Ασφυκτική η κατάσταση
Στον αντίποδα, σε χώρες με μεγάλη ροπή προς την ενοικίαση, παρά στην κατοχή ακινήτων, όπως η Γερμανία, όπου μάλιστα τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος, που δαπανά πάνω από το 40% των διαθέσιμων χρημάτων του για την κάλυψη του κόστους ενοικίασης, δεν ξεπερνά το 13%. Αντίστοιχα, στην Κύπρο, το σχετικό ποσοστό είναι μόλις 21%. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 54,24% των νοικοκυριών χαμηλών εισοδημάτων στην Ελλάδα δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη δαπανών που σχετίζονται με το στεγαστικό του δάνειο. Πρόκειται για άλλη μια ένδειξη της «ασφυκτικής» κατάστασης που έχει δημιουργηθεί από την εκτόξευση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρά τις συνεχείς ρυθμίσεις, στις οποίες έχουν προχωρήσει τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες, σε συνεργασία με τους δανειολήπτες. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα επίσης βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις, μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ωστόσο υπάρχουν αρκετές χώρες, όπου η κατάσταση είναι επίσης ανησυχητική, όπως π.χ. η Ισπανία, όπου το σχετικό ποσοστό ανέρχεται σε 55,65%, οι ΗΠΑ με 55%, η Πορτογαλία με 55,3%, η Ιταλία με 58,4% και η Ιαπωνία με 63,5%.
Η εικόνα αυτή, η οποία βασίζεται σε επεξεργασία στοιχείων του 2014, φαντάζει ιδιαίτερα ανησυχητική, δεδομένου ότι έκτοτε και μέχρι σήμερα, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα, ιδίως των πιο αδύναμων, έχει συνεχίσει την πορεία υποχώρησής του, τη στιγμή που πλέον οι τιμές των ενοικίων έχουν αρχίσει να σταθεροποιούνται, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Μάλιστα, στην Αθήνα, το φαινόμενο των βραχυπρόθεσμων μισθώσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της οικονομίας διαμοιρασμού, αξιοποιώντας πλατφόρμες, όπως η Airbnb, έχει αποκτήσει μεγάλη απήχηση και βοηθά στη συγκράτηση της περαιτέρω πτώσης των ενοικίων, ενώ σε ορισμένες περιοχές καταγράφονται και οι πρώτες, μικρές προς το παρόν, αυξήσεις.
Εν τω μεταξύ, σε ανάλογο συμπέρασμα αναφορικά με τη δριμεία οικονομική θέση πολλών νοικοκυριών στην Ελλάδα είχε καταλήξει πρόσφατα και σχετική έρευνα του ευρωπαϊκού φορέα FEANTSA. Σε αυτήν είχε προκύψει ότι μεταξύ των οικονομικά αδύναμων νοικοκυριών (κάτω από το 60% του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος στην Ε.Ε.), το 95% καταβάλλει πάνω από το 40% των εισοδημάτων του προκειμένου να καλύψει δαπάνες που σχετίζονται με το ακίνητό του. «Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ανησυχητική και δεν έχει προηγούμενο σε καμία άλλη χώρα της Ε.Ε.», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα στοιχεία για την Ελλάδα καταδεικνύουν την εικόνα «Αποκάλυψης» που εμφανίζει η κατάσταση της στέγασης στη χώρα τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν αυξηθεί δραματικά οι κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης και των προγραμμάτων λιτότητας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο 2007-2014 υπήρξε αύξηση κατά 25% του πληθυσμού της χώρας που δαπανά ποσοστό μεγαλύτερο του 40% του εισοδήματός του, για να καλύπτει δαπάνες που σχετίζονται με το ακίνητό του. Η αντίστοιχη αύξηση στην Ε.Ε. των «28» δεν ξεπέρασε το 0,8%. Εν ολίγοις, τη στιγμή που η οικονομία βρισκόταν σε ύφεση, η ανεργία αυξανόταν και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών υποχωρούσε διαρκώς, αυξήθηκε κατακόρυφα το κόστος στέγασης, μέσω νέων φόρων στην κατοχή ακινήτου, αλλά και αύξησης των τιμολογίων των ΔΕΚΟ (κυρίως της ΔΕΗ) και του κόστους του πετρελαίου θέρμανσης.
Κρύα σπίτια
Η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού που καθυστερεί να πληρώσει το ενοίκιο, ή τη δόση του στεγαστικού δανείου, καθώς αυτό διαμορφώνεται σε 14,6%, έναντι μόλις 4,1% στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επίσης, το 33% του πληθυσμού αδυνατεί να κρατήσει το ακίνητό του ζεστό τους χειμερινούς μήνες, μια αύξηση της τάξεως του 19% κατά το διάστημα από το 2007 μέχρι το 2014, όταν κατά το ίδιο διάστημα, στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι συνθήκες βελτιώθηκαν, καθώς το σχετικό ποσοστό υποχώρησε κατά 1,6%.
Αλλο ένα χαρακτηριστικό της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης είναι και το ότι αυξήθηκε ο υπερπληθυσμός των νοικοκυριών στην Ελλάδα, δηλαδή περισσότερα μέλη της εκάστοτε οικογένειας, υποχρεώνονται να συγκατοικήσουν σε λιγότερα δωμάτια. Στη χώρα μας, αυτό ισχύει για το 27,7% του πληθυσμού έναντι 17% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ποσοστό που μας κατατάσσει στην 20ή θέση επί συνόλου 28 χωρών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ