Σε «βαρίδι» για την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, και εν μέρει και της οικονομίας, αναδεικνύεται η υψηλή φορολογία. Μετά τις συνεχείς αυξήσεις της φορολογίας κατοχής ακινήτων τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα φιγουράρει ως μια από τις χώρες με την υψηλότερη φορολόγηση ως ποσοστού επί του ΑΕΠ, καθώς με βάση σχετικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2015, βρίσκεται πίσω μόνο από τη Γαλλία και τη Μεγ. Βρετανία. Συγκεκριμένα, οι ιδιοκτήτες καλούνται να πληρώσουν φόρους που ξεπερνούν το 2,5% του ΑΕΠ, όταν στη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά το 0,5%, ενώ πολύ χαμηλότερη φορολόγηση απολαμβάνουν, μεταξύ άλλων, οι πολίτες γειτονικών χωρών, όπως η Ιταλία, η Κύπρος, η Βουλγαρία και η Τουρκία.
Οπως αναφέρει η Alpha Bank στο τελευταίο εβδομαδιαίο δελτίο της, ο ΕΝΦΙΑ εξακολουθεί να λειτουργεί αποτρεπτικά για την αγορά ακινήτων, όπου οι συναλλαγές έχουν σχεδόν καταρρεύσει, αλλά και για την ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας στη χώρα. «Αποτελεί δε σημαντικό εμπόδιο για την αύξηση των τιμών των κατοικιών, παράλληλα με την αναμενόμενη ανάκαμψη του ΑΕΠ», τονίζουν οι αναλυτές της τράπεζας. Από την άλλη πλευρά, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι παρά τη σημαντική επιβάρυνση που έχουν υποστεί τα νοικοκυριά μέσω του ΕΝΦΙΑ, ο φόρος εξακολουθεί να αποδίδει, καθώς τα έσοδα από την περιουσία σημείωσαν αύξηση για πέμπτο διαδοχικό έτος από το 2011 που ο φόρος εισήχθη για πρώτη φορά.
Το ζήτημα όμως πλέον δεν είναι η απόδοση του φόρου, αλλά η εντεινόμενη αναντιστοιχία του σε σχέση με τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών. Στα χρόνια που προηγήθηκαν του 2010, η παραδοσιακά μικρή φορολογική επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας οδήγησε στη χρήση των ακινήτων ως μέσου αποθεματοποίησης του πλούτου. Εκτοτε, αφενός μεν η φορολογία των ακινήτων εκτινάχθηκε από τα 500 εκατ. ευρώ ετησίως σε σχεδόν 4 δισ. ευρώ το 2016, ενώ κατά την ίδια περίοδο καταγράφηκε σημαντική πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος και αύξηση της μακροχρόνιας ανεργίας. Eτσι έχει προκύψει «μια διεύρυνση της απόκλισης ανάμεσα στη φορολογική επιβάρυνση και τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών», καταλήγει η Alpha Bank, τονίζοντας και τη συνεχή αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, οι οποίες ανήλθαν σε 94,4 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο του 2016, έναντι 87,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2015.
Ανάλογη τοποθέτηση για την ανάγκη μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης στην αγορά ακινήτων πραγματοποίησε και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην πρόσφατη ενδιάμεση έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική. Σε αυτήν επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι «η ανάκαμψη της ελληνικής αγοράς ακινήτων προϋποθέτει, εκτός από την οριστική σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος, και διαρθρωτικές ενέργειες – πρωτίστως στον τομέα της φορολόγησης, ωστέ να αναδειχθούν και να γίνουν πραγματικά ελκυστικές οι επενδυτικές ευκαιρίες που προσφέρει η χώρα». Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι παγιωμένες αγκυλώσεις της γραφειοκρατίας και η πολυπλοκότητα των διαδικασιών, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα στην οικονομία, αλλά και η συνεχής περαιτέρω φορολογική επιβάρυνση στα ακίνητα, είτε αυτή αφορά το εισόδημα είτε το κεφάλαιο είτε τις άμεσες ή έμμεσες επενδύσεις, αναστέλλουν το επενδυτικό ενδιαφέρον, με άμεσο αντίκτυπο στην αγορά και στο σύνολο της οικονομίας.
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινούνται επί σειρά ετών και φορείς του κλάδου των ακινήτων. Στο πρόσφατο ετήσιο πανελλαδικό συνέδριο της ΠΟΜΙΔΑ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων) επισημάνθηκε η ανάγκη μείωσης του συνολικού βάρους του ΕΝΦΙΑ και η διεύρυνση της φορολογικής του βάσης. Oπως ανέφερε ο επικεφαλής της ΠΟΜΙΔΑ, Στρ. Παραδιάς, οι ιδιοκτήτες ακινήτων αναγκάζονται να πληρώσουν κάθε χρόνο τεράστια ποσά φόρου, τα οποία μάλιστα αυξάνονται κάθε χρόνο, με αποκορύφωμα την επαπειλούμενη μετατροπή του ΕΝΦΙΑ σε Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), ο οποίος, αν εφαρμοστεί, θα διπλασιάσει μεσοσταθμικά τα υφιστάμενη φορολογικά βάρη των ιδιοκτητών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ