ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 23.2.2017, De Tommaso v. Italy (43395/09)
Προσωπική ελευθερία (άρ. 5 ΕΣΔΑ) – Ελευθερία κίνησης και επιλογής τόπου κατοικίας (άρ. 2 του 4ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ) – Αρχή της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας των περιορισμών – Δικαίωμα δίκαιης δίκης και δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας (άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ – αστικό σκέλος) – Επιβολή μέτρων προληπτικού χαρακτήρα σε πρόσωπο που θεωρείται επικίνδυνο, ενόψει και προηγούμενης καταδίκης του για ποινικά αδικήματα (εμπόριο ναρκωτικών και οπλοκατοχή) – Θέση του προσώπου υπό διετή ειδική αστυνομική εποπτεία, που περιλαμβάνει την αναγκαστική διαμονή σε ορισμένο τόπο και να μην αλλάξει κατοικία, την υποχρέωση παρουσίας στην αστυνομική αρχή μία φορά την εβδομάδα και την υποχρέωση παραμονής κατ’ οίκον τις νυχτερινές ώρες (22.00-06.00), εκτός εάν χορηγείται άδεια
(Α) Πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 ΕΣΔΑ, το οποίο αφορά σε μέτρα στέρησης της προσωπικής ελευθερίας – Για να κριθεί εάν κάποιο μέτρο έχει τέτοιο χαρακτήρα ή συνιστά απλό περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας, λαμβάνονται υπόψη διάφορα στοιχεία, όπως το είδος, η διάρκεια, τα αποτελέσματα και ο τρόπος εφαρμογής του επίμαχου μέτρου – Η διαφορά μεταξύ στέρησης και περιορισμού της ελευθερίας συνίσταται στο βαθμό ή στην ένταση του μέτρου, όχι στη φύση ή στην ουσία του – Ο κατ’ οίκον περιορισμός συνιστά μέτρο στερητικό της ελευθερίας – Ωστόσο, το επίδικο μέτρο δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο προσφεύγων μπορούσε να φύγει από το σπίτι του κατά τη διάρκεια της ημέρας, να έχει κοινωνική ζωή και να αναπτύξει σχέσεις με τον έξω κόσμο – Εξάλλου, δεν προκύπτει ότι ζήτησε ποτέ από την αστυνομία να φύγει μακριά από τον τόπο κατοικίας του – Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν εφαρμόζεται, εν προκειμένω, το άρθρο 5 ΕΣΔΑ
(Β) Η υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 του 4ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ – Αρχή της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας των περιορισμών της ελευθερίας κίνησης και επιλογής κατοικίας – Το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει, με βάση την αρχή αυτή, αθέμιτη τη νομοθετική ρύθμιση που προέβλεπε την επιβολή του επίμαχου μέτρου σε όποιους επιδεικνύουν συμπεριφορά η οποία δικαιολογεί την πεποίθηση ότι έχουν εγκληματικές τάσεις – Σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες προσώπων στα οποία μπορούσαν να επιβληθούν τα επίμαχα μέτρα, το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι ο νόμος περιείχε αρκούντως ειδική περιγραφή των τύπων συμπεριφοράς που θεωρούνταν ως κίνδυνος για την κοινωνία και, αφετέρου, ότι έπρεπε να τεκμηριωθεί η ύπαρξη συγκεκριμένης συμπεριφοράς που να δείχνει ότι το άτομο δημιουργούσε πραγματικό και όχι απλώς θεωρητικό κίνδυνο για την κοινωνία – Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, τα προληπτικά μέτρα δεν μπορούσαν να υιοθετηθούν βάσει απλής υπόνοιας, αλλά έπρεπε να βασίζονται σε αντικειμενική εκτίμηση αποδεικτικών στοιχείων περί της συνήθους συμπεριφοράς του προσώπου και του τρόπου ζωής του ή περί των εγκληματικών τάσεών του – Ωστόσο, ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου καθορίζουν με σαφήνεια τα αποδεικτικά στοιχεία ή τις συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της συνδρομής κινδύνου ικανού να δικαιολογήσει την επιβολή των επίμαχων μέτρων – Εξάλλου, τα επίδικα μέτρα επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα λόγω “ενεργών” εγκληματικών τάσεών του, βασιζόμενων στο ότι δεν είχε σταθερή νόμιμη απασχόληση και ότι η ζωή του χαρακτηριζόταν από σχέση με γνωστά άτομα του υπόκοσμου και διάπραξη αδικημάτων, χωρίς, όμως να του αποδοθεί συγκεκριμένη συμπεριφορά ή εγκληματική δραστηριότητα – Το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο νόμος δεν καθόριζε με επαρκή σαφήνεια το πεδίο ή τον τρόπο άσκησης της πολύ ευρείας εξουσίας που απένειμε στα εθνικά δικαστήρια και, συνεπώς, δεν παρείχε προστασία έναντι αυθαίρετων εκτιμήσεων και δεν είχε τέτοιο περιεχόμενο ώστε να δώσει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του και να προβλέψει, σε επαρκή βαθμό, την επιβολή των επίδικων μέτρων – Επιπλέον, ορισμένα από τα μέτρα αυτά, όπως η υποχρέωση να “διάγει έντιμο και νομοταγή βίο” και να “μην δίνει λαβές για υπόνοια [παράνομης συμπεριφοράς]”, ήταν διατυπωμένα με πολύ γενικούς όρους και το περιεχόμενό τους ήταν υπερβολικά αόριστο, η δε απόφαση του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου που ερμήνευσε τους οικείους όρους, αφενός, εκδόθηκε το 2010, μετά από τα πραγματικά περιστατικά της κρινόμενης υπόθεσης και, αφετέρου, δεν οριοθέτησε επαρκώς τις εν λόγω υποχρεώσεις, καθόσον αναφέρθηκε γενικά στην ιταλική νομοθεσία – Επίσης, μεταξύ των προβλεπόμενων μέτρων ήταν και η απόλυτη απαγόρευση παρακολούθησης δημοσίων συγκεντρώσεων, χωρίς τοπικό ή χρονικό περιορισμό – Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η νόμιμη βάση των επίδικων μέτρων δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας – Διαπιστώνεται παραβίαση του άρθρου 2 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ
(Γ) Δικαίωμα δίκαιης δίκης – Πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ – Το ποινικό σκέλος του δεν εφαρμόζεται, διότι το επίμαχο ειδικό καθεστώς εποπτείας δεν είναι συγκρίσιμο με ποινική κύρωση, δεδομένου ότι η διαδικασία δεν αφορούσε σε “ποινική κατηγορία” – Εφαρμογή του αστικού σκέλους – Το Δικαστήριο έχει ήδη εφαρμόσει το αστικό σκέλος του άρθρου 6 παρ. 1 σε περιοριστικά μέτρα επί φυλακισμένων – Συνεπώς, από τη νομολογία του συνάγεται ότι το άρ. 6 παρ. 1 εφαρμόζεται σε υποθέσεις που δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως να αφορούν σε αστικό δικαίωμα, αλλά ενδέχεται να έχουν άμεσες και σημαντικές επιπτώσεις σε ιδιωτικό δικαίωμα του ατόμου – Αρκετά από τα επίδικα μέτρα, όπως η απαγόρευση εξόδου τις νυχτερινές ώρες ή εγκατάλειψης του τόπου διαμονής ή παρακολούθησης δημόσιων συγκεντρώσεων ή χρήσης κινητών τηλεφώνων, εμπίπτουν οπωσδήποτε στη σφαίρα των προσωπικών δικαιωμάτων και είναι, επομένως, “αστικής φύσεως” – Επομένως, εφαρμόζεται το άρ. 6 παρ. 1, ως προς το αστικό του σκέλος – Διαπιστώνεται παραβίασή του, λόγω επιβολής των επίμαχων μέτρων από τα εθνικά δικαστήρια, χωρίς δημόσια ακροαματική διαδικασία, που ήταν αναγκαία, δεδομένου ότι, για τη λήψη των μέτρων, έπρεπε να εκτιμηθούν στοιχεία όπως ο χαρακτήρας, η συμπεριφορά και η επικινδυνότητα του προσφεύγοντος