Επειτα από μια διαδικασία οκτώ μηνών, με διμερείς συναντήσεις (στο Παρίσι με τους Γάλλους ομολόγους τους και στην Αθήνα με τους Εσθονούς), τα μέλη της ελληνικής ομάδας προβληματισμού για το μέλλον της Ε.Ε. είχαν την περασμένη εβδομάδα την τελευταία τους συνάντηση. Πρόκειται για πολιτικούς, αναλυτές, δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς και επιχειρηματίες που συμμετέχουν στο «Νέο Σύμφωνο για την Ευρώπη», ένα πανευρωπαϊκό εγχείρημα με τη συμμετοχή δέκα χωρών και τελικό στόχο τη σύνταξη μιας κοινής πρότασης για την αναμόρφωση του τρόπου λειτουργίας της Ενωσης.
Με βάση τη συζήτηση της περασμένης Τρίτης, οι δύο εισηγητές της ελληνικής ομάδας, ο Γιώργος Παγουλάτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και η ερευνήτρια του ΕΛΙΑΜΕΠ Ελένη Παναγιωταρέα, θα διαμορφώσουν την ελληνική έκθεση. Η έκθεση, μαζί με αυτές των εννιά άλλων εθνικών ομάδων προβληματισμού, θα αποτελέσει την πρώτη ύλη για την κοινή τελική πρόταση, που θα παρουσιαστεί σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους των Βρυξελλών και όχι μόνο.
Στη συζήτηση της Τρίτης δόθηκε μεγάλη έμφαση στο ζήτημα της «Ευρώπης πολλών ταχυτήτων» και της στάσης που πρέπει να τηρήσει η ελληνική ομάδα απέναντί της. Αποφασίστηκε η στήριξη της πρωτοβουλίας, υπό τον όρο η πρώτη ταχύτητα να είναι ανοιχτή σε όλα τα κράτη-μέλη, με βάση σαφή κριτήρια καθορισμένα από όλους. Τονίστηκε επίσης ότι οποιαδήποτε εμβάθυνση της ενοποίησης της Ευρωζώνης θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα μέλη της.
Εξ ονόματος ποιου, όμως, θα καταθέσει την έκθεσή της η ελληνική ομάδα, σε μια περίοδο που διογκώνεται το κύμα κατά της παραμονής της χώρας στο ευρώ στην κοινή γνώμη; «Τα μέλη της ομάδας προβληματισμού μετέχουν ως πρόσωπα και όχι ως εκπρόσωποι συλλογικών φορέων» σημειώνει στην «Κ» ο κ. Παγουλάτος. «Ομως, η σύνθεση της ομάδας αποσκοπεί στο να αποτυπώσει και να συνθέσει ένα ευρύ φάσμα στάσεων και αντιλήψεων για την Ευρώπη. Και οπωσδήποτε η τελική έκθεση που θα κατατεθεί θα επιδιώξει να συμπεριλάβει τις ανησυχίες της ελληνικής κοινής γνώμης για την πορεία της Ευρώπης και την ανασφάλεια και αγωνία που αναδεικνύει μια κοινωνία έπειτα από επτά χρόνια δραματικής οικονομικής κρίσης».
Ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης, αντιδήμαρχος Αθηναίων και μέλος της ομάδας προβληματισμού, τονίζει στην «Κ» ότι η ελληνική έκθεση «πρέπει να αντανακλά την ελληνική πραγματικότητα και όχι απλώς την άποψη της πλειοψηφίας των μελών της. Διαφορετικά, ίσως ενισχύσει την άποψη ότι υπάρχει κάποια ελίτ, η οποία δεν ακούει αυτούς που δεν έχουν πρόσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων».
Κεντρική θέση στη συζήτηση της περασμένης εβδομάδας είχε το ζήτημα των πανευρωπαϊκών πολιτικών αναζωογόνησης της ανάπτυξης. Για τον Ακη Σκέρτσο, έτερο μέλος και γενικό διευθυντή του ΣΕΒ, «πρέπει να πούμε καθαρά και ειλικρινά ότι η Ε.Ε. γερνάει, χάνει επενδύσεις και βραχυκυκλώνει όταν καλείται να αντιμετωπίσει μεγάλες κρίσεις, όπως το προσφυγικό ή η κρίση χρέους. Χρειαζόμαστε βαθύτερη ενοποίηση της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς, των αγορών κεφαλαίων, της αγοράς ενέργειας, της ψηφιακής οικονομίας. Και από την άλλη, σε ό,τι μας αφορά ως χώρα, είναι ζήτημα επιβίωσης να κάνουμε επιτέλους τις μεταρρυθμίσεις για να δημιουργήσουμε την Ελλάδα που παράγει και αποταμιεύει».
Από την πλευρά του, ο Κωστής Καρπόζηλος, ιστορικός, διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και μέλος κι αυτός της ομάδας, αναφερόμενος στην ιδέα των δύο ταχυτήτων, σημειώνει: «Η πρόταση αυτή υπογραμμίζει το αδιέξοδο: την αναδίπλωση στον στενό πυρήνα των κυρίαρχων ευρωπαϊκών δυνάμεων του παρελθόντος. Η Ε.Ε. μοιάζει με έναν γηραιό μάγο που έκπληκτος ανακαλύπτει τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις των πειραματισμών του και προσπαθεί να γυρίσει το ρολόι του χρόνου προς τα πίσω. Αλλά αυτό, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν γίνεται».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ