του κ. Σόιμπλε διότι θα βρισκόταν αμέσως αντιμέτωπο με λαϊκή αντίδραση. Ούτως ή άλλως, οι σημαντικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ του κ. Σουλτς και της άκρας Αριστεράς (Die Linke) σε θέματα όπως της Ευρώπης και της Ρωσίας καθιστούν δύσκολη τη μετεκλογική συνεργασία SPD-Die Linke και Πρασίνων. Θα μπορούσε να υπάρξει υποστήριξη από το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD); Δεν έχει εξασθενίσει την κ. Μέρκελ η άνοδος αυτού του ελεεινού κόμματος; Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Η υποστήριξη προς την Κεντροδεξιά είναι μικρότερη απ’ ό,τι ήταν προτού αρχίσει η μεταναστευτική κρίση στα μέσα του 2015. Ωστόσο η μετακίνηση ορισμένων ψηφοφόρων από την Κεντροδεξιά προς την άκρα Δεξιά δεν φέρνει πιο κοντά στην εξουσία την Κεντροαριστερά. Ενας υποθετικός συνασπισμός Κεντροαριστεράς και άκρας Αριστεράς απέχει σήμερα πιο πολύ από την εξουσία απ’ ό,τι προηγουμένως, διότι το AfD έχει αποσπάσει ορισμένες ψήφους και από τους Σοσιαλδημοκράτες. Το ενδεχόμενο συνασπισμού της Κεντροαριστεράς με την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) θεωρείται απίθανο.
Το πιθανότερο αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών είναι πως θα παραμείνει στην εξουσία η κ. Μέρκελ και ότι θα σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού είτε με το SPD ή με τους Πράσινους ή με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες (FDP).
* Ο αρθρογράφος είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ